Στην ιστοσελίδα νομικών θεμάτων legalnews24.gr αναρτήθηκε η παλαιότερη απόφαση του ΕΔΔΑ για τα θρησκευτικά σύμβολα στις σχολικές αίθουσες.
Κοινοτικό δίκαιο. Κατοχύρωση θρησκευτικής ελευθερίας. Περιεχόμενο αυτής. Θρησκευτικά σύμβολα.
Ανάρτηση του Εσταυρωμένου στις αίθουσες των δημοσίων σχολείων της Ιταλίας. Προσφυγή στο ΕΔΔΑ ότι η ανάρτηση αυτού του συμβόλου προσηλυτίζει και επηρεάζει ψυχολογικά τους μη χριστιανούς μαθητές.
Κρίση ότι μόνη η ανάρτηση δεν συνιστά προσηλυτισμό.
Υπόθεση … και άλλοι κατά Ιταλίας
Απόφαση της 18.3.2011 Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης (Αριθ. Προσφυγής 30814/06)
Δ. Η εκτίμηση του Δικαστηρίου: 57. Κατ` αρχήν το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι το μόνο ερώτημα, το οποίον ανακύπτει, εν όψει των περιστάσεων της υποθέσεως, είναι εκείνο του συμβιβαστού της παρουσίας του Εσταυρωμένου εις τις σχολικές αίθουσες των ιταλικών δημοσίων σχολείων προς τα άρθρα 2 του Πρωτοκόλλου No 1 και 9 της Συμβάσεως.
Ως εκ τούτου εν προκειμένω αφ` ενός δεν καλείται να εξετάσει το ζήτημα της παρουσίας του Εσταυρωμένου εις άλλους χώρους, παρά μόνον εις τα δημόσια σχολεία. Αφ` ετέρου δεν του ανατίθεται, να αποφανθεί επί του συμβιβαστού της παρουσίας του Εσταυρωμένου στις δημόσιες σχολικές αίθουσες προς την αρχήν του λαϊκού κράτους, ως τούτο καθιερώνεται εις το ιταλικό Δίκαιο.
58. Κατά δεύτερον λόγον το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι οι οπαδοί του λαϊκού κράτους ισχυρίζονται ότι επικαλούνται απόψεις προσεγγίζουσες τον «βαθμό δυνάμεως, σοβαρότητος, συνάφειας και σπουδαιότητος», που απαιτείται, διά να θεωρηθούν «πεποιθήσεις» κατά την έννοιαν των άρθρων 9 της Συμβάσεως και 2 του Πρωτοκόλλου No 1 (απόφαση Cambell και Cosans κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 25.2.1982, Σειρά A No 48§36).
Ειδικώτερον πρέπει, να δούμε εδώ «φιλοσοφικές πεποιθήσεις» εις την έννοιαν της δευτέρας φράσεως του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου No 1, εφ` όσον αξίζουν «σεβασμόν σε μία δημοκρατική κοινωνία»,δεν είναι ασυμβίβαστες προς την αξιοπρέπεια του προσώπου και δεν παραβιάζουν το θεμελιώδες δικαίωμα του παιδιού επί της εκπαιδεύσεως.
1. Η περίπτωση της προσφευγούσης
α) Γενικές αρχές
59. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι εις το θέμα της παιδείας και της εκπαιδεύσεως το άρθρον 2 του Πρωτοκόλλου No 1 αποτελεί κατ` αρχήν «lex specialis» εν σχέσει προς το άρθρον 9 της Συμβάσεως. Πάντως, όπως εις την παρούσα περίπτωση, ανακύπτει υποχρέωση των συμβαλλομένων κρατών -την οποίαν θεσπίζει η δεύτερη φράση του εν λόγω άρθρου 2- να σεβασθούν, εις το πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων που τους ανατίθενται εις τον τομέα αυτόν, το δικαίωμα των γονέων να εξασφαλίσουν αυτήν την παιδείαν και αυτήν την εκπαίδευση συμφώνως προς τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις.
(Απόφαση της 29.6.2007 υποθ. Folgero και άλλοι κατά Νορβηγίας προσφυγή No 15472/02 CEDH 2007-VIII § 84). Πρέπει λοιπόν, να εξετασθεί ο προβαλλόμενος εν προκειμένω λόγος κυρίως από την πλευρά της δευτέρας φράσεως του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου No 1 (βλέπε επίσης απόφαση της 6.10.2009 υποθ. Appel-Irrang και άλλοι κατά Γερμανίας, προσφυγή No 45216 CEDH, 2009).
