Του αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη
62 συναντήσεις, ιερές συνάξεις, κάναμε, με την βοήθεια του Θεού, για να διαπλεύσουμε έναν μεγάλο ωκεανό, με μοναδικό κουπί την καλή μας διάθεση, την ειλικρινή μας θέληση.
Συμπλεύσαμε σε αυτό το ερμηνευτικό ταξίδι της Θείας Λειτουργίας. Με καλό καιρό, αλλά και με καταιγίδες και χιόνια ερχόσασταν να ακούσετε, αλλά και να καταθέσετε την δική σας μαρτυρία. Από την «Ευλογημένη η Βασιλεία…» μέχρι το «Δι’ ευχών…» βρεθήκατε παρόντες στην κοινή μας προσπάθεια να μην αφήσουμε ούτε μια λέξη, έννοια ή φράση που να μην σταθούμε, να μην εστιάσουμε, να μην εμβαθύνουμε. Και η προσπάθεια αυτή έγινε αβίαστα, έγινε «μετά χαράς μεγάλης».
Αλλά όλα τα καλά κάποια στιγμή τελειώνουν. Έτσι τουλάχιστον λένε. Για όλους εμάς όμως δεν τελειώνει αυτό που ζήσαμε, αντίθετα τώρα όλα αρχίζουν. Τώρα, θα έχουμε μαζί μας ότι ακούσαμε. Θα το έχουμε μέσα μας και θα το διαφυλάττουμε ως πολύτιμο θησαυρό. Σε κάθε Θεία Λειτουργία θα ανασύρονται αυθόρμητα από το νου μας όλα αυτά πού οι Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά και άλλες αγιασμένες μορφές της Πίστης μας έχουν καταθέσει. Έχουν καταθέσει την εμπειρία τους μέσω των κειμένων τους. Είναι σημαντικό τι λένε οι Πατέρες και όλες οι αγιασμένες μορφές της Εκκλησίας μας, γιατί αυτοί αποφάνθηκαν και αποφαίνονται με βάση την πείρα τους, ότι δηλαδή έζησαν. Καταθέτουν την ίδια τους την ψυχή στα κείμενά τους, βιώματα μιας αγιασμένης πορείας και ζωής που το πιστεύεις και το νιώθεις ότι είναι αληθινό και δυνατό. Οι Πατέρες αυτοί δεν ήταν, όπως νομίζουν κάποιοι, σε κάποιες παλαιότερες εποχές, αλλά ζουν και τώρα και θα ζουν πάντα γιατί θα υπάρχουν, όσο θα υπάρχει η Εκκλησία, δηλαδή αιώνια.
Τελειώνει σήμερα αγαπητοί μου η θεωρία και ξεκινάμε την πράξη. Όμως ο όρος «θεωρία», το βίωμα δηλαδή, στην Εκκλησία είναι ανώτερο από την πράξη. Όταν κάποιος γνωρίζει τις λέξεις, τις εκφράσεις των Μυστηρίων, τότε προχωράει στην διαδικασία της εμβάθυνσης. Προσπαθεί να εισέλθει στα «ενδότερα του καταπετάσματος». Προσπαθεί να μπει στον γνόφο της παρουσίας του Χριστού, που είναι ταυτόχρονα θύτης και θύμα. Όμως, όταν η γλώσσα, η τελετουργία, η «τάξις» γενικότερα, είναι γνωστά – κατανοητά θα περίμενε κάποιος να έχει φθάσει στο ποθούμενο αποτέλεσμα. Δεν είναι όμως έτσι. «Βλέπουν» όχι αυτοί που έχουν γνώσεις, αλλά όσοι διαθέτουν καθαρότητα καρδιάς. Έτσι θέλει ο Θεός! Να τον βλέπουν όσοι έχουν αγνότητα και καθαρότητα. Αν αυτά δεν υπάρχουν στις καρδιές τότε ο άνθρωπος γίνεται «μάρμαρο», λευκό μεν, αλλά παγωμένο. Βλέπει ο άνθρωπος μόνο τα ορώμενα, αλλά στερείται τα αόρατα, πού είναι πνευματικότερα και ουσιαστικότερα. Μια που το έφερε ο λόγος. Πόσο ατυχές είναι άνθρωποι, μ’ αυτήν την βάση σκεπτόμενοι, να οδηγούνται σε ακρότητες για το ποιος πάει πρώτος και ποιος δεύτερος στην Θεία Λειτουργία. Ποιος θα έχει την «πρωτοκαθεδρία». Πόσο μακριά βρισκόμαστε από τον Χριστό με μια τέτοια προσέγγιση. Τι οξύμωρο! Να μιλάς με εγωισμό για Εκείνον που είναι η «Άκρα Ταπείνωσις». Η Εκκλησία βέβαια γνωρίζοντας το «ανθρώπινο» και το εμπαθές της φύσης μας γίνεται «συμπαθής» και έχει σοφά τακτοποιήσει όλα τα ζητήματα μέχρι και τα πιο μικρά και ασήμαντα. Ωστόσο, ο Θεός, μας θέλει με μια πνευματική αρχοντιά και λεβεντιά.
