Η έμμηνος ρύση των γυναικών απασχολεί, εκκλησιαστικώς, πολλούς χριστιανούς και ειδικά τις χριστιανές γυναίκες. Υπάρχουν διάφορες απορίες πάνω στο θέμα. Μπορούν οι γυναίκες, κατά την χρονική διάρκεια της έμμηνου ρύσης, να μπαίνουν στον ναό, να προσκυνούν τις εικόνες…
να παίρνουν αντίδωρο, να μετέχουν στη θεία λατρεία, να εξομολογούνται και να κοινωνούν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού; Θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε το θέμα, μέσα από τους κανόνες της Εκκλησίας και την διδασκαλία των αγίων Αποστόλων και Πατέρων.
Ας δούμε κατ’ αρχάς τον Β’ κανόνα του αγίου Διονυσίου Αλεξανδρείας, ο οποίος είναι και ο μόνος κανόνας που ασχολείται ειδικώς με το θέμα και συμπεριλαμβάνεται στο Πηδάλιο. Γράφει στο Πηδάλιο: «Ερωτηθείς ο άγιος, αν οι γυναίκες κατά την έμμηνο ρύση μπορούν να μπαίνουν στον ναό του Θεού, απάντησε ότι αυτό δεν είναι ανάγκη μήτε να το ερωτούν, επειδή εκείνες οι γυναίκες αν έχουν την πρέπουσα ευλάβεια στα θεία, από μόνες τους δεν θα θέλουν να τολμήσουν ποτέ να πλησιάσουν την Αγία Τράπεζα και να μεταλάβουν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, όσο βρίσκονται ακόμη στη κατάσταση της έμμηνου ρύσης. Διότι μπορούν να ενθυμηθούν την αιμορροούσα εκείνη γυναίκα, η οποία διά την ρύση του αίματός της, δεν τόλμησε από πολλή ευλάβεια να πιάσει το σώμα του Χριστού, αλλά μόνο την ποδιά των ιματίων Του. Μπορούν όμως να προσεύχονται είτε στο σπίτι τους, είτε ευρισκόμενες στον πρόναο του Ναού και να παρακαλούν τον Θεό ζητώντας βοήθεια και σωτηρία, από Αυτόν. Κωλύεται όμως να πλησιάζει τα άγια των αγίων, δηλαδή, να μεταλάβει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, εκείνος που είναι ακάθαρτος στη ψυχή και στο σώμα, όπως ακάθαρτη στο σώμα είναι και η γυναίκα που βρίσκεται στην κατάσταση της έμμηνου ρύσης». (Πηδάλιο σελ. 445-446).
Ας δούμε τι γράφει ο άγιος Διονύσιος και να καταλάβουμε τι μας λέει όχι κατά το γράμμα αλλά κατά το πνεύμα του κανόνα.
Το πρώτο που όλοι καταλαβαίνουμε είναι ότι ο κανόνας αυτός, μας λέει ότι οι γυναίκες που βρίσκονται στην διάρκεια της έμμηνου ρύσης, δεν μπορούν να μεταλαμβάνουν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, λόγω ευλάβειας (δύο φορές επαναλαμβάνει την λέξη ευλάβεια) και όχι λόγω αμαρτίας ή πνευματικής ακαθαρσίας. Η έμμηνος ρύση είναι φυσική κατάσταση καθαρισμού του γυναικείου σώματος. Έτσι ως φυσική κατάσταση, δεν είναι κακό.
Οι Αποστολικές Διαταγές στο στ’ βιβλίο γράφουν: «Ούτε η ερωτική συνεύρεση μέσα στον νόμιμο γάμο, ούτε η κατάσταση της λοχείας, ούτε η ρύση του αίματος των γυναικών, ούτε η ονείρωξη (αθέλητη εκσπερμάτωση κατά τον ύπνο), μπορούν να μολύνουν την ανθρώπινη φύση ή να την χωρίσουν από την χάρη του Αγίου Πνεύματος, παρά μόνο η ασέβεια και η παράνομος πράξη».
