ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΙΑΤΡΟΣ: Πρίν γίνει ο προφήτης Δαβίδ βασιλιάς τού Ισραήλ υπηρετούσε τόν βασιλιά Σαούλ. Ο Σαούλ, επειδή γνώριζε ότι ο Δαβίδ θά πάρει τό θρόνο, τόν καταδίωκε, προσπαθώντας νά τόν θανατώσει.
Μία φορά, όταν η ζωή του κινδύνευε, ο προφήτης Δαβίδ είπε σ αυτούς πού ήταν τότε μαζί του: «Ένα βήμα μέ χωρίζει από τόν θάνατο» (Α΄ Βάσ. 20, 3).
Θυμήθηκα τώρα αυτά τά λόγια, γιατί πρίν μία εβδομάδα έπρεπε νά τά πώ καί εγώ. Ένα μόνο βήμα μέ χώριζε από τό θάνατο. Γιά ένα διάστημα ήμουν σχεδόν πεθαμένος, σχεδόν καθόλου δέν είχα σφυγμό καί η καρδιά μου παρά λίγο νά σταματήσει νά χτυπά. Αλλά ο Κύριος μέ σπλαχνίστηκε. Καί τώρα ακόμα είμαι αδύναμος καί μόνο καθισμένος μπορώ νά μιλάω μέ σάς. Θέλω νά σάς πώ κάτι πολύ σημαντικό, θέλω νά σάς πώ γιά τήν μνήμη τού θανάτου, διότι ο θάνατος βρίσκεται πολύ κοντά στόν καθένα μας, όπως ήταν τόσο κοντά σέ μένα τό προηγούμενο Σάββατο. Ο καθένας από μάς μπορεί νά πεθάνει ξαφνικά, τότε πού δέν περιμένει. Γνωρίζετε, ότι η ζωή πολλών ανθρώπων τελειώνει ξαφνικά καί απρόοπτα.
Νά θυμάστε πάντα, χαράξτε στήν καρδιά σας τόν λόγο αυτό τού Χριστού: «Έστωσαν υμών αι οσφύες περιζωσμέναι καί οι λύχνοι καιόμενοι» (Λκ. 12, 35). Νά θυμάστε πάντα τόν λόγο αυτό καί ποτέ νά μήν τόν λησμονήσετε. Όταν οι άνθρωποι ετοιμάζονται νά περπατήσουν έναν μακρύ δρόμο ή νά κάνουν μία δύσκολη εργασία δένουν στή μέση τους τό ζωνάρι. Καί όταν περπατάνε μέσα στό σκοτάδι τής νύχτας, έχουν μαζί τους λυχνάρια καί είναι σημαντικό γι αυτούς τά λυχνάρια αυτά νά είναι πάντα αναμμένα.
Τό ίδιο καί στήν πνευματική μας ζωή, η μέση μας πρέπει νά είναι ζωσμένη καί τά λυχνάρια μας αναμμένα. Πρέπει νά είμαστε ακούραστοι εργάτες τού Θεού καί νά αγωνιζόμαστε πάντα κατά τού διαβόλου, ο οποίος σέ κάθε μας βήμα προσπαθεί νά μάς αποτρέψει από τόν Χριστό καί νά μάς θανατώσει μέ τούς πειρασμούς. Γι αυτό, ο Κύριος Ιησούς Χριστός μάς έδωσε αυτή τήν εντολή: «Έστωσαν υμών αι οσφύες περιζωσμέναι καί οι λύχνοι καιόμενοι».
Ποτέ νά μήν λησμονείτε, ότι η επίγεια ζωή μάς δόθηκε γιά νά προετοιμαστούμε γιά τήν ζωή τήν αιώνια καί η τύχη μας στήν αιώνια ζωή θά κριθεί απ αυτό, πώς ζήσαμε εδώ.
Νά είστε πιστοί στόν Χριστό, πιστοί μέ τόν τρόπο πού ο ίδιος έδειξε στήν Αποκάλυψη τού αποστόλου καί ευαγγελιστού Ιωάννου. Εκεί Αυτός λέει: «Γίνου πιστός άχρι θανάτου, καί δώσω σοί τόν στέφανον τής ζωής» (Άπ. 2, 10).
