Καθήκοντα των ποιμένων.
Πνευματικοί ποιμένες της Εκκλησίας λέγονται πρώτα μεν οι επίσκοποι, έπειτα δε και οι πρεσβύτεροι. Οι επίσκοποι και οι πρεσβύτεροι αναδεικνύονται με το μυστήριο της Ιεροσύνης.
Παρόμοια και οι διάκονοι, οι οποίοι δεν μπορούν μεν να τελέσουν τα Μυστήρια, βοηθούν όμως τον επίσκοπο και τον ιερέα στην τέλεσή τους.
Στο μυστήριο της Ιεροσύνης, με την επίθεση των χειρών των επισκόπων και την επίκληση του Αγίου Πνεύματος, παίρνουν αυτοί που χειροτονούνται το χάρισμα της Ιεροσύνης, του οποίου το έργο και η διακονία είναι τριπλή: Το κήρυγμα του θείου λόγου, η τέλεση των Μυστηρίων και η διοίκηση της Εκκλησίας.
Για τα καθήκοντα των ποιμένων, που έχουν απέναντι στο ποίμνιο που τους εμπιστεύθηκε ο Θεός, μας μιλάει σχετικά πρώτα μεν ο Κύριος, έπειτα δε και ο θείος Παύλος.
Και ο μεν Κύριος, διακρίνοντας τον αληθινό ποιμένα από τους ψευδοποιμένες, που τους ονομάζει κλέφτες και ληστές, ονομάζει τον Εαυτό Του Καλόν Ποιμένα, που θυσιάζει τη ζωή Του για τη σωτηρία των προβάτων. Υποδεικνύει έτσι ο Κύριος, με το ίδιο το παράδειγμά Του, ποιος πρέπει να είναι ο αληθινός πνευματικός ποιμένας της Εκκλησίας Του.
Αυτός που θα ποιμάνει όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν, τους οποίους ονομάζει πρόβατα. Υποδεικνύει ακόμη, με το ίδιο Του το παράδειγμα, την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία, που πρέπει να έχει ο πνευματικός ποιμένας για τη σωτηρία του ποιμνίου του, θυσιάζοντας και την ίδια τη ζωή του. Ιδού και τα λόγια του Κυρίου: “Πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ κλέπται εἰσὶν καὶ λῃσταί… Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός.
Ο ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων” (Ιω. ι’ 8, 11). Σε άλλο μέρος ο Χριστός, δείχνοντας την τέλεια χριστιανική ζωή και την τέλεια αρετή, στην οποία πρέπει να υπερέχουν κυρίως οι ποιμένες -διδάσκαλοι της Εκκλησίας- λέει: “Οὕτως λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς” (Ματθ. ε’ 16).
Ο δε θείος Παύλος υποδεικνύει τα καθήκοντα των ποιμένων στις επιστολές Α’ και Β’ προς Τιμόθεον, καθώς και στην επιστολή του προς Τίτον, οι οποίες και γι’ αυτό λέγονται ποιμαντικές. Υποδεικνύονται ακόμη με σαφήνεια, καθαρά, τα καθήκοντα των ποιμένων και στην ομιλία που έκανε ο ίδιος ο θείος Απόστολος στους πρεσβύτερους της Εφέσου, τους οποίους κάλεσε στη Μίλητο. Η ομιλία αυτή περιλαμβάνεται στο εικοστό κεφάλαιο των Πράξεων των Αποστόλων (κ’ 17-36).
Στην ομιλία αυτή, καθώς και στις τρεις ποιμαντικές επιστολές του, βλέπουμε ποιος πρέπει να είναι ο επίσκοπος και ο πρεσβύτερος. Πόσο πρέπει να επαγρυπνεί. Ποια έργα και καθήκοντα πρέπει να εκτελεί και πόσο μεγάλη και βαριά ευθύνη φέρει απέναντι στο Θεό, αν αμελήσει τα καθήκοντά του.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία του θείου Παύλου, ο ποιμένας πρέπει να έχει πίστη και άμεμπτη διαγωγή. Να είναι τύπος και υπογραμμός κάθε αρετής. Να είναι ταπεινός, πράος, ανεξίκακος και ειρηνικός. Να είναι εγκρατής. Να γνωρίζει με ακρίβεια το νόμο και το θέλημα του Θεού. Να είναι ζηλωτής, πρόθυμος και ακούραστος στην εκτέλεση των πνευματικών του καθηκόντων, που αποβλέπουν στον καταρτισμό και τη σωτηρία των Χριστιανών.
