Εκτός από τό Θεό, τόν πάντων ποιητήν, κανείς άλλος δέν είναι άξιος επαίνου καί δόξης.
«Μή καυχάσθω o φρόνιμος εν τή φρονήσει αυτού, καί μή καυχάσθω o δυνατός εν τή δυνάμει αυτού, καί μή καυχάσθω o πλούσιος εν τώ πλούτω αυτού, αλλά εν τούτω καυχάσθω o καυχώμενος, εν τώ συνιείν καί γινώσκειν τόν Κύριον καί ποιείν κρίμα καί δικαιοσύνην εν μέσω τής γής». (Α’ Βασιλ. 2.10).
Σέ καμμιά περίσταση μάς λέγει o άγιος Δημήτριος τού Ροστώφ δέν πρέπει νά αυτοεπαινούμαστε, αλλά καί νά μήν ζητάμε τόν έπαινο τών άλλων. Ούτε νά ζηλεύομε εκείνους πού επαινούνται από τούς ανθρώπους. Αληθινά συνετός είναι εκείνος πού επαινείται από τό Θεό καί δοξάζεται από τό Θεό. «Ο καυχώμενος, εν Κυρίω καυχάσθω» (Α’ Κορ. 1.31).
Η αληθινή ανάπαυση βρίσκεται στό Θεό. Όλα τά αθρώπινα είναι πρόσκαιρα καί μεταβλητά. Όλα τά θεία είναι αιώνια καί αμετάβλητα. Άς φροντίζομε γιά τή Δόξα μόνο τού Θεού, καί o Θεός έχει τόν τρόπο του νά μάς δοξάσει. Άν όμως φροντίζομε γιά τή δική μας δόξα, η χάρις τού Θεού θά μάς εγκαταλείψει. «Μή ημίν Κύριε, μή ημίν, αλλ’ ή τώ oνόματί σου δός δόξαν». (Ψαλμ. 113.9).
«Οι μακαρίζοντες υμάς καί τήν τρίβον τών ποδών υμών ταράσσουσι». (Ησ. 3.12). Διότι από τούς επαίνους γεννάται η φιλαυτία, η υπερηφάνεια. Καυχήθηκε o Δαβίδ γιά τά πλήθη τού λαού του, καί τόν είδε ν’ αφανίζεται από τό φοβερό θανατικό. Καυχήθηκε o Εζεκίας γιά τά πλούτη του, καί έχασε όλους τούς θησαυρούς του. Καυχήθηκε o Ναβουχοδονόσορ γιά τή Βαβυλώνα του, κι έχασε τό λογικά του. Καλύτερα νά μήν κάνομε τίποτε αξιόλογο καί νά εμεθα ταπεινοί, παρά νά χαιρόμαστε γιά τίς όποιες επιτυχίες μας. Ο Φαρισαίος έκανε καλά έργα, αλλά όταν καυχήθηκε γι’ αυτά, καταστράφηκε. Ο τελώνης δέν έκανε τίποτε καλό, σώθηκε όμως μέ τήν ταπείνωσή του.
Δέν πρέπει νά φανερώνομε τά έργα μας, γιά νά μή λάβομε στή γή τόν μισθό μας από τούς ανθρώπους πού θά μάς επαινούν. Άς τά αποκρύψομε μέ τή σιωπή καί άς τά αφήσομε νά τά γνωρίζει μόνον o Θεός, πού θά μάς αμείψει στόν ουρανό. Εάν εμείς σιωπούμε γιά τόν εαυτό μας, o Θεός θά φωνάξει γιά μάς. Από τό Θεό θά γνωρίσουν καί οι άνθρωποι τά καλά μας έργα καί θά μάς επαινέσουν.
Αγαπητοί αδελφοί, τίποτα δικό μας δέν έχομε. Όλα είναι δώρα τού Θεού, καί o υλικός πλούτος καί τά πνευματικά χαρίσματα. Γι’ αυτό καί o Κύριος μάς παραγγέλλει «Όταν ποιήσητε πάντα τά διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοί εσμεν, ότι ό oφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν». (Λουκά 17.10)
Άν μάς επαινούν όλοι οι άνθρωποι δέ θά αποκτήσομε τίποτα. Καί άν ακόμα κανείς δέ μάς επαινέσει, τίποτε δέ θά στερηθούμε. Δέν κάνομε τό καλό γιά τούς ανθρώπους, αλλά γιά τό Θεό. Μάς αρκεί η αμοιβή τού Θεού.
Όσο λοιπόν περισσότερο μάς τιμούν οι άνθρωποι, τόσο νά θεωρούμε τόν εαυτό μας ανάξιο τιμής, καί νά κρατάμε σταθερά μέσα στήν καρδιά μας τό φρόνημα τής ταπεινώσεως. Τά ύψη τής τιμής καί τών επαίνων διαδέχονται τά βάραθρα τής ατιμίας καί τού oνειδισμού, ετε εδώ από τούς ανθρώπους ετε εκεί από τούς δαίμονες.
Εκείνοι πού oρειβατούν στίς επικίνδυνες βουνοκορφές τών επαίνων, διατρέχουν περισσότερους κινδύνους από εκείνους πού βαδίζουν μέ σιγουριά στίς oμαλές πεδιάδες τής ασημότητος. Οι Ιουδαίοι τίμησαν καί υποδέχθηκαν τόν Κύριο σάν βασιλιά «μετά βαΐων καί κλάδων» καί μετά από λίγο Τόν ενέπτυσαν, Τόν εχλεύασαν, Τόν ερράπισαν… Πρώτα γονάτισαν μπροστά Του καί Τόν προσκύνησαν. Κι’ έπειτα Τόν άρπαξαν καί Τόν oδήγησαν στό Σταυρό. Τή μιά μέρα ζητωκραύγαζαν «ωσαννά ευλογημένος o ερχόμενος εν oνόματι Κυρίου» καί τήν άλλη παραληρούσαν «σταυρωθήτω»! Αυτοί είναι οι άνθρωποι. Κι’ αυτή είναι η δόξα τής γής.
Έτσι αγαπητοί αδελφοί όταν εμαστε ευτυχισμένοι καί τιμημένοι από τούς ανθρώπους, νά μήν ενθουσιαζόμαστε. Καί όταν εμαστε δυστυχισμένοι καί περιφρονημένοι νά μήν απελπιζόμεθα. Καί στήν πρώτη καί στή δεύτερη περίσταση νά δείχνουμε μετριοπάθεια καί σύνεση. Γιατί στήν παρούσα ζωή όλα είναι μεταβλητά. Γιά όλα λοιπόν νά δοξάζομε τό Θεό καί όλα νά τά αποδεχώμεθα ως προερχόμενα απ’ Αυτόν καί τό άγιο θέλημά Του.
Περιοδικό Όσιος Νίκων