Πρέπει νά είμαστε πιστοί στόν Θεό, πρέπει ακούραστα κάθε μέρα, κάθε ώρα καί κάθε στιγμή νά υπηρετούμε τόν Θεό. Η ζωή μας είναι σύντομη, δέν μπορούμε νά σπαταλάμε άσκοπα αυτές τίς λίγες ώρες καί ημέρες τής ζωής μας, πρέπει πάντα νά σκεφτόμαστε τήν ώρα τού θανάτου.
Όλοι οι άγιοι ασκητές είχαν πάντα στό νού τους τήν μνήμη τού θανάτου. Μέσα στά κελλιά τους είχαν κρανίο, γιά νά τό βλέπουν καί νά θυμούνται τόν θάνατο. Μέ δάκρυα τό κοιτούσαν, σκεφτόμενοι ότι καί αυτοί θά ακολουθήσουν τόν ίδιο δρόμο. Υπηρετούσαν ακούραστα τόν Θεό καί δούλευαν εις τόν Κύριον, όπως τό έκανε ο όσιος Σεραφείμ τού Σάρωφ. Εκείνοι, όπως καί εσείς, άκουγαν κάθε μέρα στόν εσπερινό τά λόγια του 33ου ψαλμού: «Θάνατος αμαρτωλών πονηρός» (Ψάλ. 33, 22). Όπως καί εσείς, άκουγαν καί αυτοί: «Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος τών όσιων αυτού» (Ψάλ. 115, 6). Φοβερό θάνατο έχουν οι αμαρτωλοί. Καί έχω δεί πολλά παραδείγματα. Όμως, ένα γεγονός πού έχω δεί πρίν 40 χρόνια, τόσο βαθιά αποτυπώθηκε στή μνήμη μου πού δέν θά τό ξεχάσω ποτέ.
Ήμουν τότε επαρχιακός γιατρός καί μέ κάλεσαν στό σπίτι ενός πολύ γνωστού σ εκείνη τήν περιοχή πλούσιου γαιοκτήμονα, πού ήταν άνθρωπος πολύ κακός. Όταν μπήκα μέσα στό σπίτι του, μού έκανε εντύπωση η ακαταστασία πού υπήρχε εκεί. Άνθρωποι έτρεχαν από δώ καί από κεί. Πάνω στό κρεβάτι ήταν ξαπλωμένος ένας γέρος μέ πρόσωπο κατακόκκινο, πού μόλις μέ είδε άρχισε κυριολεκτικά νά ουρλιάζει. Έλεγε: «Γιατρέ, παρακαλώ, σώσε με! Πεθαίνω καί μόνο μέ τή σκέψη, ότι μπορώ νά πεθάνω».
Πού ήταν πρίν εκείνος ο άνθρωπος, τί σκεφτόταν, όταν ταλαιπωρούσε τούς άλλους; Τί σκεφτόταν, όταν τούς έπαιρνε όλα τους τά χρήματα; Τώρα ο θάνατος ήλθε, είναι εδώ καί είναι αργά πλέον νά λές: «Πεθαίνω καί μόνο μέ τή σκέψη, ότι μπορώ νά πεθάνω». Θά έπρεπε η ζωή σου νά ήταν τέτοια, ώστε νά μήν φοβάσαι τόν θάνατο.
Ποιός δέν φοβάται τόν θάνατο; Μόνο αυτός πού ακολουθεί τόν Χριστό, πού όλη τήν ζωή του κατευθύνει, μέ σκοπό νά τελεί τίς εντολές του. Τέτοιοι άνθρωποι δέν φοβούνται τόν θάνατο. Γνωρίζουν τήν υπόσχεση πού έδωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός στούς μακαρισμούς: «Χαίρετε καί αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοίς ουρανοίς» (Μτ. 5, 12).