60. Πρέπει όμως, να αναγνώσουμε την φράση αυτήν όχι μόνον υπό το φως πρώτης φράσεως του ιδίου άρθρου, αλλά επίσης και κυρίως της του άρθρου 9 της Συμβάσεως (βλέπε π.χ. την απόφαση Folgero ως άνω § 84 αυτής), η οποία εγγυάται την ελευθερία της σκέψεως, της συνειδήσεως και της θρησκείας εν αις και της μη προσχωρήσεως σε καμμία θρησκεία και η οποία αναθέτει εις τα συμβαλλόμενα κράτη ένα «καθήκον ουδετερότητος και αμεροληψίας».
Επί του θέματος αυτού αξίζει, να υπενθυμίσουμε, ότι τα κράτη έχουν ως αποστολήν να εξασφαλίσουν, μένοντα ουδέτερα και αμερόληπτα, την άσκηση των διαφόρων θρησκειών, θρησκευμάτων και πεποιθήσεων. Ο ρόλος τους είναι να συμβάλουν εις την εμπέδωση της δημοσίας τάξεως, την θρησκευτικήν ειρήνη και την ανοχήν εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν κυρίως μεταξύ αντιτιθεμένων ομάδων, (βλέπε π.χ. την απόφαση της 10.11.2005 υποθ. Leyla Sahin κατά Τουρκίας [GC] , CEDH 2005-XO § 107). Τούτο αφορά τις σχέσεις μεταξύ πιστών και μη πιστών όπως τις σχέσεις μεταξύ των οπαδών διαφόρων θρησκειών, θρησκευμάτων και πίστεων.
61. Η λέξη «θα σέβεται», την οποίαν αναφέρει το άρθρον 2 του Πρωτοκόλλου No 1 σημαίνει κάτι περισσότερον από τα το «αναγνωρίζει» ή το «λαμβάνει υπ` όψιν». Πέραν μιας υποχρεώσεως περισσότερον αρνητικής το ρήμα αυτό επιβάλλει εις το κράτος μίαν συγκεκριμένην υποχρέωση θετικήν (υπόθεση Cambell και Cosans ως άνω § 37). Τούτων ούτως εχόντων.
Οι απαιτήσεις της εννοίας «σέβεται», την οποίαν ξαναβρίσκουμε επίσης εις το άρθρον 8 της Συμβάσεως, διαφέρουν πολύ η μία από την άλλη, εν όψει της διαφοροποιήσεως των ακολουθουμένων πρακτικών και των υφισταμένων όρων εντός των συμβαλλομένων κρατών.
Προκύπτει ως εκ τούτου, ότι τα προαναφερόμενα κράτη απολαύουν ένα ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, εις το να καθορίσουν, εν σχέσει προς τις ανάγκες και τους πόρους της κοινωνίας και των ατόμων, τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, προκειμένου να εξασφαλισθεί ο σεβασμός της Συμβάσεως.
Εις το κείμενο του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου No 1 η άποψη αυτή σημαίνει ειδικώς, ότι η διάταξη αυτή δεν πρέπει, να ερμηνευθεί ως επιτρέπουσα εις τους γονείς , να απαιτήσουν από το κράτος να εισαγάγει μίαν εκπαίδευση δεδομένη (βλέπε απόφαση επί του παραδεκτού Bulski κατά Πολωνίας προσφυγή No 46254/99 και 31888/02).
62. Θα πρέπει επίσης να υπενθυμίσουμε την νομολογία του Δικαστηρίου την σχετική προς τα θρησκευτικά εις τα σχολικά προγράμματα (βλέπε κυρίως τις αποφάσεις της 7.12.1976 υποθ. Kjeldsen, Busk Madsen και Pedersen κατά Δανίας Σειρά A No 23 § 50-53 ως άνω § 84 και της 9.10.2007 υποθ. Hassan και Eylem Zengin κατά Τουρκίας προσφυγή No 1448/04 CEDH 2007-XI § 51-52).
Συμφώνως προς την νομολογία αυτήν, ο καθορισμός της αναμορφώσεως του προγράμματος σπουδών ανήκει εις την αρμοδιότητα των συμβαλλομένων κρατών. Δεν ανήκει, κατ` αρχήν, εις το Δικαστήριο να αποφανθεί επί των ζητημάτων αυτών, εφ` όσον η λύση που θα τους δίδεται μπορεί θεμιτώς να διαφέρει συμφώνως προς τα κράτη και τις εποχές.
Ειδικώς, η δεύτερη φράση του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου No 1 δεν εμποδίζει τα κράτη να προωθούν διά της παιδείας και της εκπαιδεύσεως πληροφορίες ή γνώσεις έχουσες ευθέως ή όχι χαρακτήρα θρησκευτικόν ή φιλοσοφικόν. Δεν εξουσιοδοτεί επίσης τους γονείς να αντιταχθούν εις την εισαγωγή τοιαύτης παιδείας ή εκπαιδεύσεως εις τα σχολικά προγράμματα.
