Ο ευλαβής και ζηλωτής εφημέριος τους είχε δώσει ένα ευρύχωρο δωμάτιο του Πνευματικού Κέντρου του Ναού και μαζευόντουσαν κάθε εβδομάδα είκοσι περίπου κυρίες της ενορίας και μελετούσαν τον λόγο του Θεού.
Τι χαρά ένιωθαν όλες τους, με πόση ευφροσύνη γέμιζε η καρδιά τους κάθε φορά! Έφευγαν για τα σπίτια τους ήρεμες, γεμάτες αποφάσεις και σκέψεις ιερές για την οικογενειακή τους ζωή.
Η υπεύθυνη της φιλικής αυτής συνάξεως γνώριζε χρόνια τώρα τα μέλη της. Τις χαιρόταν που όλες σχεδόν έπαιρναν τον λόγο και έλεγαν με απλότητα τις σκέψεις τους πάνω στο θέμα που μελετούσαν και συζητούσαν κάθε φορά και που ήταν πάντοτε ενδιαφέρον και επίκαιρο. Οικογενειακό, κοινωνικό, λατρευτικό, παιδαγωγικό κλπ.
Κάπως ξεχώριζε από τις άλλες η κυρία Ειρήνη. Λεπτή, ευγενική, έβλεπε στα μάτια κάθε φορά την υπεύθυνη και ρουφούσε, λες, τα λόγια της. Σπάνια όμως έλεγε τη γνώμη της. Κι όταν αποφάσιζε κάτι να πει, μιλούσε χαμηλόφωνα, διστακτικά. Και πάντα έφευγε στο τέλος βιαστική.
Κάποτε το θέμα της συζητήσεως ήταν ο εκκλησιασμός. Διάβασαν ένα άρθρο Ορθόδοξου περιοδικού που τόνιζε ότι για τον εκκλησιασμό μας πρέπει να ετοιμαζόμαστε ψυχικά από το σαββατόβραδο. Να κοιμόμαστε νωρίς, να ξυπνάμε νωρίς για να πηγαίνουμε με την πρώτη καμπάνα στο Ναό, να είναι καθαρό το μυαλό μας, ώστε να μετέχουμε στα τελούμενα και να επικοινωνούμε όπως θέλει ο Κύριος μαζί του για να ωφελείται η ψυχή μας.
Όταν άρχισε η συζήτηση, όλες οι κυρίες μίλησαν από την προσωπική τους πείρα για το πώς πρέπει να γίνεται ο εκκλησιασμός, για να ωφελούμαστε κάθε φορά. Μόλις δόθηκε ο λόγος και στην κυρία Ειρήνη, εκείνη σχεδόν ψιθυριστά και με κάποια δυσκολία, που φανέρωνε πόνο ψυχής, είπε: «Συμφωνώ με όλα όσα άκουσα, αλλά υπάρχουν δυστυχώς οικογενειακές καταστάσεις, λόγου χάριν ένας άπιστος και δεσποτικός σύζυγος, που εμποδίζουν τον εκκλησιασμό. Η αντίσταση πιθανόν να προκαλέσει δράματα».
Τα είπε τόσο σιγαλά που οι άλλες ούτε που τα άκουσαν. Η υπεύθυνη όμως της συγκεντρώσεως τέντωσε το αυτί της και έβαλε στην καρδιά της τα λόγια της κυρίας Ειρήνης. Και στο τέλος την πλησίασε και τα είπαν με απλότητα.
Η κυρία Ειρήνη άνοιξε την καρδιά της και της εμπιστεύθηκε ότι ο σύζυγός της λέει ότι είναι άπιστος και άθεος. Δεν θέλει να έχει σχέσεις με τους παπάδες, την παίρνει μαζί του υποχρεωτικά τα Σαββατοκύριακα στο εξοχικό τους στερώντας της τον εκκλησιασμό, μια και δεν υπάρχει κοντά Ναός. είναι αυταρχικός, δεν δέχεται κουβέντα για τα θρησκευτικά κλπ. κλπ.