Τελείως διαφορετικός ήταν ο θάνατος τών αγίων. Ο άγιος Σεραφείμ πέθανε γονατισμένος μπροστά στήν εικόνα τής Παναγίας, στήν οποία προσευχόταν πάντα. Έτσι, στεκόμενος στά γόνατά του κοιμήθηκε καί ήταν τίμιος ενώπιον Κυρίου ο θάνατός του.
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός μάς λέει: «Περιπατείτε έως τό φώς έχετε, ίνα μή σκοτία υμάς καταλάβη» (Ιω. 12, 35). Ακόμα έχετε τό φώς τού Χριστού, ακόμα έχετε τήν δυνατότητα νά πηγαίνετε στό ναό, νά ακούτε τίς εντολές, νά ακούτε τό Ευαγγέλιο. Νά περπατάτε μέσα σ αυτό τό φώς. Γιατί, όταν έλθει ο θάνατος, τό φώς αυτό θά σβήσει γιά σάς. Πέραν τού τάφου δέν υπάρχει μετάνοια καί θά πάρετε ανταπόδοση σύμφωνη, μέ όσα έχετε κάνει στή ζωή σας.
Περπατάτε λοιπόν στό φώς, όσο έχετε τό φώς, γιά νά μήν σάς καταλάβει τό σκοτάδι, τό σκοτάδι τό αιώνιο, τό σκοτάδι τού θανάτου. Ο θείος απόστολος Παύλος λέει : «Ιδού νύν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νύν ημέρα σωτηρίας» (Β΄ Κόρ. 6, 2). Τώρα, όσο ζούμε, είναι γιά μάς καιρός ευπρόσδεκτος, καιρός σωτηρίας. Τώρα πρέπει νά σκεφτόμαστε τήν σωτηρία μας καί νά προετοιμαζόμαστε γιά τήν αιώνια ζωή. Αυτό κάνουν όλοι οι χριστιανοί, όλοι όσοι αγαπάνε τόν Χριστό.
Πρίν 70 χρόνια ζούσε στήν Αγία Πετρούπολη ένας γιατρός, πού λεγόταν Γαάζ. Αυτός υπηρετούσε στίς φυλακές καί είχε καρδιά αγαθή, καρδιά γεμάτη ευσπλαχνία καί αγάπη γιά τούς ανθρώπους. Από τήν θέση του, τού γιατρού τών φυλακών, προσπαθούσε, όσο μπορούσε, νά βοηθήσει τούς δυστυχισμένους ανθρώπους πού κρατιούνταν εκεί. Έβλεπε πώς έστελναν στά κάτεργα αλυσοδέσμιους κατάδικους, γνώριζε ότι θά περπατήσουν μέ τά πόδια χιλιάδες βέρστια μέχρι νά φτάσουν στήν Σιβηρία καί η καρδιά του έσφιγγε από τόν πόνο. Γιά νά αισθανθεί τόν πόνο τους, μία φορά φόρεσε στά πόδια του αλυσίδες καί περπατούσε μ αυτές ώρες στήν αυλή τού σπιτιού του. Όταν βρισκόταν στήν κλίνη τού θανάτου, ο άγιος αυτός άνθρωπος καί γιατρός, είπε στούς συγκεντρωμένους γύρω του ανθρώπους τά εξής θαυμαστά λόγια, τά οποία πρέπει νά τά βάλουμε καλά στό νού μας: «Νά βιάζεστε νά κάνετε καλό γιά τούς άλλους». Νά βιάζεστε γιατί ο θάνατος όλους μάς περιμένει. Νά μήν είστε επιπόλαιοι, νά είστε πιστοί μέχρι θανάτου καί θά σάς δώσει ο Θεός τό στέφανο τής ζωής.
Ο προφήτης Ησαΐας είπε έναν λόγο, τόν οποίο επίσης πρέπει καλά νά θυμόμαστε καί πού πρέπει βαθιά νά αποτυπωθεί στήν καρδιά μας: «Έκστητε, λυπήθητε, αι πεποιθυΐαι, εκδύσασθε, γυμναί γένεσθε, περιζώσασθε σάκκους τάς οσφύας» (Ήσ. 32, 11).
