Η διαφοροποίηση κι η αμοιβαιότητα αυτή του Λόγου του Θεού και του Αγίου Πνεύματος θεμελιώνει την Εκκλησία στην ενότητά της και στην πολλαπλότητά της. Η λύτρωση είναι το θεμέλιο της ιεραρχικής ενότητας των μελών της Εκκλησίας σε σώμα μοναδικό του Χριστού. Η Πεντηκοστή είναι η βεβαίωση της πολλαπλότητας και της απόλυτης αξίας των προσώπων, που είναι ενωμένα με το Θεό «εν Αγίω Πνεύματι».
1. Η Εκκλησία του Υπερώου και της πρώτης περιόδου της Ιερουσαλήμ προσφέρει το πιο τέλειο παράδειγμα της ενότητας των πρώτων Χριστιανών. Το κέντρο αυτής της ενότητας είναι ο Χριστός, απών σωματικά απ’ την ώρα της Ανάληψης, αλλά παρών διά του αγίου Πνεύματος, το οποίο δίνει μαρτυρία γι’ Αυτόν και αρμόζει τα μέλη της Εκκλησίας στο ένα και μοναδικό σώμα. Αυτή η ενότητα των Χριστιανών είναι ευχαριστιακής φύσης. Γύρω απ’ την Ευχαριστία, στην οποία, κατά πάσα πιθανότητα, προΐστατο ο απόστολος Πέτρος, μαζεύονταν οι πρώτοι Χριστιανοί των Ιεροσολύμων, πάντοτε ενωμένοι, με μια καρδιά και με μια ψυχή (Πράξ. β΄ 42-46, δ΄ 32-35).
Το Άγιο Πνεύμα είναι, λοιπόν, αυτό, που ενοποιεί την Εκκλησία-Σώμα του Χριστού. Κι η Ενότητα αυτή πραγματοποιείται στην Ευχαριστία. Να μερικές αρχαίες «επικλήσεις», που δικαιώνουν καλά αυτή τήν αντίληψη.
«Σε ικετεύουμε, Κύριε, κάνε να κατεβεί το Άγιο Πνεύμα Σου στη θυσία της κοινότητας. Συγκέντρωσέ την, ένωσέ την και σύναψέ την με τους αγίους, που χαίρονται, γεμάτοι με το Πνεύμα το Άγιο»
«Ημάς δε πάντας, τους εκ του ενός άρτου και του ποτηρίου μετέχοντας, ενώσαις αλλήλοις εις ενός Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν» (Μ. Βασίλειος).
«Το Άγιο Πνεύμα έρχεται με την επίκληση των πιστών, όταν ευαρεστείται να δώσει ή να αυξήσει το δώρο της αγάπης και της ομοψυχίας. Σε αυτό του τον ρόλο, προ πάντων, είναι γνωστό το Άγιο Πνεύμα… Η αγία Εκκλησία, λοιπόν, όταν, κατά τη διάρκεια της θυσίας του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, παρακαλεί να της σταλεί το Άγιο Πνεύμα, ζητάει το δώρο της αγάπης, που θα της επιτρέψει να διατηρήσει την πνευματική ενότητα «εν τω συνδέσμω της ειρήνης».
2. Η ενότητα των μελών της Εκκλησίας δε σημαίνει καθόλου ομοιομορφία. Αυτό το μοναδικό Σώμα της Εκκλησίας (Α’ Κορινθ. κεφ. 12. 13) με την κοινωνία, που έχουν τα μέλη του με το Πνεύμα του Χριστού, διατηρεί και θεμελιώνει την πολλαπλότητα και τον πλούτο των ανθρώπινων προσώπων, που το απαρτίζουν.
Έτσι, το Άγιο Πνεύμα, μένοντας πάντα άγνωστο κι αναποκάλυπτο ως προς το πρόσωπό Του, πληθαίνει τα δώρα Του, ανάλογα με την ικανότητα του καθενός, προκαλεί τις πιο διαφορετικές κλήσεις, καθορίζει τα λειτουργήματα, που σχετίζονται με την κοινότητα. Το Άγιο Πνεύμα δεν είναι μόνο υλικό ενότητας, αλλά, ταυτόχρονα, και δωρεά πληρότητας προς κάθε ανθρώπινο πρόσωπο. Έτσι η κάθε προσωπικότητα σφραγίζεται με «τη σφραγίδα της προσωπικής και μοναδικής σχέσης με την Τριάδα».
Αυτό, που λέχτηκε παραπάνω, για την Ευχαριστία, μας δίνει να κατανοήσουμε το ότι η Ευχαριστία αποτελεί την υπόσταση της Εκκλησίας. Όπου υπάρχει η Ευχαριστία, εκεί υπάρχει κι η Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι τόσο βαθειά ριζωμένη στην Ευχαριστία, ώστε μόνο με την Ευχαριστιακή πράξη της κοινότητας αναδεικνύεται πραγματικά «Εκκλησία». Η Εκκλησία είναι παρούσα «εν πληρότητι», σ’ ολόκληρη την καθολικότητά της, εκεί, που πραγματοποιείται η Ευχαριστιακή θυσία. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε, ότι η Έκκλησιολογία της αρχαίας Εκκλησίας ήταν ειδικά Ευχαριστιακή».
