Του Λάμπρου Κ. Σκόντζου Θεολόγου – Καθηγητού
ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ: Οι τέσσερις ιεροί ευαγγελιστές, ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης, κατέχουν ξεχωριστή θέση στην Εκκλησία μας, διότι επιλέχτηκαν από το Θεό να καταγράψουν τη Θεία Αποκάλυψη, δηλαδή τα Ιερά Ευαγγέλια, τα οποία περιέχουν τη ζωή και τη διδασκαλία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και τον τρόπο της σωτηρίας μας.
Στην παρούσα σύντομη εργασία μας θα κάνουμε λόγο για τον Μάρκο και το περιεχόμενο του Ευαγγελίου του.
Γεννήθηκε περί το 20 μ. Χ., πιθανότατα στην Κύπρο και είχε ιουδαϊκή καταγωγή. Η μητέρα του ονομαζόταν Μαρία και ήταν ανεψιός του αποστόλου Βαρνάβα. Ενωρίς εγκαταστάθηκε στα Ιεροσόλυμα. Το ιουδαϊκό του όνομα ήταν Ιωάννης και Μάρκος ήταν το ρωμαϊκό του επώνυμο, το οποίο πήρε κατά τη συνήθεια της εποχής.
Βεβαίως επικράτησε το Μάρκος, με το οποίο μας είναι γνωστός στην Εκκλησία. Ήταν ελληνιστής, δηλαδή είχε ελληνική παιδεία. Η μητέρα του υπήρξε ένθερμος μαθήτρια του Κυρίου. Μαζί με τις άλλες μαθήτριες ακολουθούσαν τον Ιησού στις περιοδείες Του και κατά την ταφή Του έφεραν μύρα για να μυρώσουν το άχραντο Σώμα Του.
Αναφέρεται πως μετά την ανάσταση φιλοξενούσε στο ευρύχωρο και πλούσιο σπίτι της την πρώτη εκκλησία. Εικάζεται ότι το υπερώο του Μυστικού Δείπνου ανήκε στη μητέρα του Μάρκου και πως ο Μάρκος είναι ο νεαρός που εμφανίστηκε τυλιγμένος σε σεντόνι κατά τη σύλληψη του Χριστού στο Όρος των Ελαιών, στον κήπο της Γεθσημανή. Όταν έγινε αντιληπτός από τους στρατιώτες άφησε το σεντόνι και έφυγε γυμνός (Μαρκ.14,51-5). Ο άγιος Επιφάνειος αναφέρει την πληροφορία ότι ανήκε στη χορεία των εβδομήκοντα αποστόλων.
Αμέσως μετά την Πεντηκοστή αφιερώθηκε στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Αρχικά ακλούθησε το θείο του Βαρνάβα και τον απόστολο Παύλο στις διάφορες περιοδείες του στην Κύπρο και στη Μ. Ασία. Κατόπιν προσκολλήθηκε στον απόστολο Πέτρο και έγινε ακόλουθός του. Αρχαία παράδοση αναφέρει ότι ίδρυσε την Εκκλησία της Ακηλυΐας της Ιταλίας και εργάσθηκε ως ιεραπόστολος στη Δύση, στη Ρώμη και στα Μεδιόλανα.
Αργότερα πήγε στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και στη Βαρβαρία, δηλαδή το σημερινό Μαρόκο και την Τύνιδα, όπου κήρυξε με ιδιαίτερη θέρμη το Ευαγγέλιο. Η παράδοση τον θέλει ως ιδρυτή της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας και πρώτο επίσκοπό της, την οποία ποίμανε από το 43 έως το 68 μ. Χ. Εργάστηκε δραστήρια και μετέστρεψε στην πίστη στο Χριστό πλήθος Ιουδαίων και Εθνικών.
Η πλούσια ιεραποστολική του δράση ενόχλησε και θορύβησε τους ειδωλολάτρες της Αλεξάνδρειας, η οποία, όπως είναι γνωστό, ιδρύθηκε και κατοικούνταν από Έλληνες. Τα εκεί ειδωλολατρικά ιερατεία, ιδιαιτέρως του Σέραπι, ασκούσαν τεράστια επιρροή στους κατοίκους της Αλεξάνδρειας.
Καλλιεργούσαν απίστευτες πρακτικές σκοταδισμού και δεισιδαιμονίας στις μάζες των ειδωλολατρών. Γι’ αυτό και ξεσήκωναν συχνά τον φανατισμένο όχλο εναντίον του Μάρκου. Ανήμερα του Πάσχα του 68 μ. Χ., την ώρα που ο Μάρκος κήρυττε, όρμισαν και τον συνέλαβαν, τον έδεσαν με σχοινιά και τον έσερναν στους δρόμους της Αλεξάνδρειας.
