Του μακαριστού Δημητρίου Παναγόπουλου
«Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται» (Ματθ. 5, 9)
Ο εργαζόμενος την αρετήν της ειρήνης προς τον Θεόν, τον πλησίον του και τον εαυτόν του ονομάζεται ειρηνοποιός και μακαρίζεται από τον Θεόν. Πρώτος Ειρηνοποιός είναι ο Ιησούς Χριστός ο Υιός και Λόγος του Θεού, διά του οποίου επέρχεται συνδιαλλαγή και συμφιλίωσις μεταξύ ανθρώπων και Θεού. Το πρώτον και κύριον έργον του Χριστού επί της γης ήτο να επιφέρη ειρήνην μεταξύ ανθρώπων και Θεού οι οποίοι ως εκ της αμαρτίας διέκειντο εχθρικώς προς τον Θεόν. Έφερε δε αυτήν διά της θυσίας επί του Σταυρού.
Και εάν πρώτος Ειρηνοποιός υπήρξεν ο Ιησούς Χριστός, το αντίθετον πρώτος σκανδαλοποιός υπήρξεν ο Διάβολος, διότι απέναντι μεν του Θεού είναι αποστάτης, απέναντι δε των Αγγέλων και των ανθρώπων είναι σκανδαλοποιός, διότι απέσπασε και διεχώρισε εκ της υποταγής του Θεού το αγγελικόν τάγμα, διά δε του ψεύδους απάτησε τους πρωτοπλάστους και εχώρισεν αυτούς από του Θεού, αλλά και εξακολουθεί να υπάρχη τοιούτος φέρων σύγκρουσιν και διαμάχην μεταξύ των ανθρώπων, γνωρίζει δε ότι εάν ο άνθρωπος έχει μετά του Θεού φιλίαν είναι μακάριος και προσπαθεί, διά του ψεύδους και άλλων πονηρών μέσων, να αποπλάνηση αυτόν κρημνίζων εις την αμαρτίαν διά να παροργίση τον Θεόν εναντίον αυτού. Ο θείος Χρυσόστομος λέγει: «Όπου έρις και φιλονικεία εκεί ακαταστασία και παν φαύλον, εκεί ο Διάβολος».
Πλησίον εις το κελλίον ενός γέροντος και του υποτακτικού του λέγεται ότι κάποιος νέος θέλησε να μονάση εκεί. Οι ευρισκόμενοι γύρω μοναχοί προθυμοποιήθησαν να τον φροντίσουν στις ανάγκες του με τρόφιμα κτλ. Ο γέρων βλέπων την περιποίησιν ζηλότυπος εγένετο αγανακτών ότι εις αυτόν ουδέποτε τοιούτον ενδιαφέρον έδειξεν κανείς και αποστείλας τον υποτακτικόν του, του παρήγγειλε να εγκατάλειψη το κελλίον διότι του εχρειάζετο (ήτο ιδιοκτησία του γέροντος), αλλά ο υποτακτικός του ελυπήθη τοιούτον σκληρόν λόγον να είπη εις αυτόν και την εκεί παρουσίαν του εδικαιολόγησεν ότι ο γέροντάς του τον έστειλε να μάθη διά την υγείαν του (καθ’ ο τον καιρόν εκείνον υπήρχεν άρρωστος). Όταν επέστρεψεν αυτός, εις ερώτησιν του γέροντός του, απήντησεν ότι διεβίβασε την παραγγελίαν του.