Αυτή η Ευχαριστιακή φύση της Εκκλησίας καθορίζει την αποστολή της Ιεραρχίας. Η Ευχαριστία δεν είναι μόνο ένα απ’ τα πολλά λειτουργήματα της Ιεραρχίας. Ο κλήρος δε μοιράζει την Ευχαριστία, ασκώντας μια, ανάμεσα στις πολλές του υποχρεώσεις, τις ποιμαντορικές, τις λειτουργικές και τις διοικητικές. Αντίθετα, η Ευχαριστία είναι εκείνη, που καθορίζει, σαν πρωταρχική κι ουσιαστική πράξη της Εκκλησίας, την ιερατική διακονία.
Η Ευχαριστία, λέει ο π. Βου είναι μια «λειτουργία», μια κοινή πράξη, μια κοινή υπηρεσία. Σύμφωνα με το τυπικό της Ορθόδοξης λειτουργίας, στο οποίο ενώνονται, συμπλέκονται κι εναλλάσσονται οι προσευχές του λειτουργού και των πιστών, το μυστήριο «τελειούται» απ’ την κοινότητα, από ολόκληρο τον λαό, μαζί με τον λειτουργό κι η δύναμη, που πραγματοποιεί τη μεταβολή, δεν ενεργεί με μια πράξη μαγική, χωρίς να το ξέρουν οι πιστοί και χωρίς τη συμμετοχή τους, γενικά, χωρίς σχέση με την Εκκλησία, αλλά σα μια «λειτουργία», σαν ένα κοινό έργο. Η Εκκλησία είναι εκείνη, που, από την πληρότητα της αδιάκοπης Πεντηκοστής της, γέννησε την Ιεραρχία, σε απόλυτη συμμόρφωση προς το Άγιο Πνεύμα του Θεού, που κατοικεί σ’ Αυτήν.
Όλα τα δώρα, μαζί και τα ιερατικά, έχουν δοθεί σ’ ολόκληρη την Εκκλησία, με την καθολικότητά της κι ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο η Εκκλησία έγινε αρμόδια ν’ αναδεικνύει τα διάφορα όργανα, για τα ποικίλα λειτουργήματα και να οργανώνει την Ιεραρχία.Το Άγιο Πνεύμα δεν έχει εκχυθεί μονάχα, αλλά κι ενεργεί. Είναι παρόν προσωπικά και δίνεται ελεύθερα και προσωπικά. Η διάκριση μέσα στις αποστολικές κοινότητες, ανάμεσα σε λειτουργούς της ιεραρχίας και χαρισματούχους, ανταποκρίνεται σε μια βαθειά και σταθερή πραγματικότητα της Εκκλησίας, που είναι Σώμα Χριστού και Ναός του Αγίου Πνεύματος.
Το Άγιο Πνεύμα είναι Πνεύμα τάξεως, αλλά δεν είναι υποταγμένο στην Ιεραρχία. Αυτό, σε ενότητα με τους πιστούς, μορφοποιεί ένα μοναδικό λαό, εκλεκτό, αγιασμένο απ’ το Πνεύμα και συναγμένο απ’ Αυτό σε Σώμα Χριστού… Ο προφητισμός είναι ένα δώρο της Πεντηκοστής, μια χρίση του Πνεύματος του Θεού σ’ ολόκληρη την Εκκλησία. Όταν η Ιεραρχία απομακρύνεται απ’ την προφητική κλήση της, της εξαγγελίας του λόγου, το Πνεύμα ενεργεί και δίνει χαρίσματα έξω απ’ την Ιεραρχία, πάντοτε για την οικοδομή του λαού του Θεού.
Το Άγιο Πνεύμα στο Μυστήριο της Ευχαριστίας.
Όμως, αν και το Άγιο Πνεύμα αναπαύεται μ’ ένα τρόπο σταθερό στην Ευχαριστιακή κοινότητα, αν και τα ζωοπάροχα δώρα Του χύνονται σαν ένα αδιάκοπο κύμα σ’ αύτη, η κίνηση του ρεύματος δεν έχει τίποτα το αυτόματο. Πάντα, είναι ο καρπός της ικεσίας της Εκκλησίας, της φλογερής «επικλήσεώς» της, που υπάρχει σ’ όλα τα μυστήρια. Μ’ αυτή την έννοια, το Πνεύμα είναι κυρίαρχο των δώρων Του, κι ή Εκκλησία βρίσκεται πάντα σε προσμονή, όπως ακριβώς βρίσκονταν οι απόστολοι στη μοναδική περίοδο, που εκτεινόταν απ’ την Ανάληψη ίσαμε την Πεντηκοστή. Η προσευχή της Εκκλησίας είναι «επικλητική», ικετευτική.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, αντίθεση ανάμεσα στην ενέργεια της Χάρης (Ευχαριστία) και στην Ικεσία (επίκληση). Ο χωρισμός των δύο αυτών δεν είναι παρά τυπικός. Η κατάφαση κι ή ευχή αλληλοσυμπληρώνονται. Η αφήγηση κι η επίκληση ενώνονται στη Λειτουργία της Εκκλησίας, η οποία προχωρεί πάντοτε απ’ την πληρότητα, που δόθηκε μια για πάντα κατά το ιστορικό Πάσχα και κατά την ιστορική Πεντηκοστή, προς τη νοσταλγημένη κι αναμενόμενη πληρότητα της τελικής Παρουσίας.
Έτσι, ολόκληρη η Ευχαριστία είναι μια πράξη Χάρης, μια προκήρυξη των ευεργεσιών, που παρέχονται απ’ τον Θεό. Κι είναι, ακόμα, όχι λιγότερο, στο σύνολό της, μια επίκληση, μια φλογερή προσευχή» της Ευχαριστιακής κοινότητας.
(Boris Bobrinskoi, άρθρο στο περιοδικό Studia Liturgica, Νο 1)