Τη στάση του αποστόλου Θωμά συνηθίσαμε να τη βλέπουμε σαν κάτι που θα πρέπει να προσπαθήσουμε να αποφύγουμε, αλλά αυτή η θεώρηση της στάσεως του Θωμά οφείλεται σε παρεξήγηση. Ο Θωμάς δεν θέλει να αρκεσθεί στις διαβεβαιώσεις των άλλων μαθητών «εωράκαμεν τον Κύριον», και ζητάει να Τον δει και εκείνος.
Ο υμνωδός αποκαλεί αυτή την απιστία «καλή» γιατί οδηγεί τις καρδιές των ανθρώπων στην «επίγνωση». Πράγματι, όταν αρκούμεθα στις διαβεβαιώσεις των άλλων δεχόμαστε κάτι που δεν το διαπιστώσαμε και δεν το γνωρίζουμε οι ίδιοι.
Έτσι δεχόμαστε την αλήθεια σαν ένα λογικά συμπέρασμα, σαν μία νοητική σκέψη. Αλλά η αλήθεια δεν είναι μία σκέψη, αλλά μία ολοζώντανη πραγματικότητα. Όταν δεχόμαστε μία πραγματικότητα, μόνο επειδή κάποιος άλλος μας διαβεβαιώνει γι’ αυτή, χωρίς να την αναζητούμε και να την γνωρίσουμε εμείς οι ίδιοι, δεν τιμάμε αυτή την πραγματικότητα, και ίσως κλεινόμαστε σ’ αυτήν και δεν την αφήνουμε να μας αγγίξει.
Ίσως ακόμη να αρκούμεθα στη διαβεβαίωση, γιατί μέσα μας έχουμε ουσιαστικά αποκλείσει την πραγματικότητα, για την οποία δεχόμαστε τόσο πρόθυμα να μας διαβεβαιώσουν. Η προθυμία να δεχθούμε αβασάνιστα τη διαβεβαίωση είναι σίγουρα δείγμα πνευματικής νωθρότητας, χλιαρότητας και αμφιβολίας. Η διαβεβαίωση εκείνου που βίωσε μία πραγματικότητα, έχει μία αναμφισβήτητη δύναμη, αλλά η διαβεβαίωση εκείνου που τον διαβεβαίωσε κάποιος άλλος δεν είναι τόσο δυνατή και όσο η διαβεβαίωση απομακρύνεται από το άμεσε βίωμα της πραγματικότητας, τόσο χάνει τη δύναμή της, μέχρι που στην περίπτωση της θρησκευτική πίστεως φθάνει στην πανηγυρική διακήρυξη του «θανάτου του Θεού», που έχει ήδη πεθάνει στη μακριά πορεία των διαβεβαιώσεων, που όλο και περισσότερο απομακρύνονται από την άμεση εμπειρία, από την πραγματική συνάντηση μ’Εκείνον.
Πολλοί «ευσεβείς» άνθρωποι δεν φαίνεται να υποπτεύονται ότι μία «καλή απιστία» μπορεί να είναι ασύγκριτα καλύτερη από μία «κακή πίστη», μία πίστη συμβατική, μία πίστη μη γνήσια.
Πολλές φορές η πίστη μας είναι μία δουλική υποταγή, αποτέλεσμα φόβου και δειλίας. Είναι μία πίστη με την οποία μπορούμε να εξασφαλίσουμε την πνευματική μας τακτοποίηση, μία πίστη που μας προφυλάσσει απ’ την περιέργεια. Δηλαδή μία πίστη που δεν είναι πράγματι πίστη. Γι’ αυτό και δεν τολμάμε να την αμφισβητήσουμε. Υποσυνείδητα φοβόμαστε ότι δεν έχουμε αρκετή, ή ότι ίσως δεν έχουμε καθόλου πίστη και ο φόβος μας ίσως να μην είναι αδικαιολόγητος.
Η ζωή μας, παρά τις διακηρύξεις πίστεως που κάνουμε δείχνει αδιάψευστα την απιστία μας. Διακηρύσσουμε την πίστη μας στην πρόνοια του Θεού, αλλά το βάρος που δίνουμε στους τραπεζικούς μας λογαριασμούς, στα χρήματα και στα κτήματά μας, είναι μία αδιάψευστη απόδειξη της ειδωλολατρίας μας.
