Όσο πύκνωναν οι επισκέψεις της χάρης σε δύναμη και διάρκεια, αύξανε και η ευγνωμοσύνη προς τον Θεό στην ψυχή του Σιλουανού.
«Κύριε, δεν μπορώ να Σε ευχαριστήσω όπως πρέπει για το νέο άρρητο έλεός Σου, γιατί αποκαλύπτεις τα μυστήριά Σου σε έναν αμαθή και αμαρτωλό, όπως είμαι εγώ. Ο κόσμος χάνεται αλυσοδεμένος στην απόγνωση, ενώ ανοίγεις σε μένα, τον τελευταίο και χειρότερο από όλους, την είσοδο στην αιώνια ζωή. Κύριε, δεν μπορώ μόνος… Δώσε να Σε γνωρίσει όλος ο κόσμος.»
Βαθμηδόν αρχίζει να επικρατεί στην προσευχή του η λύπη για τον κόσμο, γι’ αυτούς που δεν γνωρίζουν τον Θεό. «Να προσεύχεσαι για τους ανθρώπους σημαίνει να χύνεις αίμα», έλεγε ο Γέροντας, που διδάχθηκε την άμωμη αγάπη του Χριστού από το Πνεύμα το Άγιο.
Η αγάπη του Χριστού είναι μακαριότητα, που δεν συγκρίνεται με τίποτε στον κόσμο, και συγχρόνως είναι πάθος, μεγαλύτερο από κάθε άλλο πάθος, μαρτύριο μέχρι θανάτου.
Να αγαπάς με την αγάπη του Χριστού σημαίνει να πίνεις το «ποτήριον» εκείνο, που και ο Ίδιος ο Άνθρωπος Χριστός παρακάλεσε τον Πατέρα να μην το πιει.
Με την καθαρά νοερή προσευχή διδάσκεται ο ασκητής τα μεγάλα μυστήρια του Πνεύματος. Μπαίνοντας με τον νου στην καρδιά, πρώτα στη σαρκική καρδιά, αρχίζει να διεισδύει σε εκείνα τα βάθη της, όπου δεν είναι πια σάρκα. Βρίσκει τη «βαθιά» καρδιά, την πνευματική, τη μεταφυσική και μέσα της βλέπει πως η ύπαρξη όλης της ανθρωπότητας δεν είναι γι’ αυτόν κάτι ξένο, αλλότριο, αλλά είναι δεμένη αχώριστα με την προσωπική του ύπαρξη.
«Ο αδελφός μας είναι η ζωή μας», έλεγε ο Γέροντας.
Με την αγάπη του Χριστού αισθανόμαστε όλους τους ανθρώπους ως αναπόσπαστο μέρος της υποστατικής μας υπάρξεως. Ο Γέροντας άρχισε να κατανοεί την εντολή «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» όχι ως ηθικό κανόνα. Διέβλεπε πλέον ότι η λέξη «ὡς» αναφερόταν όχι στον βαθμό της αγάπης, αλλά στην οντολογική ενότητα των ανθρώπων.
«ὁ Πατὴρ κρίνει οὐδένα, ἀλλὰ τὴν κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῷ Υἱῷ… ὅτι Υἱὸς ἀνθρώπου ἐστί.» (Ιωάνν. ε’ 22 και 27). Αυτός ο Υιός του ανθρώπου, ο Μέγας Κριτής του κόσμου, θα πει κατά την Κρίση πως «εἶς τούτων τῶν ἐλαχίστων» είναι Αυτός ο Ίδιος. Με άλλα λόγια περικλείει στη δική του υποστατική ύπαρξη την ύπαρξη κάθε ανθρώπου. Ο Υιός του ανθρώπου φέρει στον Εαυτό του όλη την ανθρωπότητα και έπαθε για «όλον τον Αδάμ». Ο Απόστολος Παύλος λέει πως εμείς πρέπει να κάνουμε δικό μας τον ίδιο τρόπο ζωής, να καλλιεργούμε το ίδιο φρόνημα, «ὃ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Φιλιππ. β’ 5).