Τρέμετε ανέγνοιαστες, νά έχετε τήν μνήμη τού θανάτου, νά σκέφτεστε πάντα τήν ώρα, όταν θ αφήσετε αυτή τήν ζωή, καί ποτέ νά μήν τό ξεχνάτε. Καί γιά νά μήν τό ξεχνάμε, γιά νά μπορέσουμε νά ακολουθήσουμε τήν οδό τού Χριστού καί νά μήν φοβόμαστε τόν θάνατο, χρειαζόμαστε βοήθεια από τόν Παντοδύναμο Θεό. Χωρίς αυτή τήν βοήθεια δέν θά νικήσουμε τούς πειρασμούς τού διαβόλου, γι αυτό πρέπει νά ζητάμε νά μάς στείλει ο Θεός τήν χάρη του.
Κύριε, ελέησέ μας τούς αμαρτωλούς, Κύριε, βοήθησέ μας!
Πρέπει νά Τόν ικετεύουμε, έτσι όπως Τόν ικέτευε η γυναίκα η ειδωλολάτρισσα, γιά τήν οποία ακούσατε σήμερα στό ευαγγελικό ανάγνωσμα. Αυτή ήταν Χαναναία καί, όταν είδε τόν Χριστό μέ τούς μαθητές του, άρχισε νά φωνάζει δυνατά καί νά Τόν ικετεύει: «Ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαυΐδ· η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται» (Μτ. 15, 22). Αλλά ο Κύριος δέν τής έδινε σημασία καί συνέχιζε σιωπηλά τό δρόμο του. Η γυναίκα συνέχιζε νά Τόν ικετεύει, όμως Εκείνος δέν απαντούσε. Στό τέλος, οι μαθητές του Τού είπαν· «Απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών» (Μτ. 15, 23). Καί ο Κύριος απάντησε· «Ουκ απεστάλην ει μή εις τά πρόβατα τά απολωλότα οίκου Ισραήλ» (Μτ. 15, 24).
Η γυναίκα, όμως, συνέχιζε νά Τόν ικετεύει. Τί τής είπε τότε ο Κύριος; «Ουκ έστι καλόν λαβείν τόν άρτον τών τέκνων καί βαλείν τοίς κυναρίοις» (Μτ. 15, 26). Καί άκουσε μία απάντηση καταπληκτική γιά τήν ταπείνωση καί τήν πραότητα «Ναί, Κύριε· καί γάρ τά κυνάρια εσθίει από τών ψιχίων τών πιπτόντων από τής τραπέζης τών κυρίων αυτών» (Μτ. 15, 27), δώσε μου, Κύριε, ένα ψίχουλο από τό έλεός σου. Σταμάτησε ο Κύριος, όταν τό άκουσε, καί τής είπε· «Ώ γύναι, μεγάλη σου η πίστις! Γενηθήτω σοί, ως θέλεις, καί ιάθη η θυγάτηρ αυτής από τής ώρας εκείνης» (Μτ. 15, 28).
Πολλοί από μάς έχουν ζωή, πού δέν αρμόζει στούς χριστιανούς. Πολλοί είναι βεβαρημένοι μέ διάφορες αμαρτίες, πολλοί έχουν ξεχάσει τόν λόγο τού Θεού· «Τό κέντρον τού θανάτου η αμαρτία» (Α Κόρ. 15, 56). Ο θάνατος πληγώνει αυτόν, πού είναι δούλος τής αμαρτίας. Τότε, άν είμαστε τόσο αδύναμοι, άν τό ένδυμα τής ψυχής μας είναι όλο μαύρο από τίς αμαρτίες μας, δέν είμαστε καί εμείς σάν τά σκυλιά, δέν πρέπει καί εμείς νά κράζουμε πρός τόν Θεό, όπως έκραζε εκείνη η Χαναναία γυναίκα; «Κύριε, είμαι σάν τό σκυλί αλλά ελέησόν με!»
«Έστωσαν υμών αι οσφύες περιζωσμέναι καί οι λύχνοι καιόμενοι». Αμήν.