Αντιθέτως, καθ` όσον αποβλέπει εις το να εξασφαλίσει την δυνατότητα ενός εκπαιδευτικού πλουραλισμού, επιβάλλει εις το κράτος εκείνο, που θα εγκαταλείψει τις επί της διαμορφώσεως της ύλης της εκπαιδεύσεως και της παιδείας αρμοδιότητες του, να μεριμνήσει, ώστε οι πληροφορίες ή οι γνώσεις , που θα περιέχονται εις το πρόγραμμα, να προωθούνται κατά τρόπον αντικειμενικόν, κριτικόν και πλουραλιστικόν επιτρέποντα εις τους μαθητάς να αναπτύξουν ένα πνεύμα κριτικό έναντι κυρίως του θρησκευτικού φαινομένου εις μία ατμόσφαιρα ήρεμη, προστατευτική έναντι παντός προσηλυτισμού.
Του απαγορεύει να κινείται με σκοπόν προσηλυτισμού, ο οποίος θα μπορούσε, να θεωρηθεί ως μη σεβόμενος τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις των γονέων. Εκεί τοποθετείται διά τα κράτη ο περιορισμός, τον οποίον δεν πρέπει, να υπερβούν (προαναφερθείσες αποφάσεις στην ιδίαν παράγραφο, §§ 53 και 84 και 52 σχετικώς). β) Εκτίμηση των στοιχείων της αιτίας υπό το φως των αρχών αυτών
63. Το Δικαστήριο δεν αποδέχεται την άποψη της κυβερνήσεως, κατά την οποίαν η υποχρέωση που επιβάλλεται εις τα συμβαλλόμενα κράτη από την δευτέρα φράση του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου No 1 αφορά μόνον το περιεχόμενο των σχολικών προγραμμάτων, οπότε η παρουσία του Εσταυρωμένου στις σχολικές αίθουσες των δημοσίων σχολείων εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της.
Είναι αληθές, ότι αριθμός υποθέσεων επί του περιεχομένου των οποίων το Δικαστήριο ασχολήθηκε με αυτήν την διάταξη αφορούσε το περιεχόμενο ή την εφαρμογή των σχολικών προγραμμάτων.
Πάντως, όπως έχει νομολογήσει το Δικαστήριο, η υποχρέωση των συμβαλλομένων κρατών να σέβονται τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις των γονέων δεν αφορά μόνον την ύλη της εκπαιδεύσεως και τον τρόπο απαλλαγής.
Επιβάλλεται εις αυτά – συμφώνως προς τους όρους της δευτέρας φράσεως του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου No 1- «κατά την άσκηση» του συνόλου των «αρμοδιοτήτων», που αναλαμβάνουν επί του θέματος της παιδείας και της εκπαιδεύσεως (βλέπε σχετικώς αποφάσεις Kjeldsen, Busk Madsen και Pedersen ως άνω § 50, Βαλσάμης κατά Ελλάδος της 18.12.1996 εις Recueil des arrets et decisions 1996 VI, §27 και Hasan Eylem ως άνω § 49 και Folgero, ως άνω § 84).
Τούτο περιλαμβάνει αναμφιβόλως την διευθέτηση του σχολικού περιβάλλοντος, όταν το εσωτερικό Δίκαιο προβλέπει ότι η αρμοδιότης αυτή ανήκει εις τις δημόσιες αρχές. Και όμως εις ένα τέτοιο πλαίσιο τοποθετείται η παρουσία του Εσταυρωμένου εις τις σχολικές αίθουσες των δημοσίων σχολείων (βλέπε τα άρθρα 118 του Βασιλικού Διατάγματος No 965 της 30.4.1924, 119 του Βασιλικού Διατάγματος No 1297 της 26.4.1928 και 159 και 190 του Νομοθετικού Διατάγματος της 16.4.1994, §§ 14 και 19 ανωτέρω).
64. Εκ μιας απόψεως γενικωτέρας, το Δικαστήριο κρίνει, ότι όταν η διευθέτηση του σχολικού περιβάλλοντος ανάγεται στην αρμοδιότητα των δημοσίων υπηρεσιών, πρέπει, να δούμε εδώ μίαν λειτουργία ασκουμένην υπό του κράτους εις τον τομέα της εκπαιδεύσεως και της παιδείας υπό την έννοιαν της δευτέρας φράσεως του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου No 1.