Η «Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας» ως έκφραση και μόνο είναι τολμηρή, αφού αποτελεί Μυστήριο και ως τέτοιο θα έπρεπε τουλάχιστον να γινόταν από κάποιον θεοφόρο κήρυκα του Θείου λόγου, έναν άριστο λειτουργό των Μυστηρίων του Θεού. Γι’ αυτόν τον λόγο συχνά σε εκείνους ανατρέξαμε, σε Πατέρες, σε αγιασμένες μορφές του ιερού θυσιαστηρίου, που είχαν και έχουν θείες εμπειρίες. Προσπαθήσαμε να μεταφέρουμε τις εμπειρίες των μορφών αυτών για να μείνει «αμίαντος» η ερμηνευτική μας προσέγγιση. Παρουσιάσαμε το Μυστήριο και είπαμε ότι η Θεία Ευχαριστία είναι το μείζων, είναι το ανώτερο πού μπορεί να γίνει κάτω στην γη. Είναι τόσο απλό και συνάμα τόσο δυνατό αυτό. Λίγος άρτος και οίνος γίνονται Σώμα και Αίμα Χριστού. Ο Θεός «έρχεται» ανάμεσά μας με την μορφή αυτή και ο άνθρωπος θεοποιείται μέσω αυτών.
Η Θεία Λειτουργία προσφέρει φως και απομακρύνει από το σκοτάδι, το κάθε σκοτάδι. Υψώνει τον άνθρωπο, τον καθιστά πολίτη της Βασιλείας Του, μιας Βασιλείας που ξεκινά από την παρούσα ζωή και οδηγεί στα έσχατα, τα οποία βιώνονται επί γης «εν δυνάμει». Η Θεία Λειτουργία είναι παράδεισος που βιώνεται, από αυτούς πού θέλουν να μετέχουν στο κοινό τραπέζι, πού προσφέρεται «κατά πάντα και διά πάντα». Αλλά και «γλέντι» είναι η Θεία Λειτουργία, στο οποίο πανηγυρίζουμε την νίκη του θανάτου, που είναι ο μεγάλος μας φόβος. Με την μετοχή μας σ’ αυτήν την γιορτή «αφθαρτοποιούμαστε». Οι ευχές της Θείας Μετάληψης που αναλύσαμε, αλλά και της Ευχαριστίας που ακολουθεί, αυτό ακριβώς επισημαίνουν και τονίζουν. Την χαρά της μετοχής και την νίκη του θανάτου από την μία, αλλά και την αναγνώριση της αμαρτωλότητας από την άλλη. Η δεύτερη οδηγεί στην πρώτη, είναι αμφίδρομη η μεταξύ τους σχέση.
Η Θεία Λειτουργία είναι χαρά και έχει πάντοτε αναστάσιμο χαρακτήρα. Μέτοχοι της χαράς αυτής και της αναστάσεως καλούμαστε να γίνουμε όλοι. Ο καθένας όμως αντλεί «καθώς ηδύναντο». Μία πύλη είναι η Θεία Ευχαριστία που μας ανοίγει τον δίαυλο της επικοινωνίας μας με τον Θεό. Έτσι είχαμε πει ότι μοιάζει η Ωραία Πύλη. Όταν ανοίγει και ακούμε το «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε», είναι σαν να ανοίγει η πύλη τού ουρανού, αυτό νιώθουμε. Όταν ανοίγει λοιπόν ο ουρανός, κατέρχεται ο Χριστός για μια φορά ακόμα ανάμεσά μας γιατί θέλει να μείνει μαζί μας.
