Διηγείται ένας φίλος, αυτόπτης μάρτυρας τού συμβάντος.
” … πέθαινε η μάνα μου, μού είπε. Καί πάνω στό τέλος της δέν ανεγνώριζε ούτε εμάς, τά παιδιά της. Τά μάτια της σφαλισμένα. Καί μόνο η αναπνοή της έδειχνε ένα υπόλειμμα ζωής πού ακόμα είχε.
Τότε, εκεί πάνω στό τέλος, άρχισε η μάχη. Κι΄ εμείς τά παιδιά της, οι παρατηρητές. Ενώ δηλαδή είχε τά μάτια κλειστά, καί δέν αναγνώριζε ούτε εμάς τά παιδιά της, όμως αυτή “έβλεπε… “.
” Εβλεπε ” άλλους. Ποιούς; Πρόσωπα, πού είχαν έλθει νά τήν “παραλάβουν ” . Καί τότε, μέσα στήν ησυχία τήν νεκρική τού περιβάλλοντος, άρχισε νά φωνάζει .
— Φύγετε. Φύγετε. Μή μέ παίρνετε. Μή μέ δικάζετε. Δέν έκανα τίποτα …
Ποιά ψυχολογία, ποιά κοινωνιολογία, πιά φιλοσοφία, καί πιά… θά μπορούσε νά μάς πεί, τί έβλεπε αυτή η ταλαίπωρη, μέ τά μάτια κλειστά ή, τί πρόσωπα καταλάβαινε αυτή, πού δέν γνώριζε ούτε τά παιδιά της;
Ναί, έλεγε ο φίλος μου. Είναι γεγονός, τό είδα μέ τά μάτια μου. Υπάρχει καί άλλος κόσμος. Καί έρχονται νά παραλάβουν τήν ψυχή μας εκεί, στήν επιθανάτια κλίνη, εκεί στόν τόπο τού τροχαίου θανατηφόρου, μέσα από τίς λαμαρίνες καί τά σίδερα, είτε άγγελοι αγαθοί, είτε πονηροί δαίμονες.
Ανάλογα μέ τά έργα μας…