65. Προκύπτει ως εκ τούτου ότι η απόφαση η σχετική με την παρουσία του Εσταυρωμένου εις τις σχολικές αίθουσες των δημοσίων σχολείων ανάγεται εις τις λειτουργίες που ασκούνται υπό του προσβαλλόμενου κράτους εις τον τομέα της εκπαιδεύσεως και της παιδείας και εμπίπτει εκ τούτου εις το πεδίον εφαρμογής της δευτέρας φράσεως του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου No 1. Ευρισκόμεθα δηλ. εφεξής εις έναν τομέα όπου εμπλέκεται η υποχρέωση του κράτους να σεβασθεί το δικαίωμα των γονέων προς εξασφάλιση εκπαιδεύσεως και παιδείας των τέκνων τους συμφώνως προς τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις.
66. Περαιτέρω το Δικαστήριο θεωρεί, ότι ο Εσταυρωμένος είναι πρωτίστως ένα σύμβολο θρησκευτικό.
Οι εσωτερικές διαδικασίες το έχουν παρομοίως εξυψώσει και, εν τέλει, η κυβέρνηση δεν το αμφισβητεί. Το ότι ο θρησκευτικός συμβολισμός αποδυναμώνει ή όχι την σημασία του Εσταυρωμένου δεν είναι αποφασιστικό εις το παρόν στάδιο κρίσεως. Δεν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία επιβεβαιούντα την ενδεχομένη επίδραση, την οποίαν δύναται, να έχει επί των μαθητών η ανάρτηση ενός θρησκευτικού συμβόλου επί των τοίχων των αιθουσών διδασκαλίας.
Δεν μπορούμε επομένως να βεβαιώσουμε ευλόγως, ότι έχει ή όχι μίαν επίδραση επί των νέων ατόμων, των οποίων οι πεποιθήσεις δεν έχουν ακόμη οριστικοποιηθεί.
Δυνάμεθα εν τούτοις, να εννοήσουμε, ότι η προσφεύγουσα εις την ανάρτηση του Εσταυρωμένου εις τις σχολικές αίθουσες των δημοσίων σχολείων, όπου φοιτούν τα τέκνα της, θα μπορούσε να δει μίαν έλλειψη σεβασμού εκ μέρους του κράτους του δικαιώματος της, να εξασφαλίσει εις αυτά παιδεία και εκπαίδευση συμφώνως προς τις φιλοσοφικές και θρησκευτικές της πεποιθήσεις.
Εν τούτοις η υποκειμενική άποψη της προσφευγούσης δεν μπορεί αυτή και μόνη, να επαρκέσει διά να διαπιστωθεί μία παραβίαση του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου No 1.
67. Η κυβέρνηση επεξηγεί από της πλευράς της, ότι η παρουσία του Εσταυρωμένου εις τις σχολικές αίθουσες των δημοσίων σχολείων, πράγμα που είναι ο καρπός της ιστορικής εξελίξεως της Ιταλίας, είναι εκείνο που της δίδει μία υπόσταση όχι μόνον πολιτιστική αλλά επίσης και κρατικής ταυτότητος, αντιστοιχούσης σήμερον εις μίαν παράδοση, την οποία κρίνει σημαντικόν, να διατηρήσει. Προσθέτει δε, ότι πέραν της θρησκευτικής σημασίας, ο Εσταυρωμένος συμβολίζει τις αξίες και τις αρχές, οι οποίες θεμελιώνουν την δημοκρατία και τον δυτικό πολιτισμό, οπότε η παρουσία Του στις σχολικές αίθουσες να θεωρείται δικαιολογημένη υπ` αυτήν την έννοιαν.
68. Κατά το Δικαστήριο η απόφαση διατηρήσεως ή όχι μιας παραδόσεως ανάγεται κυρίως από το περιθώριο εκτιμήσεως του προσβαλλόμενου κράτους.
Το Δικαστήριο οφείλει άλλωστε να λάβει υπ` όψιν, το δεδομένο, ότι η Ευρώπη χαρακτηρίζεται από μίαν μεγάλην διαφορετικότητα μεταξύ των κρατών που την αποτελούν κυρίως επί του πεδίου της ιστορικής και πολιτιστικής εξελίξεως. Υπογραμμίζει εν τούτοις, ότι η επίκληση μιας παραδόσεως δεν μπορεί, να απαλλάσσει ένα συμβαλλόμενο κράτος της υποχρεώσεως σεβασμού των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που έχουν θεσπισθεί διά της Συμβάσεως και των Πρωτοκόλλων της.