Αλλά και Θάλασσα είναι η Θεία Λειτουργία από την οποία ο καθένας λαμβάνει ανάλογα με το άντλημά του. Και δείπνο είναι, πού ο καθένας μας, που ανήκουμε στην Εκκλησία Του, έχουμε την θέση μας. Είναι τιμητική η θέση μας αυτή γιατί συνδειπνούμε με τον Ίδιο, τον Δημιουργό αυτού του κόσμου.
Από την συνοδοιπορία μας τόσο καιρό, από την μελέτη πρωτίστως των ερμηνευτικών σχολίων περί της Θείας Λειτουργίας πιστεύω ότι ωφελήθηκαν όλοι. Εν πρώτοις εγώ προσωπικά και το εννοώ αυτό, γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να μελετήσω σχετικά κείμενα με το σημαντικό αυτό θέμα μας. Πιστεύω όμως ότι και όλοι εσείς μάθατε αρκετά και σημαντικά στοιχεία, ιστορικά λειτουργικά και άλλα. Μάθατε ενδιαφέροντα στοιχεία για το μεγάλο αυτό Μυστήριο της Πίστης μας. Κάθε φορά που σταματούσαμε σε κάποιο σημείο την ερμηνευτική προσέγγισή μας, κάτι καινούργιο μαθαίναμε, κάτι νέο ανακαλύπταμε. Στεκόμασταν για λίγο και θαυμάζαμε τα μεγαλεία του Θεού. Πράγματι, και κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, όσες φορές βρεθούμε στον ναό και μετέχουμε στο Μυστήριο, κάτι καινούργιο ανακαλύπτουμε, κάτι καινούργιο ζούμε, πρέπει να ζούμε. Ποτέ η Θεία Λειτουργία δεν είναι εντελώς ίδια με μία άλλη. Κάθε Λειτουργία είναι μοναδική.
Ας δούμε όμως πιο συγκεκριμένα την πορεία της ερμηνευτικής προσπάθειάς μας.
Αρχικά, είχαμε αναφέρει την προετοιμασία που χρειάζεται για να τελέσουμε την Θεία Λειτουργία, ονομάζεται αυτή η προετοιμασία, «Προσκομιδή». Την έχουν χαρακτηρίσει «Λειτουργία εν εμβρύῳ» γιατί αυτό ακριβώς είναι. Ο ιερέας πού θα λειτουργήσει αφού πάρει «καιρό», δηλαδή αφού λάβει την ευλογία από τον Επίσκοπο (γιατί αρχικά άλλωστε μόνο ὁ αρχιερέας λειτουργούσε), πηγαίνει στο αριστερό κλίτος του ιερού βήματος, όπου συνήθως βρίσκεται η Προσκομιδή και ετοιμάζει το πρόσφορο, το νάμα και το νερό που θα χρειαστεί για την τέλεση του Μυστηρίου. Εκεί θα «προσκομίσει» λοιπόν βγάζοντας την κεντρική μερίδα που γράφει «Ιησούς Χριστός Νικά» και θα βγάλει από το πρόσφορο την μερίδα της Παναγίας και των ταγμάτων. Εκεί θα κάνει και την μνημόνευση των ζώντων και των κεκοιμημένων. Η Προσκομιδή γίνεται κατά την διάρκεια του όρθρου συνήθως, αλλά παλαιότερα «έκλεινε» λίγο πριν την Μεγάλη Είσοδο. Μετά το τελευταίο μέρος του όρθρου, δηλαδή κατά την δοξολογία, ετοιμάζεται ο λειτουργός για να ξεκινήσει η Θεία Λειτουργία. Το ίδιο γίνεται και όταν έχουμε συλλείτουργο, όταν δηλαδή έχουμε από δύο και πάνω ιερείς πού λειτουργούν ή και τον Αρχιερέα προεξάρχοντα της Ευχαριστιακής Συνάξεως.