Πρέπει να είναι επίσης κατάλληλος να διδάσκει, διδάσκοντας ακούραστα το ποίμνιό του. Αλλά, για να φέρει αποτελέσματα και καρπούς η διδασκαλία του, πρέπει αυτά που διδάσκει να τα τηρεί με ακρίβεια πρώτος αυτός. Γιατί σε αντίθετη περίπτωση, αντί να ωφελούνται οι Χριστιανοί από τη διδασκαλία του, θα βλάπτονται πνευματικά, σκανδαλιζόμενοι από αυτόν.
Πρέπει να είναι άγρυπνος φύλακας των Χριστιανών του ποιμνίου του, ώστε να μην τους παρασύρει η αμαρτία και τους εξαπατήσει ο πονηρός. Να επαγρυπνεί ώστε να μην παρασύρουν τους Χριστιανούς εκείνοι που διδάσκουν ή δημοσιεύουν στον τύπο εναντίον της πίστεως και της αλήθειας, ούτε εκείνοι που έχουν ζωή παράνομη και αντιχριστιανική, οπότε μπορεί παραδειγματιζόμενοι από αυτούς να βλαφθούν.
Μεγάλη και βαριά θα είναι η ευθύνη του ποιμένα για κάθε ψυχή, που θα χαθεί εξαιτίας της δικής του αμέλειας. Μαρτυρεί γι’ αυτό ο Ίδιος ο Θεός με το μεγάλο προφήτη Ιεζεκιήλ, λέγοντας ότι θα ζητήσει την ψυχή που χάθηκε από αμέλεια του πνευματικού ποιμένα, από τον ίδιο τον ποιμένα: “και το αἷμα αυτού, λέει (δηλαδή την ψυχή που πέθανε πνευματικά από αμέλειά σου) ἐκ της χειρὸς σου ἐκζητήσω” (Ιεζ. γ’ 18).
Πρέπει να είναι ανώτερος χρημάτων. Αφιλοκερδής και ελεήμονας. Πρέπει όχι μόνο να μη λυπάται κόπους και μόχθους και σωματικές κακουχίες, αλλά ούτε αυτή τη ζωή του, όπως είπε ο Κύριος και να είναι έτοιμος να τη θυσιάσει για τους Χριστιανούς.
Τέτοιον γενικά θέλει ο Κύριος τον πνευματικό ποιμένα. Διότι, αν δεν είναι τέτοιος, πώς είναι δυνατό να σώσει ψυχές; Πώς είναι δυνατό να καθοδηγήσει και να καταρτίσει πνευματικά και να οδηγήσει στην αιώνια ζωή τους Χριστιανούς, που του εμπιστεύθηκε ο Θεός;
Για τον επίσκοπο δε, απαιτείται εκτός από την εκτέλεση των άλλων ιερών του καθηκόντων και μεγάλη προσοχή, όταν πρόκειται να προχωρήσει σε χειροτονία. Πρέπει σ’ αυτό να επαγρυπνεί και να καταβάλλει πάντοτε κάθε προσπάθεια, στο να μη μπει στην Εκκλησία, με τη χειροτονία, διάκονος ή ιερέας, ασύγκριτα δε περισσότερο, να μη μπει αρχιερέας, ο οποίος δεν έχει ορθή πίστη, διαγωγή και βίο άμεμπτο.