Εν μέσω απερίγραπτων εξευτελισμών και βασανισμών υπέμεινε το μαρτύριο με πρωτοφανή ηρωισμό και ανεξικακία, έως ότου, εξέπνευσε από τα τραύματα των ανελέητων λιθοβολισμών του ειδωλολατρικού φανατισμένου πλήθους. Προσπάθησαν να κάψουν το λείψανό του, αλλά δεν το κατάφεραν, διότι ξέσπασε απρόβλεπτη καταιγίδα.
Το παρέλαβαν οι χριστιανοί της πόλεως και το έθαψαν με τιμές σε γειτονικό χωριό. Ο τάφος του έγινε τόπος προσκυνήματος και πηγή αγιασμού και θαυμάτων.
Τον 828 δύο Ενετοί έμποροι άρπαξαν τα λείψανα του αγίου Μάρκου και τα μετέφεραν στην Βενετία. Προς τιμή του έκτισαν λαμπρότατο ναό και κατασκεύασαν πολύτιμη λάρνακα, όπου τοποθέτησαν τα ιερά του λείψανα. Η μνήμη του εορτάζεται στις 25 Απριλίου.
Ο Ευαγγελιστής Μάρκος συνέγραψε το δεύτερο, κατά σειρά στην Καινή Διαθήκη Ευαγγέλιο. Η συγγραφή έγινε περί το 65 και είναι το συντομότερο από τα άλλα τρία, περιέχοντας 16 κεφάλαια. Κύρια επιδίωξή του είναι να αποδείξει τη θεία καταγωγή του Χριστού και ότι Αυτός είναι ο αληθινός Μεσσίας και λυτρωτής του κόσμου. Να Τον παρουσιάσει ως τον μοναδικό κραταιό και παντοδύναμο Θεό, επιμένοντας κυρίως στην εξιστόρηση των θαυμάτων Του και των πράξεών Του και λιγότερο στα λόγια και τη διδασκαλία του Χριστού. Χαρακτηρίζεται έτσι ως Ευαγγέλιο της δράσεως.
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας (+215), αναφέρει πως το Ευαγγέλιό Του ο Μάρκος το έγραψε στην κραταιά και κοσμοκράτειρα τότε Ρώμη και πως το απευθύνει στους Ρωμαίους. Αυτό φρονούν και σύγχρονοι μελετητές. Γι’ αυτό και θέλει να αποδείξει στους αποδέκτες του Ευαγγελίου του ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο ένας, ο μοναδικός και παντοδύναμος Θεός, ασύγκριτα ανώτερος από τους ανύπαρκτους ειδωλολατρικούς «θεούς» της Ρώμης.
Ότι ο Χριστός είναι ασύγκριτα ισχυρότερος από τους ισχυρούς και διεφθαρμένους Ρωμαίους αυτοκράτορες, οι οποίοι είχαν θεοποιήσει τους εαυτούς τους και απαιτούσαν λατρεία από τους υπηκόους τους.
Πολλοί μελετητές της Καινής Διαθήκης θεωρούν το Ευαγγέλιο του Μάρκου ως το αρχαιότερο Ευαγγέλιο, το οποίο αποτέλεσε την πηγή των άλλων δύο «συνοπτικών» Ευαγγελιστών (Ματθαίου και Λουκά). Ο αποστολικός Πατέρας Παπίας (2ος αιών) αναφέρει την πληροφορία ότι «ο Μάρκος υπήρξε ερμηνευτής του Πέτρου», πως το Ευαγγέλιό του είναι στην ουσία λόγια και εξιστορήσεις εκείνου και γι’ αυτό είναι αξιόπιστο.
Το ίδιο και ο άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος (+164) το χαρακτηρίζει ως «απομνημονεύματα του Πέτρου». Αναφέρει και γεγονότα που παραλείπουν οι άλλοι δύο «συνοπτικοί». Το διακρίνει η σαφήνεια, η ακρίβεια, η απλότητα και η χάρη. Η γλώσσα του είναι απλή και κατανοητή, χωρίς να χάνει την λογιότητά της.
Παραθέτει λατινικές ορολογίες, δείγμα ότι απευθύνεται στους Ρωμαίους ειδωλολάτρες. Τέλος το διακρίνει η ζωηρότητα και η ορμητικότητα, εκφράζοντας προφανώς τη γνωστή μας παρορμητικότητα του Πέτρου.
Αυτός ήταν ο άγιος Ευαγγελιστής Μάρκος και το θεόπνευστο Ευαγγέλιό του.