Με αφορμή την μνήμη της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας (22 Δεκεμβρίου) δεν μπορεί να μην μνημονεύσουμε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ήτοι το διήγημά του για την Αγία “Η Φαρμακολύτρια” (1900).
Στο διήγημα αυτό ο μεγάλος σκιαθίτης συγγραφέας μας περιγράφει την περιπλάνησή του στις εξοχές της Σκιάθου, την επίσκεψή του στο εγκαταλελειμμένο εκκλησάκι της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας και τη συνάντησή του με την ξαδέρφη του Μαχούλα που είχε να τη δει μια εικοσαετία. Ο συγγραφέας μας περιγράφει ένα περιστατικό από το παρελθόν, μια περίεργη «λειτουργία» που είχε τελέσει η ξαδέρφη του σ’ εκείνο το εκκλησάκι ελπίζοντας να γλιτώσει ο γιος της από τα «μάγια» του έρωτα.
Ο Παπαδιαμάντης, όπως έχει προσφυώς χαρακτηριστεί, είναι ο «πάσχων αμαρτωλός». Και αυτό είναι απόλυτα φανερό στα διηγήματά του όπου ο έρωτας είναι πάσχων και συνήθως ανεκπλήρωτος. Ο Κώστας Στεργιόπουλος μελετώντας τη Φαρμακολύτρια, όπου πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, επεσήμανε το πάθος του Παπαδιαμάντη, ένα πάθος από το οποίο δεν θέλει να θεραπευτεί. Ο ήρωας καταφεύγει στον ναό της Αγίας Αναστασίας της «Φαρμακολύτριας», για την οποία λεγόταν ότι αν έζωνε κάποιος τον ναό της επτά φορές με σκοινί από γνήσιο κερί θα μπορούσε να λυτρωθεί από τα μάγια του έρωτος.
Παραθέτουμε εδώ δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το διήγημα και ένα βιντεάκι:
«… Καί τώρα, μετά είκοσιν έτη, όταν ήρχισα ήδη να φθίνω, αφού κατά κόρον εγεύθην της ζωής όλην την τρύγα και την πικρίαν, εάν εγώ εζήτουν να ζώσω με κηρίον τον ναόν της Μάρτυρος, ούτε κηρίον πλέον αγνόν θα ηδυνάμην να εύρω, διότι από πολλού όλοι οι κηροπλάσται επώλουν νοθευμένα κηρία, και οι μελισσοτρόφοι αυτοί είχον μάθει να νοθεύωσι το κηρίον πριν το πωλήσουν. Καί ο ναίσκος της Αγίας είχε περιέλθει εις παρακμήν και ατημελησίαν οικτράν, διότι η θρησκευτική ευλάβεια μεγάλως είχεν εκπέσει εν τω μεταξύ. Δύο εικόνες λαδωμέναι και φθαρμέναι υπήρχον μόνον εις το τέμπλον το σαπρόν, η μορφή του Σωτήρος Χριστού δεξιά, και αριστερά η εικών της αμνάδος του, της στρεφούσης προς αυτόν το πρόσωπον, και φαινομένης ως να έκραζε μεγάλη τη φωνή : «Σε, νυμφίε μου, ποθώ !».
Αι εικόνες της Παναγίας και του Τιμίου Προδρόμου είχον γίνει άφαντοι. Ίσως είχον αφαιρεθεί από τας χείρας φιλαρχαίων η εραστών της Βυζαντινής τέχνης…»
«… Ω! επτάκις μόνον!… εβδομηκοντάκις επτά θα είχον τώρα ανάγκην να περιζώσω τον ναόν της Αγίας Αναστασίας!… Τοσάκις είχε περιεζωσμένην την καρδίαν μου η άκανθα της πικράς αγάπης, τοσάκις την είχε περισφίξει το ερπετόν πάθος, το δολερόν…ευλαβούμην να είπω εις την Αγίαν, ησχυνόμην να ομολογήσω προς εμαυτόν, ότι ήμην, οψέ ήδη της ηλικίας, λεία του πάθους και έρμαιον… Αλλά προς τι να προσφέρω λαμπάδας και μοσχολίβανον, προς τι να περιζώσω με κηρία τον ναόν; Η Αγία ηδύνατο ίσως να με θεραπεύσει, αλλ᾿ εγώ δεν επεθύμουν να θεραπευθώ. Θα επροτίμων να καίωμαι εις την φλόγαν την βραδείαν…
Υπάρχουν εις τον Παράδεισον Άγιοι δεχόμενοι τας ευχάς των ερώντων; … Τάχα εκεί, δίπλα εις το παρεκκλήσιον της Φαρμακολυτρίας, εις το παλαιόν εκείνο μεγαλομάρμαρον κτήριον, το αινιγματώδες, να υπήρχε το πάλαι ιερόν της Αφροδίτης, να υπήρχε βωμός του Έρωτος; Ω! και όμως ετηκόμην… ώρας–ωρας επεθύμουν, ει δυνατόν, να ιατρευθώ. Βοήθει, Αγία Αναστασία…»