Η έκφραση «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός, και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…» είναι αυτή πού εκφωνεί ο λειτουργός και ξεκινά το Μυστήριο. Όντως είναι Βασιλεία αυτή πού προεξαγγέλει ο ιερέας στην οποία μας ζητά, μεταφέροντας το μήνυμα του Θεού, να γίνουμε όλοι πολίτες. Έχουμε συχνά τονίσει ότι ο λαός μέσα στον ναό εκπροσωπείται από τους ψάλτες, οι οποίοι στα λειτουργικά βιβλία ονομάζονται «χορός». Όλος ο λαός μέσα στην λατρεία συμμετέχει και δεν παρακολουθεί, όπως συχνά άστοχα λένε. Μετέχει με τα «Κύριε ελέησον», «παράσχου Κύριε», «Αμήν» κ.τ.λ. Είναι στιγμές μέσα στην Θεία λειτουργία πού ο λειτουργός απευθύνεται στον Θεό, ή μιλά στον λαό. Και ο λαός πάλι μπορεί να απευθύνεται στον Θεό ή στον λειτουργό. Πρόκειται για «Θείο δράμα» που ο καθένας έχει τον «ρόλο» του.
Στην συνέχεια της Θείας Λειτουργίας έχουμε τα λεγόμενα «ειρηνικά» που είναι αιτήματα περί ειρήνης. Ειρήνης προερχομένης «άνωθεν», «εσωτερικής ειρήνης και πιο γενικά «ειρήνης του σύμπαντος κόσμου». Στα αιτήματα αυτά συμπεριλαμβάνονται όλα τα αναγκαία για τον άνθρωπο. Πρωτίστως, η σωτηρία του, η υγεία του και τα αναγκαία για την διαβίωσή του. Φαίνεται, και μέσα από αυτά, η μέριμνα της Εκκλησίας για τον όλο άνθρωπο. Μετά από τους ψαλμούς προς την Παναγία και τον Χριστό ( Ταίς πρεσβείαις της Θεοτόκου…και Σώσον ημάς Υιέ Θεού…ψάλλεται το παλαιοχριστιανικό «Ο μονογενής Υιός και λόγος του Θεού…» που είναι ένα μικρό «πιστεύω». Χρειάζεται στο σημείο αυτό η ομολογία αυτή, κυρίως για αυτούς που θα αποχωρήσουν, δηλαδή τούς κατηχούμενους. Πράγματι, θα αποχωρήσουν από τον ναό σε λίγο οι κατηχούμενοι, ως αβάπτιστοι που είναι ακόμα, και καταθέτουν με τον ύμνο αυτό την Πίστη τους στην Αγία Τριάδα, ενώπιόν Του.
Στην συνέχεια έχουμε την είσοδο του Ευαγγελίου. Εδώ έχουμε μια σύνθεση τελετουργικών στοιχείων πού αφορούν σε πρακτικά θέματα, που όμως έχουν και βαθύτερο θεολογικό περιεχόμενο. Υπάρχει από κάποιους έντονο στην ερμηνευτική προσέγγιση της λατρείας το στοιχείο της αλληγορίας, όπως υπάρχουν και άλλες μέθοδοι ερμηνείας και εξήγησης. Με βάση αυτές τις προσεγγίσεις η «είσοδος του Ευαγγελίου» είναι η εμφάνιση του Χριστού στον κόσμο, στην δημόσια δράση Του. Στην συνέχεια έχουμε τα ανάγνωσμα των διατεταγμένων περικοπών από τον Απόστολο και το Ευαγγέλιο. Η σωστή σειρά θέλει μετά από την ανάγνωσή τους να ακολουθεί το κήρυγμα. Συχνά δεν τηρείται η τάξη αυτή γιατί δεν έχουν προσέλθει αρκετοί από το εκκλησίασμα ακόμα στον ναό.