Το Άγιο Πνεύμα, που δίδασκε στον Σιλουανό την αγάπη του Χριστού, του έδινε και το χάρισμα να ζει αληθινά αυτήν την αγάπη, που αγκαλιάζει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Η προσευχή σε όλη την ένταση, με βαθύ πένθος για όλο τον κόσμο, τον εξοικείωσε και τον έδεσε με ισχυρούς δεσμούς με «όλον τον Αδάμ». Κι αφού βίωσε την ανάσταση της ψυχής του, ήταν φυσικό πια γι’ αυτόν να δέχεται κάθε άνθρωπο ως τον αιώνιο αδελφό του. Στην επίγεια ζωή υπάρχει μια διαδοχή, μια σειρά, αλλά στην αιωνιότητα όλοι είμαστε ένα, και γι’ αυτό ο καθένας μας πρέπει να φροντίζει όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για την ενότητα όλων.
Μετά την εμπειρία των βασάνων του άδη, μετά την υπόδειξη του Θεού «κράτα τον νου σου στον άδη», ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστική για τον γέροντα Σιλουανό η προσευχή για τους νεκρούς, που «υπάρχουν εν βασάνοις». Προσευχόταν επίσης για τους ζωντανούς και τις μέλλουσες γενεές. Στην προσευχή του, που έβγαινε από τα όρια του χρόνου δεν υπήρχε πια καμιά αναφορά στα παροδικά φαινόμενα της πρόσκαιρης ζωής. Παράλληλα με τη θλίψη του για τον κόσμο έλαβε και το χάρισμα να διακρίνει τους ανθρώπους σε αυτούς που γνώρισαν τον Θεό και σε αυτούς που δεν Τον γνώρισαν. Ήταν αφόρητη γι’ αυτόν η σκέψη ότι οι άνθρωποι θα βασανίζονται στο «σκότος το εξώτερον».
Θυμόμαστε τη συνομιλία του με κάποιον ερημίτη, ο οποίος έλεγε:
-Ο Θεός θα τιμωρήσει όλους τους αθέους. Θα καίγονται στο πυρ το αιώνιο.
Προφανώς η ιδέα πως οι άθεοι θα τιμωρούνταν στο αιώνιο πυρ τού προκαλούσε ικανοποίηση, κατά το ψαλμικό: «Εὐφρανθήσεται δίκαιος, ὅταν ἴδῃ ἐκδίκησιν» (Ψαλμ. νγ’, 11-12)*.
Με ολοφάνερη συγκίνηση ο Γέροντας απήντησε:
-Πες μου, όμως, σε παρακαλώ, αν σε βάλουν στον παράδεισο και δεις από εκεί πως κάποιος καίγεται στις φλόγες του άδη, θα μπορούσες τάχα να έχεις ανάπαυση;
-Αλλά τι μπορεί να γίνει; Αυτοί οι ίδιοι φταίνε, λέει εκείνος.
Τότε ο γέροντας είπε με θλιμμένο βλέμμα:
-Η αγάπη δεν μπορεί να το υποφέρει… Πρέπει να προσευχόμαστε για όλους.
Και πράγματι εκείνος προσευχόταν για όλους. Ήταν παράξενο γι’ αυτόν να προσεύχεται μόνο για τον εαυτό του· «πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. γ’ 23). Γι’ αυτόν που είδε, στο μέτρο που του δόθηκε, τη δόξα του Θεού που βίωσε τη στέρησή της, ακόμη και η σκέψη της στερήσεως αυτής έγινε αβάστακτη. Η ψυχή του «έλειωνε» στη σκέψη ότι πολλοί άνθρωποι ζουν, χωρίς να γνωρίζουν τον Θεό και την αγάπη Του, και προσευχόταν εκτενώς να γνωρίσουν όλοι τον Θεό και ο Κύριος, κατά την άφατή Του αγάπη, να δώσει να Τον γνωρίσουν με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος.
Ως το τέλος της ζωής του, παρά την εξάντληση των δυνάμεών του και τις ασθένειές του, διατήρησε τη συνήθεια να κοιμάται μόνο κατά διαστήματα. Του έμενε πολύς χρόνος για την κατ’ ιδίαν προσευχή και προσευχόταν αδιαλείπτως, μεταβάλλοντας ανάλογα με την περίσταση τον τύπο της προσευχής. Ιδιαιτέρως, όμως, και εκτενέστερα προσευχόταν τη νύχτα, πριν από τον όρθρο.
Τότε παρακαλούσε για ζωντανούς και νεκρούς, για φίλους και εχθρούς, για όλους.
Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας