Κυριακή των Μυροφόρων: «Ο δε λέγει αυταίς- Μη εκθαμβείσθε- Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον ηγέρθη, ουκ εστίν ώδε…» (Μαρκ. 16, 6) Εξακολουθούμε, αγαπητοί μου, να εορτάζουμε το μέγα, το κοσμοσωτήριο γεγονός της αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού.
Οι περισσότεροι ύμνοι που ψάλλονται την περίοδο αυτή ως θέμα έχουν την ανάσταση του Χριστού. Άλλα και αυτή η θεία λειτουργία, που γίνεται τις Κυριακές αυτές του Πεντηκοσταρίου, διαφέρει από τη θεία λειτουργία του υπολοίπου εκκλησιαστικού έτους• διότι αμέσως μετά το «Ευλογημένη η βασιλεία…» δεν λέμε αμέσως τα ειρηνικά, δεν λέμε τις αιτήσεις «Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν…», άλλα ο ιερεύς θυμιάζει την αγία τράπεζα απ’ όλες τις πλευρές καθώς και όλο το ναό και ψάλλει μαζί με τους ψάλτες κατ’ επανάληψιν, δέκα φορές, το «Χριστός ανέστη».
Το «Χριστός ανέστη» ακούγεται όλες τις Κυριακές αλλά και όλες τις ημέρες μέχρι της Αναλήψεως. Το «Χριστός ανέστη» είναι, αδελφοί μου ο γλυκύτερος χαιρετισμός, χαιρετισμός που μεταφέρει από στόμα σε στόμα, από γενεά σε γενεά το μέγα μήνυμα, την πιο χαρμόσυνη είδηση, ότι ο Κύριος νίκησε το θάνατο. Χιλιάδες φορές – αμέτρητες ακούστηκε, και ακούγεται, και θα εξακολούθηση ν’ ακούγεται το «Χριστός ανέστη». Άλλα πότε ελέχθη για πρώτη φορά; ποιά αυτιά το πρωτοάκουσαν; ποιός είναι εκείνος που άκουσε για πρώτη φορά το «Χριστός ανέστη»;
Όπως τη γέννηση του Χριστού δεν την έμαθαν πρώτοι οι μεγάλοι και ισχυροί και πλούσιοι, αλλά οι ταπεινοί και φτωχοί βοσκοί που έβοσκαν τα ποίμνια τους στα βοσκοτόπια της Βηθλεέμ, έτσι και την ανάσταση του Χριστού, το γεγονός ότι ο Ιησούς σύντριψε τις πύλες του άδου, δεν το άκουσαν πρώτοι οι επιφανείς και αξιωματούχοι, δεν το άκουσαν οι ισχυροί άνδρες, δεν το άκουσαν ούτε και αυτοί οι μαθηταί του Χριστού•
Αλλά γιατί το μήνυμα της Αναστάσεως το άκουσαν πρώτες απ’ όλους οι μυροφόρες; Γιατί η πρώτη εμφάνισης του αναστάντος Κυρίου να γίνει σ’ αυτές; Μήπως ο Χριστός στην περίπτωση αυτή ενήργησε μεροληπτικώς;
Μεροληπτικώς σε καμία στιγμή της ζωής του δεν συμπεριφέρθηκε ο Κύριος. Ήταν δίκαιος• και συνεπώς, εάν τώρα όχι οι άντρες, όχι οι απόστολοι, όχι ο Πέτρος και ο Ιωάννης, αλλά οι γυναίκες άκουσαν το χαρμόσυνο μήνυμα, υπάρχει λόγος• λόγος όχι κάποιας ιδιαιτέρας συμπαθείας, αλλά λόγος δικαιοσύνης. Ο Χριστός αγαπά όλα τα παιδιά του και αμείβει το καθένα χωρίς να μεροληπτεί εις βάρος άλλου. Άκουσαν πρώτες οι μυροφόρες γυναίκες το «Χριστός ανέστη», διότι τους άξιζε πράγματι να το ακούσουν. και τους άξιζε, διότι αυτές έδειξαν αρετές που δεν έδειξαν ούτε οι μαθηταί του Κυρίου. Ποιές αρετές έδειξαν;
Από την πρώτη μέρα που γνώρισαν τον Κύριο στη Γαλιλαία, έγιναν πιστές μαθήτριές του, τον ακολουθούσαν και δαπανούσαν από τα υπάρχοντά τους για τη συντήρηση εκείνου καθώς και του ομίλου των μαθητών του• «ότε ην εν τη Γαλιλαία ηκολούθουν αυτώ» (Μαρκ. 15,41) και «διηκόνουν αυτώ εκ των υπαρχόντων αυταίς» (Λουκ. 8,3). και μόνο τότε;
Την ώρα της θυσίας του, ενώ όλοι είχαν εγκαταλείψει τον Κύριο, ενώ ο μεν Ιούδας τον πρόδωσε για τριάκοντα αργύρια, ενώ ο Πέτρος τον αρνήθηκε εμπρός σε μία υπηρέτρια και μάλιστα με όρκο, ενώ οι άλλοι μαθηταί πλην του Ιωάννου «πάντες αφέντες αυτόν έφυγαν» (Ματθ. 26,56), ενώ όλοι όσους είχε ευεργετήσει καθ’ όλο το διάστημα της δημοσίας δράσεώς του πήγαν και ενώθηκαν μαζί με τους εχθρούς και φώναζαν «Άρον άρον, σταύρωσον αυτόν» (Ιωάν. 19,15), μέσα στη γενική αυτή εγκατάλειψη οι μυροφόρες έμειναν πιστές και αφοσιωμένες στον Κύριο. Έμειναν κοντά στον Διδάσκαλο, ζώντας το δράμα από απόσταση τόση όση τους επέτρεπαν οι συνθήκες. ούτε ένα λεπτό δεν αποχωρίσθηκαν από αυτόν.
«Ήσαν δε εκεί και γυναίκες πολλαί από μακρόθεν θεωρούσαι, αίτινες ηκολούθησαν τω Ιησού από της Γαλιλαίας διακονούσαι αυτώ• εν αίς ην Μαρία η Μαγδαληνή, και Μαρία η του Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ, και η μήτηρ των υιών Ζεβεδαίου» (Ματθ. 27,55-56) «και Σαλώμη, αι…και διηκόνουν αυτώ, και άλλαι πολλαί αι συναναβάσαι αυτώ εις Ιεροσόλυμα» (Μαρκ. 15,40-41). Βρήκαν το ψυχικό σθένος να μείνουν εκεί, στο Γολγοθά.
Είδαν το φρικτό θέαμα. Άκουσαν όλους τους λόγους, που είπε ο Χριστός επάνω στο σταυρό, άκουσαν και το «Τετέλεσται» (Ιωάν. 19,30).
Αλλά και μετά το θάνατό του δεν αναχώρησαν. Έμειναν θρηνώντας κοντά στο σταυρό. Καί μόλις παρουσιάστηκε ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος με την άδεια του ενταφιασμού, αυτές έτρεξαν, τους βοήθησαν, τους συνόδευσαν στο μνημείο, και δεν έφυγαν από ‘κεί παρά μόνο όταν ο ήλιος της δραματικωτέρας αυτής ημέρας έριξε πάνω στη γη τις τελευταίες του ακτίνες.