Ο άγιος Αθανάσιος στο έργο του «περί ενανθρωπήσεως, γράφει: «ου γαρ ήλθεν την φύσιν ανήλεν, αλλά την προαίρεσιν διορθώσαι». Ο Υιός δεν ενανθρώπησε για να καταργήσει την ανθρώπινη φύση, η οποία δεν ευθύνεται για την πτώση, αλλά ενανθρώπησε για να θεραπεύσει την ελευθερία της θέλησης, αφού αυτή ευθύνεται για την πτώση στην αμαρτία.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει στο έργο του «Ακριβής έκδοσης της Ορθοδόξου πίστεως»: «Δημιούργησε λοιπόν ο Θεός τον άνθρωπο ως φύση αναμάρτητη και θέληση αυτεξούσια. Αναμάρτητο τον θεωρώ όχι γιατί δεν επιδέχεται αμαρτία (μόνο το θείο δεν επιδέχεται αμαρτία), αλλά γιατί δεν έχει στη φύση του την τάση προς την αμαρτία, ενώ φυσικά την έχει στην προαίρεση, στην ελευθερία της θέλησης».
Ο ιερός Χρυσόστομος, αναφερόμενος στην έμμηνο ρύση λέει: «Ούτε αληθινή αμαρτία είναι αυτά, ούτε ακαθαρσία».
Ο όσιος Θεοδώρητος γράφει: «Αυτά που γίνονται φυσικώς ούτε ακαθαρσία είναι».
Και ο όσιος Διόδωρος λέει: «Τίποτα δεν είναι ακάθαρτο, παρά μόνο η πονηρή διάθεση».
Είναι ξεκάθαρο για τους Αποστόλους και τους Πατέρες ότι η αμαρτία και η πνευματική ακαθαρσία αναφέρεται στην προαίρεση και όχι στη φύση. Έτσι και η έμμηνος ρύση, η οποία είναι φυσική κατάσταση του σώματος ούτε αμαρτία είναι, ούτε ακαθαρσία. Λέγεται καταχρηστικώς ακαθαρσία σωματική, μόνο σε σύγκριση με τις άλλες φυσικές ακαθαρσίες, όπως είναι οι μίξες, οι κυψελίδες των αυτιών, οι τσίμπλες, τα φλέματα, τα ούρα και τα απορρίμματα. Έτσι λοιπόν μόνο από θέμα ευλάβειας, δεν μπορεί η γυναίκα με έμμηνο ρύση να μετέχει στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Όπως δηλαδή, κάποιος δεν θα πάει να κοινωνήσει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, τρέχοντας από τη μύτη του μίξες, αλλά αφού πρώτα θα καθαρίσει το σημείο του σώματός του, γύρω από τη μύτη του και το στόμα του, θα προσέλθει στην θεία Κοινωνία, έτσι και η γυναίκα με έμμηνο ρύση, θα περιμένει να καθαρισθεί από την έμμηνο ρύση και μετά θα προσέλθει να κοινωνήσει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Εκτός αν υπάρχει σοβαρή ασθένεια και κίνδυνος θανάτου, κοινωνεί το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και με έμμηνο ρύση, όπως γράφει ο άγιος Νικόδημος, στις υποσημειώσεις του κανόνα του αγίου Διονυσίου.
Υπάρχει μία πρόταση στον κανόνα αυτόν του αγίου Διονυσίου, η οποία έχει επιφέρει σύγχυση σε πολλούς. Γράφει ο άγιος Διονύσιος: «Οι γυναίκες με έμμηνο ρύση μπορούν να προσεύχονται είτε στο σπίτι τους, είτε στον πρόναο του Ναού». Αυτό «στον πρόναο του ναού», κάνει πολλούς να πιστεύουν ότι οι γυναίκες με έμμηνο ρύση, δεν μπορούν να εισέλθουν στον κυρίως ναό και να μετέχουν στη θεία λατρεία. Να δούμε τι σημαίνει «να προσεύχονται στον πρόναο».