[irp posts=”520323″ name=”Οταν λέμε το Κομποσχοίνι…”]
Ο Χερουβικός Ύμνος πού θα ψαλεί στην συνέχεια είναι ένα «μαργαριτάρι» της ψαλτικής τέχνης. Ψάλλεται σε όλους τούς ήχους της βυζαντινής μουσικής. Παρουσιάζει τους πιστούς ως έχοντες την θέση των αγγέλων που δορυφορούν γύρω από τον θρόνο του Θεού και προτρέποντάς τους να αφήσουν κάθε ανθρώπινη μέριμνα και να υποδεχθούν τον Βασιλέα Χριστό. Αυτή που ακολουθεί είναι η λεγόμενη «Μεγάλη Είσοδος» ή «Είσοδος των Αγίων». Ο λειτουργός στην είσοδο αυτή μεταφέρει τα Τίμια δώρα από την Προσκομιδή στην Αγία Τράπεζα. Ακολουθούν και πάλι αιτήσεις υπέρ των πιστών, η αλληλοσυγχώρεση, που σήμερα υφίσταται μόνο μεταξύ των λειτουργών ιερέων και στην συνέχεια «το Πιστεύω», το Σύμβολο της Πίστεως. Ακολούθως προχωρούμε στην αγία Αναφορά, στο τμήμα δηλαδή της Θείας Λειτουργίας πού γίνεται το θαύμα της μεταβολής του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Ακούγονται αρχικά τα ιδρυτικά λόγια του Μυστηρίου, δηλαδή το «Λάβετε φάγετε..» και το «Πίετε εξ αυτού..», τα οποία είπε ο Χριστός στους μαθητές του κατά το Μυστικό Δείπνο. Με την επίκληση από τον λειτουργό του αγίου Πνεύματος γίνεται λοιπόν αυτή η μεταβολή και πλέον έχουμε τον Χριστό ενώπιόν μας και σωματικά παρόν. Χαρακτηριστική είναι η κατάληξη της ευχής της αναφοράς που μνημονεύονται αυτοί για τους οποίους τελείται η Ευχαριστία. Έτσι, ακούμε για τους Πατέρες, τους Προπάτορες, τους Προφήτες, τους Αποστόλους, ….κυρίως όμως και «εξαιρέτως» «της Παναγίας, Αχράντου, Υπερευλογημένης, Ενδόξου δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας…». Τότε είναι η στιγμή που ακούγεται με δυνατή φωνή από τους ψάλτες, αλλά και από όλο το εκκλησίασμα ο πιο γνωστός ύμνος προς την Παναγία, το «Άξιον εστί..». Την ίδια στιγμή ο ιερέας κατά την διάρκεια της ευχής που διαβάζει, μνημονεύει ενώπιόν Του ζώντες και κεκοιμημένους. Το πρώτο πού κάνει λοιπόν όταν «δει» τον Χριστό ο λειτουργός είναι να σπεύσει για να προσευχηθεί για όλον τον κόσμο, και ιδιαίτερα για όσους του το έχουν ζητήσει. Πόσες φορές δεν φθάνει σε διάρκεια ο χρόνος που λέγεται ο ύμνος της παναγίας, γιατί υπάρχει πλήθος ονομάτων που έχουν ζητήσει βοήθεια; Όμως και αν δεν ειπωθούν ονομαστικά ο Θεός γνωρίζει τις ανάγκες τους και βοηθά την κάθε ψυχή ξεχωριστά. Την ιερή αυτή στιγμή, όλοι όμως τώρα, και όχι μόνο ο ιερέας, προσεύχονται για πρόσωπα πού θέλουμε και έχουν ανάγκη. Η προσευχή μας έχει μεγάλη δύναμη τώρα γιατί γίνεται από όλη την «Σύναξη» των πιστών. Έτσι, με τον τρόπο αυτό, μπορούμε να βοηθήσουμε τον ασθενή, τον δυσκολεμένο, αλλά εκεί θα «συναντήσουμε» και τους κεκοιμημένους συγγενείς μας. Είναι «τόπος συνάντησης» για όλους η Θεία Λειτουργία, για ζώντες και νεκρούς, για όλους!
Μετά το σημείο αυτό και πάλι έχουμε εκφώνηση αιτήσεων περί των πιστών και στην συνέχεια προχωρούμε στην απαγγελία της Κυριακής προσευχής, στο «Πάτερ ημών». Είναι τότε που ομολογούμε τον Θεό Πατέρα μας και επίσης ταυτόχρονα αναγνωρίζουμε την μεταξύ μας αδελφότητα. Αφού έχουμε ομολογήσει την κοινή Πίστη μας, έχουμε συγχωρεθεί μεταξύ μας και αφού έχουμε ονομάσει τον Θεό κοινό μας Πατέρα, προχωρούμε προς την Θεία Μετάληψη. Είναι μια ολόκληρη ακολουθία η Θεία Μετάληψη, που ξεκινάει από την προηγούμενη μέρα με ευχές που διαβάζουμε στις οικίες μας. Μπαίνοντας στην σειρά για να κοινωνήσουμε κορυφώνεται η καλή αγωνία μας, ψιθυρίζοντας: «Του δείπνου σου του μυστικού…» κ.τ.λ. Πλέον είμαι «μόνος μόνῳ θεώ». Ακούω το κέλευσμα του διακόνου «Πρόσχωμεν» και την συνέχεια από τον ιερέα πού εκφωνεί «τα άγια τοις αγίοις». Τα τίμια δώρα, λοιπόν, προσφέρονται στους αγίους. Μα ποιοι είναι οι άγιοι; Εν δυνάμει άγιοι, είναι οι πιστοί, που γίνονται άγιοι όταν ενωθούν με τον Ένα όντως Άγιο, τον Χριστό.