Οσον αφορά την άποψη της κυβερνήσεως την σχετική προς την σημασία του Εσταυρωμένου, το Δικαστήριο διαπιστώνει, ότι το Συμβούλιο Επικρατείας και το Ακυρωτικό έχουν επί του προκειμένου θέσεις αποκλίνουσες και ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν απεφάνθη (παράγραφοι 16 και 23 ανωτέρω). Ομως δεν ανήκει εις το Δικαστήριο, να λάβει θέση επί μιας διαβουλεύσεως μεταξύ εσωτερικών διαδικασιών.
69. Απομένει, το ότι τα συμβαλλόμενα κράτη απολαύουν ένα περιθώριο εκτιμήσεως, όταν πρόκειται να προέλθουν εις την άσκηση αρμοδιοτήτων περιλαμβανομένων εις τον τομέα της παιδείας και της εκπαιδεύσεως και του σεβασμού του δικαιώματος των γονέων να εξασφαλίσουν αυτήν την εκπαίδευση και αυτήν την παιδεία συμφώνως προς τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις. (§§ 61-62 ανωτέρω).
Τούτο αφορά την διευθέτηση του σχολικού περιβάλλοντος, καθώς και τον καθορισμόν και την διευθέτηση των προγραμμάτων (πράγμα που το Δικαστήριο έχει ήδη υπογραμμίσει: βλέπε προαναφερόμενες αποφάσεις Kjeldsen, Busk Madfsen και Pedersen § 50 – 53, Folgero § 84, Zengin § 51 – 52: § 62 ανωτέρω). Επομένως το Δικαστήριο οφείλει κατ` αρχήν, να σεβασθεί την επιλογή των συμβαλλομένων κρατών εις τους τομείς αυτούς, περιλαμβανομένης και της θέσεως την οποίαν δίδουν εις την θρησκείαν, καθ` ο μέτρο εν τούτοις οι επιλογές αυτές δεν οδηγούν εις μίαν μορφήν προσηλυτισμού, (ενθ` αν.).
70. Το Δικαστήριο συμπεραίνει επί του προκειμένου, ότι η επιλογή της παρουσίας του Εσταυρωμένου εις τις σχολικές αίθουσες των δημοσίων σχολείων εμπίπτει κατ` αρχήν εις το περιθώριο εκτιμήσεως του προσβαλλόμενου κράτους. Η περίπτωση, ότι δεν υπάρχει ευρωπαϊκή συναίνεση επί του θέματος της παρουσίας θρησκευτικών συμβόλων εις τα δημόσια σχολεία ενισχύει πάντως την προσέγγιση αυτήν. Το εν λόγω περιθώριο εκτιμήσεως συμβαδίζει ενίοτε εξ ίσου προς έναν ευρωπαϊκόν έλεγχον (βλέπε π.χ. mutatis mutandis την προαναφερομένη απόφαση Leyla Sahin § 110) της αρμοδιότητος του Δικαστηρίου συνισταμένης διά την παρούσα περίπτωση εις το να βεβαιωθεί, ότι τα όρια που αναφέρονται ανωτέρω εις την παράγραφο 69 δεν ξεπεράστηκαν.
71. Επί του προκειμένου, είναι αληθές, ότι αναφερόμενοι εις την παρουσία του Εσταυρωμένου εις τις σχολικές αίθουσες των δημοσίων σχολείων – πράγμα το οποίον είτε του αναγνωρίζουμε είτε όχι μίαν επί πλέον αζΐαν συμβολικήν λαϊκήν παραπέμπει αναποφεύκτως εις τον Χριστιανισμόν- η ρύθμιση αυτή δίδει εις την επικρατούσαν εις το κράτος θρησκείαν μίαν υπερέχουσαν προβολήν εις το σχολικό περιβάλλον.
Εν τούτοις αυτό καθεαυτό δεν επαρκεί, διά να χαρακτηρίσει μίαν απόπειρα προσηλυτισμού εκ μέρους του προσβαλλόμενου κράτους και διά να θεμελιώσει παραβίαση των υποχρεώσεων του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου No 1. Το Δικαστήριο παραπέμπει επί του σημείου αυτού mutatis mutandis εις τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Folgero και Zengin.
Η απόφαση Folgero, η οποία εκλήθη, να εξετάσει το περιεχόμενο του προγράμματος ενός μαθήματος «Χριστιανισμός, θρησκεία και φιλοσοφία» («KRL») κατέληξε εις το δεδομένο, ότι το πρόγραμμα αυτό παρέχει μίαν πιο ευρεία γνώση του Χριστιανισμού εν συγκρίσει προς άλλες θρησκείες και φιλοσοφίες δεν μπορεί δε να θεωρηθεί αυτό καθ` εαυτό ως μία διαστροφή των αρχών του πλουραλισμού και της αντικειμενικότητας δυναμένην να θεωρηθεί ως προσηλυτισμός.
