Άγιος Ισαάκ ο Σύρος
ΛΟΓΟΣ ΟΣΤ’: ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ
Άλλοτε πάλι πήγα σε έναν παλιό γέροντα, καλό και ενάρετο που με αγαπούσε πολύ. Ήταν φωτισμένος στη γνώση και με βάθος καρδιάς και έλεγε αυτά που του χορηγούσε η Θεία Χάρη. Δεν έβγαινε συχνά από το κελί του παρά μόνο στις άγιες συνάξεις. Ζούσε δε ησυχαστικά προσέχοντας τον εαυτό του.
Σε αυτόν είπα κάποτε: “Πάτερ μου, μού ήρθε ένας λογισμός να πάω την Κυριακή στη στοά της Εκκλησίας και εκεί να καθίσω από νωρίς, ώστε ο κάθε εισερχόμενος και εξερχόμενος βλέποντάς με να με εξευτελίσει.
Σε αυτά μου απάντησε ο γέροντας:
“Έχει γραφτεί ότι ο καθένας που δημιουργεί σκάνδαλο στους κοσμικούς δεν θα δει φως”. Εσένα κανένας δεν σε γνωρίζει στη χώρα αυτή, ούτε γνωρίζουν τη ζωή σου αλλά θα πούνε ότι να οι μοναχοί από το πρωί τρώνε. Και μάλιστα βρίσκονται εδώ μοναχοί αρχάριοι, οι οποίοι είναι ασθενείς στους λογισμούς τους και πολλοί που σου έχουν εμπιστοσύνη και ωφελούνται από σένα, όταν σε δούνε να κάνεις αυτά θα ζημιωθούν.
Οι αρχαίοι πατέρες τα έκαναν αυτά εξαιτίας των πολλών θαυμάτων που έκαναν και για την τιμή που είχαν και για το μεγάλο όνομα. Και τα έκαναν για να χάσουν την εκτίμηση του κόσμου και να αποκρύψουν τη μεγάλη δόξα της βιοτής του και για να διώξουν μακριά τους τις αιτίες της υπερηφάνειας.
Εσένα δε τι είναι αυτό που σε αναγκάζει να κάνεις κάτι τέτοιο; Δεν γνωρίζει ότι κάθε πράξη έχει τη δική της τάξη και τον δικό της καιρό; Εσύ όμως δεν έχεις τέτοιο όνομα και τέτοια φήμη για να κάνεις κάτι τέτοιο. Έτσι ούτε τον εαυτό σου ωφελείς και τους άλλους βλάπτεις.
Και πάλι αυτή η οικονομία δεν είναι σε όλους ωφέλιμη παρά μόνο στους τελείους και στους μεγάλους, διότι σε αυτή βρίσκεται η υπέρβαση των αισθήσεων.
Στους μεσαίους και στους αρχάριους είναι επιζήμια, διότι έχουν ανάγκη από πολλή προσοχή για την υποταγή των αισθήσεων.
Οι γέροντες όμως πέρασαν τον καιρό της φύλαξης του νου και με όλα όσα καταπιάνονται έχουν ωφέλεια.
Διότι οι άπειροι έμποροι στα μεγάλα θέματα μεγάλες προξενούν ζημιές στον εαυτό τους, ενώ οι άπειροι στα ευτελέστερα πράγματα γρήγορα επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους.
Και πάλι όπως είπα για κάθε έργο υπάρχει τάξη και για κάθε δράση η κατάλληλη ώρα. Καθένας που αρχίζει πριν την ώρα του και πάνω από τα μέτρα του διπλασιάζει για τον εαυτό του τη ζημιά και δεν κερδίζει. Εάν επιθυμείς κάτι τέτοιο υπόμεινε την όποια ατιμία σου έρθει κατ΄ οικονομίαν (Θεού) και μη θορυβηθείς ούτε να μισήσεις αυτόν που σε ατιμάζει.
Συνέπεσε κάποτε να βρίσκομαι με εκείνον τον ευφυή άνδρα που γεύτηκε το φυτό της ζωής, με τον ψυχικό ιδρώτα από την πρώιμη νεότητά του μέχρι τη δύση των γηρατειών του. Και αφού με δίδαξε με πολλούς τρόπους μου είπε:
“Κάθε προσευχή στην οποία δεν μοχθήσει το σώμα και δεν έχει θλίψη η καρδιά, έκτρωμα θεωρείται. Διότι χωρίς ψυχή γίνεται αυτή η προσευχή”.