– Πώς σας αφήνει όμως και έρχεστε στη συντροφιά μας;
– Δεν μ” αφήνει. Έρχομαι στα κλεφτά. Το συνδυάζω με ψώνια, με πρόβα στη μοδίστρα μου κλπ. Γι” αυτό και φεύγω στο τέλος αμέσως βιαστική.
– Πώς μάθατε για τη χριστιανική συντροφιά μας;
– Από κάποια γειτόνισσά μου που μετακόμισε στην Επαρχία. Πάντως μ” αρέσουν πολύ τα όσα συζητάτε κι ακούω. Δεν θέλω να τα χάνω. Είναι τόσο ωραία! Με γαληνεύουν. Με βοηθούν να αντιμετωπίζω την κατάσταση που ζω στο σπίτι μου.
– Αδελφή μου Ειρήνη, ο Θεός είναι μεγάλος, δεν θα σ” αφήσει, της είπε θερμά η υπεύθυνη του χριστιανικού κύκλου. Κάνε υπομονή. Θα περάσει η δοκιμασία σου. Κάνε προσευχή και μείνε πιστή στον σύζυγό σου. Δείχνε του αγάπη. Θα κάνω μαζί σου κι εγώ προσευχή για το θέμα σου. Θα πω και σε δύο φίλες μου να προσευχηθούν κι αυτές. Θέλεις να σε γνωρίσω και με τον Πνευματικό μας; Είναι άγιος ιερέας, θα σε βοηθήσει πολύ.
– Βεβαίως, το θέλω πολύ! Τώρα όμως άργησα. Θα τα ξαναπούμε…
Πέρασαν χρόνια από τότε. Η κυρία Ειρήνη δεν έχασε καμιά από τις χριστιανικές συγκεντρώσεις. Με την ίδια πάντα δίψα για τον λόγο του Θεού. Με την ίδια λιγόλογη σεμνή συμπεριφορά.
Ο Πνευματικός, τον οποίο είχε γνωρίσει εν τω μεταξύ και στον οποίο είχε εξομολογηθεί πολλές φορές, της έδινε σοφές κατά Θεόν συμβουλές για τη διαγωγή της στο σπίτι απέναντι στον άνδρα της και στα παιδιά της. Και με την ευλογία του, όταν ο σύζυγός της πήγαινε στην εργασία του και ήταν κάποια γιορτή και γινόταν θεία Λειτουργία στην ενορία τους, πήγαινε κι αυτή στη Λειτουργία και κοινωνούσε. Πόσο ευφραινόταν τις μέρες αυτές η καρδιά της! Και πόση δύναμη έπαιρνε για να υπομένει τον δύστροπο και αυταρχικό άνδρα της! Πόσες και πόσες προσευχές έκανε γι” αυτόν!…
Και κάποτε άνοιξαν ξαφνικά οι ουρανοί. Ήρθε και γι” αυτόν η ώρα της Χάριτος. Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς. Ενώ έπιναν τον πρωινό καφέ τους, η Ειρήνη δεν πίστευε σ” αυτά που άκουγε από τον άνδρα της. Της μιλούσε -πράγμα σπάνιο- σε χαμηλό τόνο.
-Γυναίκα, δεν ξέρω πώς θα σου φανεί, λέω να πάμε αύριο μαζί για το καλό του χρόνου στην εκκλησία. Έχω να πάω σε εκκλησία από μικρό παιδί. Δεν ξέρω πώς μου “ρθε, μα τελευταία το σκέφτομαι και το ξανασκέφτομαι. Τί λες; Συμφωνείς;
-Συμφωνώ, άντρα μου! Συμφωνώ, απάντησε δακρυσμένη και τον αγκάλιασε…
Και αφού έγινε η αρχή και μπήκε το νερό στο αυλάκι, η κυρία Ειρήνη γνώρισε τον άνδρα της στον Πνευματικό της και σιγά – σιγά μπήκε κι εκείνος στο δρόμο του Θεού. Εκκλησιάζονται μαζί και μελετούν μαζί τον λόγο του Θεού. Προσπαθεί τώρα ο άνδρας της να αναπληρώσει όσα είχε χάσει τόσα χρόνια που ζούσε στην απιστία. Και δοξολογεί τον Θεό για την υπομονή που χάρισε στη σύζυγό του, χάρη στην οποία βρήκε το δρόμο του.