Την αγάπη τους όμως, την ανδρεία τους, τη μεγάλη ψυχή τους την έδειξαν κατ’ εξοχήν τη νύχτα της Αναστάσεως, «τη μια των σαββάτων» (Λουκ. 24,1). Τότε, ενώ ήξεραν ότι το μνήμα είναι σφραγισμένο, ότι λίθος μεγάλος και βαρύς φράζει την είσοδό του, ότι ένοπλοι Ρωμαίοι στρατιώτες φρουρούν τον τάφο κ’ έχουν εντολή να χτυπήσουν καθένα που θα τολμούσε να πλησίαση εκεί, εν τούτοις οι μυροφόρες γυναίκες «λίαν πρωί» (Μαρκ. 16,2), «όρθρου βαθέος» (Λουκ. 24,1), πριν ακόμη ανατείλει ο ήλιος, ξεκινούν να έρθουν στο μνήμα φέρνοντας μαζί τους αρώματα, τα οποία είχαν ετοιμάσει, για να μυρώσουν το σώμα του Χριστού. Κανένας φόβος και καμιά δυσκολία δεν στάθηκαν ικανά να τις εμποδίσουν. Το μόνο που τις απασχολούσε ήταν, πως θ’ αποκυλίσουν τον τεράστιο και ασήκωτο εκείνο λίθο από το άνοιγμα του μνημείου.
Μία τέτοια αγάπη, μία τέτοια αφοσίωση, μία τέτοια ανδρεία ήταν δυνατόν να μη δεί, να μην εκτιμήσει, να μη βραβεύσει ο Κύριος; Αμοιβή λοιπόν της αγάπης τους ήταν το ότι πρώτες αυτές άκουσαν τη μεγάλη είδηση, το άγγελμα της Αναστάσεως, το «Χριστός ανέστη», από άγγελο Κυρίου. Καί εν συνεχεία, ότι πρώτες αυτές βλέπουν τον αναστάντα Κύριο και παίρνουν εντολή, να μεταδώσουν το μήνυμα αυτό στους μαθητάς και στις άλλες μαθήτριες.
Κ’ εμείς σήμερα, αγαπητοί μου, που εορτάζουμε τη μνήμη των αγίων μυροφόρων γυναικών, άντρες και γυναίκες ας μιμηθούμε των μυροφόρων τις αρετές, ιδίως την αγάπη που είχαν στον Κύριο.
Είναι αλήθεια, ότι και μέχρι σήμερα οι γυναίκες αγαπούν το Θεό περισσότερο από τους άντρες. Αυτές εκκλησιάζονται περισσότερο. Αυτές έρχονται στους ναούς «όρθρου βαθέος». Αυτές μελετούν το Ευαγγέλιο και άλλα εκκλησιαστικά βιβλία. Αυτές τρέχουν στο κήρυγμα, όπου ακούγεται λόγος Θεού. Αυτές είναι προθυμότερες στην άσκηση της φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης. Αυτές… Ω, πόσα δεν οφείλει ή Εκκλησία στις γυναίκες τις θερμές!
Σήμερα όμως, στους χρόνους αυτούς της απιστίας και της διαφθοράς, και οι γυναίκες αρχίζουν να κλονίζονται, να χάνουν το άρωμα της πίστεως και της ευσεβείας. Οι πειρασμοί είναι μεγάλοι. Τα κακά παραδείγματα, τα θέατρα, οι κινηματογράφοι, τα αισχρά περιοδικά, η μόδα, όλα μαζί σπρώχνουν τη γυναίκα να λησμονήσει τον προορισμό της, την αποστολή της, να προδώσει την πίστη και την ηθική.
Αλλ’ όχι! Οι γυναίκες, όσες τουλάχιστον κατοικούν στη γωνία αυτή της γης, ας μη παρασύρονται από τα απατηλά συνθήματα, ας μη θαμπώνονται από φανταχτερές εικόνες και άλλα είδωλα, ας κλείσουν τα αυτιά στις εισηγήσεις του όφεως. Ας μη μιμηθούν την Εύα, που άκουσε τη συμβουλή του εωσφόρου και απολεσθεί• ας μιμηθούν τις μυροφόρες, τις άγιες που αγάπησαν τον Κύριον. Να είσθε δε βέβαιοι, ότι τότε θα έχουν και στην παρούσα ζωή την ευλογία του Κυρίου και θ’ αξιωθούν και αυτές ως μυροφόρες της βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
(†) επίσκοπος Αυγουστίνος-
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, η οποία έγινε στον ι. ναό Ζωοδόχου Πηγής Δάφνης – Αθηνών την 5-5-1957.