Δύο μοναχοί πορεύονταν προς το ησυχαστήριό τους.
Στη διαδρομή πέρασαν από έναν ορμητικό ποταμό, όπου συνάντησαν μια γυναίκα η οποία έδειχνε απελπισμένη καθώς αδυνατούσε να περάσει μόνη της στην απέναντι όχθη.
Ο γηραιότερος από τους μοναχούς την καθησύχασε και προσφέρθηκε να την πάρει στην πλάτη του για να διασχίσουν μαζί τον ποταμό. Έτσι κι έγινε. Η γυναίκα τους ευχαρίστησε και συνέχισε τον δρόμο της, όπως έκαναν και οι δύο μοναχοί. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους, ο πιο νέος μοναχός ρώτησε γεμάτος απορία τον γηραιότερο:
«Πώς μπόρεσες, γέροντα, να περάσεις τη γυναίκα απέναντι, δεν κουράστηκες;».
Και ο γέροντας του απάντησε: «Καθόλου. Εσύ μάλλον πρέπει να αισθάνεσαι πιο ταλαιπωρημένος, γιατί, ενώ εγώ έκανα πέντε λεπτά να διασχίσω τον ποταμό με τη γυναίκα στην πλάτη μου, εσύ την κουβαλάς ακόμα!».