Γιατί οι άνθρωποι πίστευσαν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού, ενώ τον έβλεπαν σαν άνθρωπο; Μια σύντομη απάντηση δίνει ο Μέγας Αθανάσιος στο έργο του Περί Ενανθρωπήσεως, παραγ. 15:
«Επειδή οι άνθρωποι απεμακρύνθησαν από την ορθήν αντίληψιν περί Θεού και είχον εστραμμένα προς τα κάτω τα μάτια, σαν να είχον βυθισθεί εις βυθόν, ανεζήτουν τον Θεόν εις την δημιουργίαν και τα αισθητά, κατεσκεύασαν ως θεούς των ανθρώπους θνητούς και δαίμονας˙ διά τούτο ο φιλάνθρωπος και κοινός Σωτήρ όλων, ο Λόγος του Θεού, λαμβάνει διά τον εαυτόν του σώμα, και με τους ανθρώπους ως άνθρωπος συναναστρέφεται και βοηθεί τας αισθήσεις όλων.
Έτσι και εκείνοι που σκέπτονται ότι ο Θεός είναι σωματικός, διά των έργων τα οποία ο Κύριος κάνει με το σώμα, δι’ αυτών να εννοήσουν την αλήθειαν και δι’ αυτού να σκεφτούν τον Πατέρα.
Επειδή δε ήσαν άνθρωποι και έβλεπον τα πάντα ως άνθρωποι, όσα και αν υπέπιπτον εις τας αισθήσεις των, έβλεπον να βοηθούνται δια των αισθήσεων, ώστε με όλα να διδάσκονται την αλήθειαν.
Είτε ελάτρευον με φόβον την κτίσιν, όμως την έβλεπον να ομολογή Κύριον τον Χριστόν. Είτε ήτο η διάνοιά των προκατειλημμένη από ανθρώπους, ώστε να τους θεωρή θεούς, από τα έργα όμως του Σωτήρος, που ήσαν μοναδικά συγκρινόμενα προς πάντα, απεδεικνύετο μεταξύ των ανθρώπων ο Σωτήρ μόνον Υιός του Θεού, διότι οι άνθρωποι δεν έκαναν τόσο σπουδαία έργα, σαν αυτά που έκανεν ο Λόγος του Θεού.
Αν και ήσαν προκατειλημμένοι και με τους δαίμονας, βλέποντες όμως να διώκωνται αυτοί υπό του Κυρίου, αντελαμβάνοντο ότι μόνον αυτός είνε ο Λόγος του Θεού και ότι οι δαίμονες δεν είνε θεοί.
Αν και είχε κυριευθή ο νους των από νεκρούς, ώστε να λατρεύουν τους ήρωας και τους θεούς που αναφέρουν οι ποιηταί, βλέποντες την ανάστασιν του Σωτήρος, ωμολογούν ότι εκείνοι είνε ψευδείς και μόνον ο Κύριος είνε αληθινός, ο Λόγος του Πατρός, ο οποίος κυριαρχεί και επί του θανάτου».
Και στην παράγραφο 19 συμπληρώνει:
«Έκρινε ο Σωτήρ ότι καλόν ήτο να τα κάνη όλα αυτά, ώστε οι άνθρωποι, αφού ηγνόησαν την περί πάντων πρόνοιάν του και δεν κατενόησαν διά της κτίσεως την Θεότητά του, να αναβλέψουν έστω και εκ των έργων τα οποία διά του σώματος εξετέλει, και δι’ αυτού να εννοήσουν τον Πατέρα, αναλογιζόμενοι, όπως, προηγουμένως είπον, την πρόνοιαν αυτού δι’ όλα.
Διότι, ποιος αφού είδε την εξουσίαν του έναντι των δαιμόνων, ή είδε τους δαίμονας να ομολογούν ότι αυτός είνε Κύριός των, θα έχη ακόμη αμφιβόλους λογισμούς εάν αυτός είνε ο Υιός του Θεού και η σοφία και η δύναμις;»
(μετ. Στέργιου Σάκκου, Μεγ. Αθανασίου Έργα, εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1973, τομ. 1 σσ.265-6 & 275).