Δεν τολμάμε να εξετάσουμε τα εσωτερικά κίνητρα της εξωτερικής μας θρησκευτικότητας, γιατί συχνά συμμετέχουμε στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, όχι γιατί πραγματικά το επιθυμούμε, αλλά γιατί, σαν αποτέλεσμα μίας θρησκευτικής αγωγής που βασίζεται στον εκφοβισμό και την απειλή της τιμωρίας, αισθανόμαστε ότι δεν έχουμε άλλη εκλογή. Είμαστε στο έλεος αυτού του «ουρανίου τυράννου», που καλά θα κάνουμε να προσπαθήσουμε να τον εξευμενίσουμε, αν δεν θέλουμε να πέσει πάνω στα κεφάλια μας η τρομερή οργή του. Αλλά μέσα βαθιά μας μνησικακούμε γι’ αυτή την τυραννική υποδούλωση, που δεν αφήνει περιθώρια εκλογής. Έτσι η πίστη μας τελικά είναι πολλές βαθμίδες πιο κάτω από την απιστία κάποιων άλλων, που είχαν και την τιμιότητα και την τόλμη αλά και αρκετή πίστη στην πίστη τους, ώστε να τολμήσουν να την αμφισβητήσουν.
Εκείνοι τολμούν αυτή την πνευματική περιπέτεια που μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην πραγματική γνώση του Θεού. Αυτοί τολμούν να που το ηρωικό: «αν δεν Τον δω εγώ ο ίδιος δεν θα πιστέψω». Και λέγοντάς το αυτό δείχνουν ότι έχουν αρκετή ελπίδα και πίστη πως θα Τον δουν. Ενώ όσοι από μας δεν τολμούμε να το πούμε δείχνουμε ότι μέσα βαθιά μας δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει περίπτωση να Τον δούμε και γι’ αυτό δεν τολμάμε να το διακινδυνεύσουμε…
Ο απόστολος Θωμάς τόλμησε να το πει: «αν δεν Τον δω εγώ ο ίδιος δεν θα πιστέψω». Και μ’αυτή την τόλμη του έδειξε την πραγματική πίστη που βρισκόταν κάτω απ’την επιφανειακή του απιστία, γιατί κανείς δεν αποδύεται σε μία περιπέτεια απ’την οποία, είναι βέβαιο, ότι θα βγει χαμένος. Αλλά ο απ. Θωμάς βγήκε τόσο κερδισμένος όσο βγαίνει κερδισμένος και όποιος άνθρωπος ζητήσει να δει τον Θεό.
Γιατί όμως στη σχετική ευαγγελική διήγηση ο Χριστός σχεδόν επιπλήττει τον απ. Θωμά: «ότι εώρακάς με πεπίστευκας μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες»;(Ιωάν. 20.29).
Ο Χριστός δεν επιπλήττει τον απ. Θωμά γιατί ζητάει να τον συναντήσει ο ίδιος, αλλά γιατί διαλέγει το πιο χαμηλό δυνατό επίπεδο συναντήσεως, δηλαδή εκείνο των αισθήσεων…
Ο Χριστός δέχεται να δείξει το πρόσωπό του στο Ζακχαίο, δέχεται να αγγίξει το ιμάτιό του η Χαναναία, δέχεται να πει το σωτήριο λόγο για τον εκατόνταρχο, δέχεται ακόμη και να φιλήσει τα πόδια του η αμαρτωλή, αλλά ζητάει απ’ όλους να μην αρκεσθούν να Τον συναντήσουν στο επίπεδο των αισθήσεων, αλλά να προχωρήσουν στην ουσιαστικότερη συνάντηση, που γίνεται στο χώρο της καρδιάς.
Ο απ. Θωμάς ανταποκρίνεται σ’ αυτή την επιθυμία του Χριστού και δεν μένει στη συνάντηση με τον Κύριο, το Διδάσκαλο, τον αναμορφωτή, τον κήρυκα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ηθικής τάξεως, αλλά προχωρεί στην συνάντηση με το Θεό, αναφωνώντας: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου!».
π. Φιλόθεου Φάρου,
απόσπασμα από το βιβλίο:
«Πριν και μετά το Πάσχα»