Αφού κοινωνήσουμε, με προσοχή αποχωρούμε χωρίς να στρέψουμε την πλάτη μας στον «βασιλέα των όλων». Τότε σκεπτόμαστε, ευχόμαστε, ότι επιθυμούμε γιατί ὁ Χριστός δεν είναι μόνο πολύ κοντά μας, δίπλα μας, πάνω μας, αλλά μέσα μας. Και για λίγο αναλογιζόμαστε αυτό που κάναμε, δηλαδή με ποιόν ενωθήκαμε. Του λέμε μετά όλα τα αιτήματά μας και όταν είμαστε προετοιμασμένοι αναλόγως του λέμε το «νυν απολύεις», δηλαδή σε πιο απλή γλώσσα, Κύριε τώρα ας πεθάνω! Αρκεί που τώρα είσαι μέσα μου και εγώ μέσα σου.
Μετά, το επόμενο μέρος της Θείας Λειτουργίας ονομάζεται ευχαριστία. Λέγεται έτσι γιατί αυτό ακριβώς είναι. Ευχαριστούμε τον Θεό που ήρθε και που μας αξίωσε την κοινωνία μας μαζί Του. Όχι όμως μόνο όσοι κοινώνησαν, αλλά όλοι οι παρόντες της Σύναξης τον ευχαριστούν γιατί ήρθε ανάμεσά μας. Όλοι αναφωνούν ότι είδαν το «φως το αληθινό», ότι έλαβαν το άγιο Πνεύμα και στην συνέχεια ότι το όνομα του Κυρίου είναι ευλογημένο τώρα, αλλά και πάντοτε. Όλα αυτά γίνονται σε ένα κλίμα πανηγυρικό, αναστάσιμο, νικηφόρο. Όλα αυτά ερμηνεύονται από την χαρά της θεοκοινωνίας και την χαρά ότι ο θάνατος που φαινόταν ανίκητος νικήθηκε. Η Θεία Λειτουργία έχει αναστάσιμη χαρά πού δεν μπορείς να περιγράψεις, αλλά ο καθένας την νιώθει μοναδικά μέσα στην ψυχή του, στην ύπαρξή του. Η Θεία Λειτουργία είναι ένας στίβος, στον οποίο μπαίνεις, αγωνίζεσαι και απολαμβάνεις. Το τελικό αυτό όμως αποτέλεσμα που νιώθεις δεν είναι δικό σου, αλλά χάρισμά Του. Πηγή αστείρευτη είναι η Θεία Λειτουργία, που δροσίζει τον πιστό, τον δυναμώνει. Στην πηγή αυτή πλησιάζουν οι άνθρωποι σαν διψασμένα ελάφια και νιώθουν την δροσιά της. Αυτή έχει το «αθάνατο νερό», πού σε κάνει να ζεις και όταν πεθαίνεις!
Αν κάποιος, τώρα που τελειώσαμε τις συνάξεις μας, σας ρωτούσε «Ποια είναι η πιο σημαντική ώρα στην Θεία Λειτουργία;». Νομίζω θα απαντούσατε ότι καταρχήν δεν χωρίζεται το Μυστήριο, είναι ένα όλον. Αλλά γενικότερα θα λέγαμε ότι έχουμε μια ανοδική πορεία από τα υψηλά στα υψηλότερα. Κορύφωση βέβαια αποτελεί η μεταβολή των Τιμίων Δώρων, το μεγάλο θαύμα είναι αυτό, όπως και η μετοχή μας στην κοινή αυτή Δεσποτική τράπεζα, στην οποία όλους μας καλεί. «Όσοι πιστοί προσέλθετε» αλλά και «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι».
Ευχόμαστε όλοι μας και εμείς και εσείς, να ζούμε το ιερό αυτό Μυστήριο της Εκκλησίας δυνατά μέσα στην ύπαρξή μας.