Εθεώρησε, ότι εν όψει της θέσεως που κατέχει ο Χριστιανισμός εις την ιστορία και την παράδοση του προσβαλλόμενου κράτους – της Νορβηγίας – η υπόθεση αυτή ενέπιπτε εις το περιθώριον εκτιμήσεως, που του ανεγνωρίζετο, διά να καθορίσει και διευθετήσει το πρόγραμμα σπουδών (ως άνω απόφαση § 89). Κατέληξε δε εις ένα συμπέρασμα παρόμοιο επί του περιεχομένου των μαθημάτων «θρησκευτικός πολιτισμός και γνώσεις ηθικής» διδασκόμενο εις τα σχολεία της Τουρκίας, των οποίων το πρόγραμμα παρείχε ευρύτερο περιθώριο γνώσεων του Ισλάμ, επί τω λόγω ότι η μουσουλμανική θρησκεία ασκείται κατά πλειοψηφίαν εις την Τουρκία ασχέτως του χαράκτη ρος του κράτους ως κράτους λαϊκού.
72. Επί πλέον ο Εσταυρωμένος τοποθετημένος εις έναν τοίχο τυγχάνει ένα σύμβολο παθητικό και αυτή η άποψη έχει σημασία διά το Δικαστήριο, εν όψει της αρχής της ουδετερότητος (§ 60 ανωτέρω). Δεν μπορούμε επομένως να του αποδώσουμε μίαν επίδραση επί των μαθητών αντίστοιχη εκείνης που μπορεί να έχει μία προφορική διδασκαλία ή η συμμετοχή σε δραστηριότητες θρησκευτικές (βλέπε επί των σημείων αυτών τις προαναφερόμενες αποφάσεις Folgero και Zengin § αντιστοίχως 94 και 64).
73. Το Δικαστήριο παρατηρεί, ότι εις την απόφαση του της 3ης Νοεμβρίου 2009 το Τμήμα, του Δικαστηρίου είχε αποφασίσει αντιθέτως λαμβάνον την άποψη, κατά την οποίαν η ανάρτηση του Εσταυρωμένου εις τις σχολικές αίθουσες αποτελούσε μίαν σημαντικήν επίπτωση επί του δευτέρου και τρίτου προσφεύγοντος ηλικίας ένδεκα και δέκα τριών ετών κατά την εποχήν εκείνην. Κατά το Τμήμα του Δικαστηρίου εις τον χώρον της δημοσίας εκπαιδεύσεως, ο Εσταυρωμένος, ο οποίος είναι αδύνατον να μην προσεχθεί εις τις αίθουσες διδασκαλίας, κατ` ανάγκην αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του σχολικού χώρου και δύναται επομένως, να θεωρηθεί ως «ισχυρή εξωτερική ένδειξη» υπό την έννοιαν της προαναφερομένης αποφάσεως Dahlab (βλέπε § 54 και 55 της αποφάσεως).
Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου δεν ασπάζεται αυτήν την άποψη. Εκτιμά πράγματι, ότι δεν μπορούμε να βασισθούμε επί της αποφάσεως αυτής επί του προκειμένου, καθ` όσον οι περιστάσεις των δύο αυτών αποφάσεων είναι εντελώς διαφορετικές. Υπενθυμίζει πράγματι ότι η απόφαση Dahlab αφορούσε την απαγόρευση σε μία δασκάλα να φέρει την μουσουλμανική μαντήλα εις τον χώρον της εργασίας της ως διδασκούσης, απαγόρευση η οποία ήταν δικαιολογημένη από την ανάγκη σεβασμού των θρησκευτικών πεποιθήσεων των μαθητών και των γονέων τους και εφαρμογής της αρχής της θρησκευτικής ουδετερότητος του σχολείου κατά το εσωτερικό δίκαιο.
Μετά την διαπίστωση ότι οι αρχές εστάθμισαν δεόντως τα εκατέρωθεν συμφέροντα, το Δικαστήριο έκρινε, εν όψει και της μικράς ηλικίας των μαθητών, τους οποίους εκπροσωπούσε η προσφεύγουσα, ότι οι εν λόγω αρχές δεν υπερέβησαν το περιθώριο εκτιμήσεως τους.
74. Εξ άλλου οι ηυξημένες εντυπώσεις που δίδει η παρουσία του Εσταυρωμένου εις τον Χριστιανισμόν εντός του σχολικού χώρου σχετικοποιούνται εν όψει των εν συνεχεία δεδομένων. Αφ` ενός η παρουσία αυτή δεν συνάπτεται προς μίαν χριστιανικήν διδασκαλίαν υποχρεωτικήν (βλέπε στοιχεία συγκριτικού δικαίου εκτιθέμενα εις την απόφαση Zengin, § 33).