Ακόμη δε να μη μπει στην Εκκλησία κάποιος λειτουργός του Υψίστου, που να μην έχει την ικανότητα, την προθυμία και το ζήλο στο να αναδειχθεί αληθινός πνευματικός πατέρας. Κατάλληλος να διδάσκει, να οικοδομεί, αλλά και να είναι ωφέλιμος για τη μόρφωση και τη σωτηρία των Χριστιανών. Διαφορετικά, αν αμελήσει, θα έχει βαριά ενοχή μπροστά στη δικαιοσύνη του Θεού και κρίμα αιώνιο, αν μπει στην Εκκλησία του Χριστού ως διάκονος, ιερέας ή αρχιερέας άνθρωπος ανάξιος, που θα σκανδαλίζει και θα βλάπτει τις ψυχές των Χριστιανών, αντί να τις οικοδομεί.
Εάν δε συμβεί να γίνει χειροτονία εξαγορασμένη με χρήματα, τότε το έγκλημα και η ενοχή τόσον αυτού που χειροτονεί, όσο και αυτού που χειροτονείται, θα είναι πολύ βαρύτερη και μεγαλύτερη, γιατί πουλήθηκε με χρήματα η ατίμητη χάρη και δωρεά του Θεού, που ούτε πουλιέται, ούτε αγοράζεται.
Επίσης βαριά, πολύ βαριά, είναι η ενοχή αυτού που χειροτονείται, αν χρησιμοποιήσει κοσμικούς άρχοντες ή ισχυρούς της γης, στο να πάρει οποιοδήποτε βαθμό Ιεροσύνης.
Έχοντας λοιπόν ο επίσκοπος άγρυπνη προσοχή στις χειροτονίες, είναι υποχρεωμένος όχι μόνο ο ίδιος να εργάζεται, μη λογαριάζοντας την κούραση για την κατάρτιση και τη σωτηρία του ποιμνίου του, αλλά να φροντίζει με πολλή επιμέλεια να καταρτίζει με τη διδασκαλία του και άλλα πρόσωπα από τον κλήρο και τον λαό, γι’ αυτό το σκοπό. Είναι υποχρεωμένος δηλαδή να καταρτίζει πρόσωπα με θείο ζήλο, που να συνεργάζονται μαζί του ως διάκονοι, ιερείς, πνευματικοί, κήρυκες και διδάσκαλοι στο χριστιανικό λαό, που του εμπιστεύθηκε ο Θεός.
Όταν εργάζεται έτσι ο επίσκοπος, θα αποδειχθεί στην πράξη αληθινός και πιστός λειτουργός του Κυρίου, άξιος της αιώνιας δόξας και μακαριότητας.
127. δ’)Καθήκοντα των ποιμαινομένων.
Οι ποιμαινόμενοι έχουν καθήκον να σέβονται και να τιμούν τους ποιμένες τους σαν πατέρες τους και να υπακούουν σε όλα όσα αυτοί τους παραγγέλνουν και είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
Αν βλέπουν σ’ αυτούς καμιά έλλειψη, να την αποδίδουν στην ανθρώπινη ασθένεια και αδυναμία, χωρίς να τους κατηγορούν. Βέβαια μπορεί ο ποιμαινόμενος, από αγάπη και αγνό ελατήριο, αποβλέποντας σε πνευματική ωφέλεια και οικοδομή να υποδείξει, με τον πρέποντα σεβασμό, στον ίδιο τον ποιμένα το τυχόν ελάττωμά του. Δεν έχει το δικαίωμα όμως να κακολογεί και να τον δυσφημεί, ιδίως που με την κακολογία και δυσφημία έρχεται στο λαό πνευματική βλάβη και όχι ωφέλεια.
Είναι υποχρεωμένοι ακόμη οι πιστοί να εισφέρουν και αυτοί για την κάλυψη των υλικών αναγκών των ποιμένων τους. Διότι όπως αυτοί επαγρυπνούν και προσεύχονται για τους ποιμαινόμενους και φροντίζουν για την πνευματική τους μόρφωση και σωτηρία και αγιάζουν αυτούς με τα Μυστήρια, έτσι είναι δίκαιο οι ποιμαινόμενοι να τους βοηθούν στις τυχόν υλικές τους ανάγκες.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Ο προορισμός του ανθρώπου” – Του Αρχιμανδρίτη Ευσέβιου Ματθόπουλου.