Ο γέρων όταν εις ολίγας ημέρας επληροφορήθη ότι ο νέος εκείνος υπήρχεν ακόμη εκεί και πάλιν απέστειλε τον υποτακτικόν του με την εντολήν, με αυστηρώτερον ύφος να του υπενθύμιση ότι έπρεπε ήδη να είχεν εγκατάλειψη το κελλίον. Και πάλιν ο υποτακτικός δεν ηθέλησε να λύπηση αυτόν δείξας εις αυτόν αντί σκληρότητος ενδιαφέρον και αγάπην ερωτών εκ μέρους του γέροντός του διά την υγείαν του. Ο οποίος απήντησεν ότι δι’ ευχών του βαίνει εις ανάρρωσιν. Όταν και πάλιν ο γέρων εις την λειτουργίαν της Κυριακής επληροφορήθη ότι αυτός ακόμη υπάρχει εκεί, αυτήν την φοράν ηθέλησεν ο ίδιος να υπάγη προς αυτόν ώστε ευθύς να τον εξαναγκάση να εγκαταλείψη τον τόπον εκείνον. Ο υποτακτικός του γέροντος πληροφορηθείς την απόφασίν του προέτρεξεν αυτού και φθάσας εκεί πρώτος λέγει εις τον νέον.
Ο γέροντας μου δεν σε είδεν σήμερον εις την ακολουθίαν και έρχεται ο ίδιος ανησυχήσας να πληροφορηθή διά την υγείαν σου. Αυτός τότε συγκινηθείς ηγέρθη της κλίνης του να προϋπάντηση τον αγαθόν γέροντα και πίπτων εις τας πόδας του είπε, ανάξιος είμαι να έλθης γέροντα προς εμέ, εγώ έπρεπε να έλθω προς σε να σε ευχαριστήσω δι’ όσα δι’ εμέ έδειξες αγαθά. Ο γέρων απόρησε διά την συμπεριφοράν του και καθησυχάσας αυτόν επέστρεψεν εις το κελλίον του. Εκεί καλέσας τον υποτακτικόν του τον ερώτησε απορώντας, πώς εις τόσον ολίγον χρόνον έφθασε αυτός εις τόσην τελειότητα και θελήσας να βεβαιωθή ερώτησεν εάν επακριβώς είχεν μεταβιβάσει ότι αυτός του είπε: Αυτός δε φοβούμενος και έχων τον προσήκοντα σεβασμόν εξομολογήθη την αλήθειαν εις αυτόν, δακρύσας δε τότε ο γέρων του είπε: «Παιδί μου απ’ αυτήν την στιγμήν συ είσαι ο γέροντάς μου και εγώ ο υποτακτικός σου».
Ο Ιησούς Χριστός «Της Ειρήνης ει Θεός (λέγει ο θείος Χρυσόστομος) εάν δε οι μαθηταί αυτού μάχωνται ουκ έρουσιν ειρηνικού Θεού είναι μαθηταί» και πάλιν, «ώσπερ γαρ η ερις διαλυτικόν, ούτως η συμφωνία συγκροτητικόν». Ας αγαπήσωμεν την αρετήν της ειρήνης αγωνιζόμενοι πρώτον εναντίον του εαυτού μας ώστε ειρηνεύοντες με τον εσωτερικόν μας κόσμον δυνηθώμεν να διατηρήσωμεν και ειρήνην μετά του πλησίον και διά της καθαράς συνειδήσεως εξασφαλίσωμεν την ειρήνην μετά του Θεού, διά της μετανοίας και εξομολογήσεως, διά της αγάπης, συγχωρητικότητος και ανοχής μετά του πλησίον. Μεγάλη αρετή η ειρήνευσις χαρά δε στους επιδιώκοντας αυτήν.
Από ημάς εξαρτάται η ειρήνη, από ημάς δε και η εχθρότης. «Εάν φυσήσης σπινθήρα (λέγει ο σοφός Σειράχ) εκκαήσεται, και εάν πτύσης επ’ αυτόν, σβεσθήσεται, αμφότερα εκ του στόματος σου εκπορεύεται» (κη’ 12). Και πόσες φορές αντί να ανοίξωμεν το στόμα μας και να είπωμεν λόγια αγαθά ειρηνευτικά, ανοίγωμεν αυτό και εκστομούμεν λόγια πυρφόρα και εμπρηστικά; Μέγας λόγος θα δοθή εις τους εμπρηστάς της αγάπης και της ειρήνης, ως και μεγάλη ευλογία εις τους ειρηνοποιούς.