Αφ` ετέρου συμφώνως προς τις απόψεις της κυβερνήσεως, η Ιταλία ανοίγει παραλλήλως τον σχολικόν χώρον και εις άλλες θρησκείες.
Η κυβέρνηση επισημαίνει επίσης κυρίως, ότι η χρήση υπό των μαθητών της ισλαμικής μαντήλας ή άλλων συμβόλων ή ενδείξεων ενδυματολογικών θρησκευτικού χαρακτήρος δεν απαγορεύεται, προβλέπονται επίσης διευθετήσεις προς διευκόλυνση της σχολικής συνδιαλλαγής και της θρησκευτικής πρακτικής των μειονοτήτων, όπως η αρχή και του τέλος του ραμαζανιού, που εορτάζονται εις τα σχολεία και μία διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών προαιρετική, μπορεί, να υπάρχει εις τα σχολεία δι` όλες τις ανεγνωρισμένες θρησκείες (ανωτέρω § 39).
Αλλωστε τίποτα δεν αποδεικνύει, ότι οι αρχές δεν είναι ανεκτικές έναντι μαθητών ανηκόντων εις άλλες θρησκείες, αθέων ή εχόντων πεποιθήσεις φιλοσοφικές, οι οποίες δεν συνάπτονται προς θρησκείαν. Επί πλέον οι προσφεύγοντες δεν ισχυρίζονται, ότι η παρουσία του Εσταυρωμένου στις σχολικές αίθουσες επέδρασε επί της εξελίξεως της πρακτικής της διδασκαλίας εμφανίσασα μίαν υσχέτιση προς προσηλυτισμόν, ούτε υπεστήριξαν ότι ο δεύτερος και τρίτος εξ αυτών ευρέθησαν αντιμέτωποι προς κάποιον διδάσκοντα, ο οποίος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, εκινήθη επηρεασθείς από την παρουσίαν αυτήν.
75. Τέλος το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η προσφεύγουσα διετήρησε εξ ολοκλήρου το δικαίωμα της ως γονέως να συμβουλεύει και να νουθετεί τα τέκνα της, να ασκεί προς αυτά το λειτούργημα της ως διδασκούσης και να τα προσανατολίζει προς μίαν κατεύθυνση σύμφωνη προς τις ιδίες της φιλοσοφικές πεποιθήσεις (βλέπε κυρίως προαναφερόμενες αποφάσεις Kjeldsen, Busk Madsen και Pedersen και Βαλσάμης § 54 και 31 αντιστοίχως).
76. Προκύπτει εκ των προαναφερομένων, ότι αποφασίζοντες την διατήρηση του Εσταυρωμένου επί των σχολικών αιθουσών του δημοσίου σχολείου, που φοιτούν τα τέκνα της προσφευγούσης οι Αρχές ενήργησαν εντός των ορίων του περιθωρίου εκτιμήσεως, που διαθέτει το καθ` ου κράτος εις τα πλαίσια της υποχρεώσεως του του σεβασμού της ασκήσεως των καθηκόντων, που έχει εις τον τομέα της εκπαιδεύσεως και της παιδείας, του δικαιώματος των γονέων να επιβεβαιώσουν την τοιαύτην εκπαίδευση και παιδεία συμφώνως προς τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις.
77. Το Δικαστήριο επί των ισχυρισμών της προσφευγούσης αποφαίνεται, ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου No 1. Ωσαύτως θεωρεί, ότι δεν τίθεται κανένα συγκεκριμένο θέμα εν προκειμένω επί του πεδίου του άρθρου 9 της Συμβάσεως.
2. Η περίπτωση του δευτέρου και του τρίτου των προσφευγόντων
78. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι αν αναγνωσθεί όπως πρέπει υπό το φως του άρθρου 9 της Συμβάσεως και της δευτέρας φράσεως του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου No 1, η πρώτη φράση της διατάξεως αυτής εγγυάται εις τους μαθητάς ένα δικαίωμα εις την εκπαίδευση εντός του σεβασμού του δικαιώματος τους να πιστεύουν ή να μην πιστεύουν.
Επομένως εννοεί, ότι μαθηταί, ασπαζόμενοι την αθεΐα διακρίνουν ως προς τη παρουσία του Εσταυρωμένου εις τις σχολικές αίθουσες των δημοσίων σχολείων εις τα οποία φοιτούν μίαν έλλειψη των δικαιωμάτων τους, που έλκουν από τις διατάξεις αυτές.
