π.Παύλος Παπαδόπουλος
Φέτος το καλοκαίρι πολλά παιδιά που ήρθαν στις κατασκηνώσεις της Μητροπόλεώς μας πέρασαν από το πετραχήλι μου. Μερικά για πρώτη φορά εξομολογήθηκαν. Το καθένα με την δική του ιστορία, με τις δικές του απορίες, με την δική μετάνοια.
Μερικά όμως παιδιά είχανε τέτοια συναίσθηση του Μυστηρίου που πραγματικά διδάχτηκα και συγκινήθηκα.
Πως να ξεχάσω το μικρό εκείνο αγόρι που κάθισε στην καρέκλα, δίπλα μου, κάτω από την βελανιδιά και άρχισε χωρίς δικαιολογίες να ομολογεί τα δικά του λάθη, τις ελλείψεις του, την αγωνία του να γίνει του Χριστού χωρίς να αναφερθεί σε λάθη άλλων. Αναλάμβανε πλήρως την ευθύνη της ζωής του, των επιλογών του. Να μου μιλά τόσο συγκροτημένα, τόσο ξεκάθαρα και ταπεινά που θαύμασα το ήθος του παιδιού αυτού, την σκέψη του, την μετάνοιά του.
Πώς να ξεχάσω το μικρό εκείνο κορίτσι που μετά από την εξομολόγησή της άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
“Θέλω κάτι τελευταίο να σας πω πάτερ”, μου είπε μέσα στα δάκρυα.
Πάγωσα. Σκέφτηκα ότι τώρα, για το τέλος, είχε αφήσει αυτό το σημαντικό που ήθελε να μου πει. Νόμιζα ότι θα μου αναφέρει κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Το κοριτσάκι έκλαιγε. Την άφησα να ξεθυμάνει. Όταν ηρέμησε, με το βλέμμα σκυμμένο, άνοιξε το ευλογημένο της στόμα:
“πάτερ…πρέπει να το πω, προσπαθώ αλλα…δεν έχω αγάπη για τον Θεό, δεν Τον ευχαριστώ όσο θα έπρεπε για όλα όσα μου έχει χαρίσει…παλαιότερα Τον αγαπούσα πιο πολύ, πιο έντονα…”.
Δεν μπορούσα να πιστέψω τι άκουγα. Είχα μπροστά μου ένα κοριτσάκι που μόλις άρχισε το γυμνάσιο κι όμως είχε εμβαθύνει τόσο πολύ στα πνευματικά. Έκλαιγε όχι γιατί κάτι “στράβωσε” στην ζωή της, όχι γιατί κάποιοι την αδίκησαν, όχι γιατί έψαχνε την δικαίωση, αλλά διότι ένιωθε ότι είναι αχάριστη απέναντι στο Φιλάνθρωπο Θεό. Τι ταπείνωση και απλότητα ήταν αυτή! Δεν την συναντάς εύκολα τέτοια πνευματική εργασία ούτε ακόμα και σε μοναχούς και μοναχές.
Και εγώ ο ταλαίπωρος δεν άντεξα, λύγισα. Πώς να μην λυγίσεις μπροστά σ’αυτό το κάλλος; Αν άνοιγα το στόμα μου θα πνιγόταν οι λέξεις μέσα στα κλάματα. Εκείνη την στιγμή ένιωσα μια απίστευτη ιερότητα, μια πρωτόγνωρη κατάνυξη. Είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο που αγωνιούσε τόσο πολύ για την σχέση του με τον Θεό που έκλαιγε. Έκλαιγε και ζητούσε βοήθεια. Έκλαιγε και ζητούσε παρηγοριά.
Τελικά τη είπα κάποια πράγματα. Λίγο ειρήνευσε αλλά τα μάτια της είχανε ακόμα εκείνη την ιερή αγωνία να αγαπήσει τον Χριστό με όλο της το είναι, με όλη της την ύπαρξη. Της διάβασα την συγχωρετική ευχή. Σηκώθηκε παίρνοντας μια ανάσα βαθιά. Της χαμογέλασα και μου χαμογέλασε. Άρχισε να απομακρύνεται και ένιωσα ότι φεύγει μακρυά μου κάποιος άνθρωπος του Θεού.
Τι φοβερό; Μικρά παιδιά με τόσο μεγάλες ψυχές, τόσο εκλεπτυσμένη συνείδηση, τόσο βάθος πνευματικό.
Μετά από εκείνη την εξομολόγηση θυμάμαι έκανα ένα διάλειμμα. Δεν μπορούσα να συνεχίσω έτσι απλά. Έπρεπε να σταθώ για λίγο μόνος για να πω στο Θεό “Σ’ ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ που μου δείχνεις πως είναι αυτοί που δεν συμβιβάζονται με κάτι λίγο από Εσένα. Σ’ ευχαριστώ που μου δείχνεις πως είναι οι Άγιοι”