Στους χρόνους που ζει ο άγιος Διονύσιος, 3ος αιώνας μ.Χ, η κοινή λατρεία αναφέρεται μόνο ως προς την σύναξη των πιστών, της τέλεσης δηλαδή της Θείας Λειτουργίας. Η Θεία Λειτουργία διαιρείται σε δύο μέρη. Πρώτον στο θεολογικό μέρος, το οποίο αρχίζει με την εκφώνηση «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος..» και τελειώνει με την ανάγνωση του ευαγγελίου και το κήρυγμα του θείου λόγου. (Η θέση του κηρύγματος είναι μετά την ανάγνωση του ευαγγελίου) Μετά το κήρυγμα ο διάκονος εκφωνεί: «Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε, οι κατηχούμενοι προέλθετε. Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε, μη τις των κατηχουμένων. Όσοι πιστοί έτι και έτι του Κυρίου δεηθώμεν». Δηλαδή εντέλει ο διάκονος λέγοντας: «Όσοι είναι στην τάξη των κατηχουμένων, αβάπτιστοι δηλαδή, βγείτε έξω από τον κυρίως ναό στον πρόναο, κανείς αβάπτιστος δεν μπορεί να μείνει και να συμμετέχει στο δεύτερο μέρος της Θείας Λειτουργίας και να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού». Και αφού έβγαιναν όλοι οι αβάπτιστοι, ο διάκονος λέει: «Όσοι λοιπόν μείναμε που είμαστε βαπτισμένοι, ας προσευχηθούμε στον Κύριο». Και: «Τας θύρας τας θύρας εν σοφία πρόσχωμεν». Η ερμηνεία των αισθητών είναι: «κλείστε καλά τις πόρτες για να μην εισέλθει κανείς από αυτούς που δεν πρέπει στο δεύτερο μέρος της Θείας Λειτουργίας», και η πνευματική ερμηνεία είναι: «Ας κλείσουμε τις θύρες των αισθήσεων και μέσα στην καρδιά μας ας τελέσουμε την αναίμακτη λατρεία». Μαζί με τους αβάπτιστους έβγαιναν από τον κυρίως ναό και στέκονταν στον πρόναο και αυτοί οι οποίοι ήσαν βαπτισμένοι, αλλά είχαν πέσει σε αμαρτήματα τέτοια, τα οποία τους εμπόδιζαν από την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Αυτοί αποτελούσαν την τάξη των προσκλαιόντων, γιατί παρακαλούσαν κλαίγοντας τον Θεό και αυτούς τους οποίους έμεναν στη Θεία Λειτουργία, να προσευχηθούν γι αυτούς, να τους συγχωρήσει ο Θεός.
Έτσι από το σημείο αυτό αρχίζει το δεύτερο μέρος της Θείας Λειτουργίας, το θεουργικό, στο οποίο παρέμεναν όλοι αυτοί που θα συμμετείχαν στη Θεία Κοινωνία. Μόνο αυτοί οι οποίοι θα κοινωνούσαν, έμεναν μέσα στη Θεία Λειτουργία. Τώρα καταλαβαίνουμε γιατί ο άγιος Διονύσιος αναφέρει ότι οι γυναίκες με έμμηνο ρύση, μπορούν να προσεύχονται στον πρόναο. Γιατί αυτές οι γυναίκες δεν θα κοινωνούσαν, και δεν είχαν λόγο να παραβρίσκονται μέσα στον κυρίως ναό, στο θεουργικό μέρος της Θεία Λειτουργίας. Γιατί μέσα στη Θεία Λειτουργία έμεναν όσοι μπορούσαν να κοινωνήσουν, όπως λέει ο 9ος Αποστολικός κανόνας, ο οποίος αφορίζει όποιον πιστό, που δεν έχει κώλυμα, δεν παραμένει στη Θεία Λειτουργία και δεν κοινωνεί των Αγίων Μυστηρίων.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η γυναίκα που βρίσκεται σε έμμηνο ρύση, μπορεί να συμμετέχει σε όλα τα εκκλησιαστικά, εκτός της συμμετοχής στην κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, καθώς ο άγιος Διονύσιος είναι συγκεκριμμένος, «δεν θα τολμήσουν να πλησιάσουν την Αγία Τράπεζα και να κοινωνήσουν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού», και αυτό όχι γιατί είναι ανάξια πνευματικά, αλλά λόγω ευλάβειας. Καθότι και ο άγιος Διονύσιος γράφει στο τέλος του κανόνα, ότι κανένας, άνδρας ή γυναίκα δεν μπορεί να συμμετέχει στη κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, αν είναι ακάθαρτος στη ψυχή ή στο σώμα.
π. Παναγιώτης Βαρδουνιώτης
Εφημέριος Ι. Ναού Αγίου Σπυρίδωνος Ν. Ιωνίας