Εκτιμά εν τούτοις ( το Δικαστήριο), ότι διά τους αναφερθέντες λόγους εις το παρόν πλαίσιο εξετάσεως της περιπτώσεως του προσφεύγοντος, δεν υπάρχει παραβίαση του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου No 1 επί των ισχυρισμών του δευτέρου και του τρίτου των προσφευγόντων. Θεωρεί εξ άλλου ότι κανένα συγκεκριμένο θέμα δεν τίθεται εν προκειμένω επί του πεδίου του άρθρου 9 της Συμβάσεως.
II. Επί της επικαλούμενης παραβιάσεως του άρθρου 14 της Συμβάσεως
79. Οι προσφεύγοντες εκτιμούν, ότι ο δεύτερος και ο τρίτος μεταξύ αυτών ευρεθέντες προ του Εσταυρωμένου, ο οποίος ευρίσκετο εις τις σχολικές αίθουσες των δημοσίων σχολείων, στις οποίες φοιτούσαν και οι τρεις καίτοι δε δεν ήσαν καθολικοί, υπέστησαν μίαν διαφορετική διακριτική μεταχείριση εν σχέσει προς τους καθολικούς γονείς και τα τέκνα τους. Υπογραμμίζοντες ότι:
«Οι αρχές που θεμελιώνονται υπό των άρθρων 9 της Συμβάσεως και 2 του Πρωτοκόλλου No 1 ενισχύονται από τις διατάξεις του άρθρου 14 της Συμβάσεως», καταγγέλλουν δε μίαν παραβίαση του τελευταίου άρθρου κατά τους όρους του οποίου:
«Η απόλαυση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που αναγνωρίζονται υπό ( ) της Συμβάσεως εξασφαλίζονται άνευ ουδεμιάς διακρίσεως κυρίως ως προς το φύλο, την φυλή, το χρώμα, την γλώσσα, την θρησκεία, τις πολιτικές πεποιθήσεις ή όποιες άλλες απόψεις, την εθνική ή κοινωνική καταγωγή, την συμμετοχή εις μίαν εθνικήν μειονότητα, την περιουσία, την γέννηση ή πάσαν άλλην κατάσταση».
80. Το Τμήμα έκρινε ότι εν όψει των περιστάσεων της υποθέσεως και της αιτιολογίας, που το είχε οδηγήσει, εις το να διαπιστώσει μίαν παράβαση του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου No 1 συνδυασμό) και προς το άρθρον 9 της Συμβάσεως δεν υπήρχε έδαφος, να εξετάσει την υπόθεση περαιτέρω υπό την έννοιαν του άρθρου 14 αυτοτελώς ή εν συνδυασμό) προς τις διατάξεις αυτές.
81. Το Δικαστήριο, το οποίο θεωρεί ότι ο λόγος αυτός δεν στηρίζεται επαρκώς, υπενθυμίζει, ότι το άρθρον 14 της Συμβάσεως δεν έχει αυτοτελή ύπαρξη, καθ` όσον ισχύει μόνον διά την απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών, που εγγυώνται οι λοιπές κανονιστικές ρήτρες της Συμβάσεως και των Πρωτοκόλλων της.
Και υποτιθεμένου, ότι οι προσφεύγοντες εδικαιούντο, να καταγγείλουν μίαν διάκριση εις την απόλαυση των δικαιωμάτων που εγγυώνται το άρθρον 9 της Συμβάσεως και το άρθρον 2 του Πρωτοκόλλου No 1 βασιζόμενη εις το δεδομένο, ότι δεν ανήκουν στην καθολική θρησκεία και οι εξ αυτών δεύτερος και τρίτος ευρέθησαν προ του Εσταυρωμένου, που υπήρχε στις σχολικές αίθουσες των κρατικών σχολείων, εις τα οποία φοιτούσαν, το Δικαστήριο δεν διαπιστώνει εκεί κανένα συγκεκριμένο ζήτημα εξ εκείνων, τα οποία έχει ήδη κρίνει επί του πεδίου του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου Νο 1. Επομένως δεν υπάρχει έδαφος εξετάσεως του μέρους αυτού της προσφυγής.
Δια Ταυτα το Δικαστήριο
1. Αποφαίνεται δια ψήφων δεκαπέντε έναντι δύο, ότι δεν υπάρχει παράβαση του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου No 1 και ότι κανένα συγκεκριμένο ζήτημα δεν τίθεται επί του πεδίου του άρθρου 9 της Συμβάσεως.
2. Αποφαίνεται ομοφώνως, ότι δεν υπάρχει θέμα εξετάσεως του Επιχειρήματος, που επικαλείται το άρθρον 14 της Συμβάσεως …». (ΝΟΒ 2011/1037)