του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου
Ο ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ: Ο Άγιος Πολύκαρπος γεννήθηκε γύρω στο 80 μ.Χ. από ευσεβείς γονείς, τον Παγκράτιο και τη Θεοδώρα, που είχαν μάλιστα φυλακιστεί για την πίστη του Χριστού. Ο Άγιος βαπτίσθηκε Χριστιανός σε νεαρή ηλικία.
Υπήρξε μαζί με τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Αργότερα, ο Άγιος Βουκόλος, Επίσκοπος Σμύρνης, μαζί με Αποστόλους χειροτόνησαν ως διάδοχό του στον επισκοπικό θρόνο, τον Άγιο Πολύκαρπο.
Ο Άγιος παρακολούθησε με αγωνία και προσευχή τη σύλληψη του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, Επισκόπου Αντιοχείας, τον οποίο και επισκέφθηκε κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του ενώ του συμπαραστάθηκε και στα μαρτύριά του. Η αγάπη του προς τον θεοφόρο Πατέρα μαρτυρείται και από την Επιστολή την οποία έγραψε προς τους Φιλιππησίους. Σε αυτή την επιστολή τους συγχαίρει για την φιλοξενία, την οποία παρείχαν στον Άγιο Ιγνάτιο, όταν αυτός διήλθε από την πόλη τους. Το κείμενο αυτό του Αγίου Πολυκάρπου διακρίνεται για τον αποστολικό, θεολογικό και ποιμαντικό χαρακτήρα του.
ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ: Ο Άγιος Πολύκαρπος, διακρινόταν για την σωφροσύνη, τη θεολογική κατάρτιση και την αφοσίωση στη διδασκαλία του Ευαγγελίου, καθώς μιλούσε πάντα σύμφωνα με τις Γραφές. Ήταν γνήσιος εκπρόσωπος της αποστολικής διδασκαλίας σε όλες τις Εκκλησίες της Ασίας1. Ο Άγιος Ειρηναίος, που διετέλεσε μαθητής του, μας πληροφορεί ότι ο Άγιος Πολύκαρπος μετέστρεψε πολλούς από τις αιρέσεις του Βαλεντίνου και του Μαρκίωνος που τότε είχαν σχηματιστεί. Διηγείται μάλιστα και ένα επεισόδιο αναφερόμενο στη στάση του Αγίου Πολυκάρπου έναντι του Μαρκίωνος. Όταν ο αιρετικός αυτός τον πλησίασε κάποτε και του απηύθυνε την παράκληση: «επεγίνωσκε ημάς», δηλαδή αναγνώρισέ μας, ο Άγιος απάντησε: «επιγινώσκω, επιγινώσκω σε τον πρωτότοκον του Σατανά». Ένα άλλο επεισόδιο ανάγεται στη γεροντική ηλικία του Αγίου Πολυκάρπου.
Οι Εκκλησίες της Μικράς Ασίας εόρταζαν το Πάσχα, τότε, στις 14 του μηνός Νισσάν του εβραϊκού έτους, οποιαδήποτε ημέρα της εβδομάδας και αν τύχαινε αυτό. Αντίθετα οι άλλες Εκκλησίες δεν εόρταζαν καθόλου το Πάσχα, αλλά αρκούνταν στον εβδομαδιαίο κατά Κυριακή εορτασμό της Αναστάσεως, τονίζοντας απλώς περισσότερο τον εορτασμό της πρώτης Κυριακής μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. Επειδή λόγω της διαφοράς αυτής η Εκκλησία της Ρώμης τηρούσε αυστηρή στάση έναντι των Μικρασιατών, ο Άγιος Πολύκαρπος αναγκάσθηκε να μεταβεί στη Ρώμη, για να διευθετήσει το ζήτημα και άλλα δευτερεύοντα θέματα, με τον Επίσκοπο Ρώμης Ανίκητο.
ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Μετά την επιστροφή του από την Ρώμη, υπέργηρος πλέον, συνέχισε την αποστολική δράση του με μεγάλη επιτυχία, προκαλώντας τη μήνι των ειδωλολατρών. Όλα άρχισαν όταν κάποιος Κόιντος, ζηλωτής Χριστιανός, που ήλθε στη Σμύρνη από τη Φρυγία, παρακίνησε ομάδα Φιλαδελφέων Χριστιανών να προσέλθουν στον ανθύπατο Στάτιο Κοδράτο, για να δηλώσουν σε αυτόν την ιδιότητά τους και την πίστη τους στον Χριστό, πράγμα το οποίο φυσικά προοιώνιζε θάνατο. Τελικά, η επιδίωξη τους πραγματοποιήθηκε και μαρτύρησαν όλοι, εκτός από τον ίδιο τον Κόιντο, που δειλιάζοντας την τελευταία στιγμή, θυσίασε στα είδωλα. Ο όχλος, αν και θαύμασε την γενναιότητα των Μαρτύρων, απαιτούσε να εκτελεσθούν οι «άθεοι» και να αναζητηθεί ο Άγιος Πολύκαρπος, θεωρούμενος από την οργισμένη μάζα των ειδωλολατρών αίτιος της αύξησης του χριστεπώνυμου πληρώματος στην περιοχή.
[irp posts=”333952″ name=”23 Φεβρουαρίου: Εορτή του Αγίου Πολυκάρπου του Επισκόπου Σμύρνης”]
Ο Άγιος Επίσκοπος, όμως, πιεζόμενος από τους Χριστιανούς είχε αναχωρήσει σε κάποιο αγρόκτημα. Εντέλει ο Άγιος συνελήφθη λίγο αργότερα, το έτος 168, επί Μάρκου Αυρηλίου, και οδηγήθηκε ενώπιον του ανθυπάτου. Ο γηραιός Επίσκοπος δεν ταράχθηκε. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο και λαμπερό. Καποιος αστυνομικός φρουρός, ονόματι Ηρώδης, και ο πατέρας εκείνου Νικήτας προσπάθησαν να πείσουν τον Άγιο να αρνηθεί τον Χριστό. Ο Άγιος όμως, με πνευματική ανδρεία απάντησε ότι υπηρετεί τον Χριστό επί 86 έτη χωρίς καθόλου να Τον εγκαταλείψει. Πως μπορούσε λοιπόν τώρα να Τον βλασφημήσει και να Τον αρνηθεί; Ο ανθύπατος τότε διέταξε να τον ρίξουν στην φωτιά. Ο Γέρων Πολύκαρπος αποδύθηκε μόνος τα ιμάτιά του και περίμενε προσευχόμενος λέγοντας: «Κύριε, ο Θεὸς ο Παντοκράτωρ, ο του αγαπητού και ευλογητού παιδός Σου Ιησοῦ Χριστού Πατήρ, δι’ Ου την περὶ Σου επίγνωσιν ειλήφαμεν, ο Θεὸς των αγγέλων και δυνάμεων, και πάσης της κτίσεως, και παντὸς του γένους των δικαίων, οι ζώσιν ενώπιόν Σου, ευλογώ Σε, ότι ηξίωσας με ης ἡμέρας και ώρας ταύτης του λαβείν με μέρος εν αριθμώ των μαρτύρων Σου, εν τω ποτηρίω του Χριστού Σου, εις ανάστασιν ζωής αιωνίου, ψυχης τε και σώματος, εν αφθαρσία Πνεύματος Αγίου, εν οις προσδεχθείην ενώπιόν Σου σήμερον εν θυσία πίονι και προσδεκτή, καθὼς προητοίμασας και προσεφανέρωσας και επλήρωσας ο αψευδὴς και αληθινὸς Θεός. Διὰ τούτο και περὶ πάντων αινώ Σε, ευλογώ Σε, δοξάζω Σε, συν τω αιωνίω και επουρανίω Ιησού Χριστό».
Η φωτιά σχημάτισε γύρω από το σώμα του Αγίου Πολυκάρπου καμάρα χωρίς να τον αγγίζει. Τότε στρατιώτης εκτελεστής τελείωσε τον Άγιο Μάρτυρα διά του ξίφους. Έπειτα το Ιερό λείψανο ρίφθηκε στην φωτιά, ενώ κάποιο θαρραλέοι πιστοί συνέλεξαν τα ιερά λείψανα αυτού. Από το έργο του σώζεται η Επιστολή προς Φιλιππησίους, ενώ στον 2ο μ.Χ. αιώνα ανάγεται το “Μαρτύριον Πολυκάρπου”, ένα από τα αρχαιότερα κείμενα της Εκκλησιαστικής Γραμματείας, που γράφηκε από τον Γάιο, μαθητή του Αγίου. Το “Μαρτύριον” αυτό που είναι ουσιαστικά μια επιστολή της Εκκλησίας της Σμύρνης προς την Εκκλησία Φιλομηλίου της Φρυγίας, συμπεριλαμβάνεται και στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου Καισαρείας.
1. Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία, 4, 14, 3.