Και πάλι μου είπε:
“Με άνθρωπο που φιλονικεί και θέλει να επιβάλει τον λόγο του με διάνοια πονηρή και αναίδεια ως προς τις αισθήσεις του ούτε να δώσεις ούτε να λάβεις κάτι (να μην έχεις δοσοληψίες) για να μην απομακρύνεις από σένα την καθαρότητα, την οποία έχεις αποκτήσει με πολύ κόπο και γεμίσεις την καρδιά σου σκοτάδι και ταραχή.
ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ
Άλλοτε πάλιν απήλθον προς τίνα παλαιόν γέροντα καλόν και ενάρετον, μεγάλως δε με ούτος ηγάπα. Και ην ιδιώτης μεν τω λόγω, πεφωτισμένος δε τη γνώσει και βαθύς τη καρδία, και τα υπό της χάριτος αυτώ χορηγούμενα ελάλει. Ουκ εξήρχετο συχνώς εκ του ιδίου κελλίου, αλλ’ εις τάς αγίας συνάξεις. Ην δε προσέχων εαυτώ και ησυχάζων.
Τούτω είπον ποτέ εγώ ‘Πάτερ, επήλθε μοι λογισμός απελθείν εν τη Κυριακή εις την στοάν της εκκλησίας, κακεί καθίσαι και φαγείν έωθεν, ίνα πάς ο εισπορευόμενος και εκπορευόμενος θεασάμενός με εξουθενήση. Προς ταύτα ανταπεκρίθη μοι ο γέρων, ούτω Γέγραπται, ότι «πάς ο ποιών κοσμικοίς σκάνδαλον, ουκ όψεται φως». Σε γαρ ουδείς επίσταται εν τη χώρα ταύτη, ουδέ σου γινώσκουσι τον βίον, αλλά μέλλουσι ειπείν, ότι οι μοναχοί από πρωίας εσθίουσι. Και μάλιστα ότι είσιν ενταύθα αδελφοί αρχάριοι, οίτινες εισίν ασθενείς εν τοις λογισμοίς αυτών και πολλοί εξ αυτών έχοντες εις σε πίστιν και ωφελούμενοι εκ σου, και όταν σε ίδωσι τούτο κατεργασάμενον, βλαβήσονται.
Οι αρχαίοι πατέρες τοιαύτα εποίουν, δια τάς πολλάς θαυματουργίας, ας επετέλουν, και δια την τιμήν, ην είχον, και το μέγα όνομα. Εποίουν δε ταύτα, ίνα ατιμασθώσι και αποκρύψωσι την δόξαν της πολιτείας αυτών και μακράν ποιήσωσιν απ’ αυτών τάς αιτίας της υπερηφανίας. Σε δε τι το αναγκάζον ποιήσαι τι τοιούτον; Ουκ οίδας, ότι εστίν εκάστη πολιτεία τάξις και καιρός;
Σοι δε ουκ εστί τοιαύτη πολιτεία αφωρισμένη ούτε τοιούτον όνομα ως γαρ εις των αδελφών πολιτεύη. Και ούτε σευατόν ωφελείς και άλλον βλάπτεις.
Και πάλιν αύτη η οικονομία ου πάσιν εστίν ωφέλιμος, μόνοις δε τοις τελείοις και μεγάλοις διότι εν ταύτη πέφυκεν η λύσις των αισθήσεων. Τοις μεν γαρ μέσοις και τοις αρχαρίοις επιζήμιος εστί, διότι πολλής παραφυλακής δέονται και της των αισθήσεων υποταγής. Οι δε γέροντες διέβησαν τον καιρόν της παραφυλακής, και εν πάσιν οίς βούλονται κερδαίνουσιν. Οι γαρ άπειροι έμποροι εν τοις μεγιστοις πράγμασι, μεγάλας εαυτοίς προξενούσι ζημίας, εν δε τοις ευτελεστέροις πράγμασι ταχέως εις το έμπροσθεν επεκτείνονται
Και πάλιν, ως έφην, παντί έργω εστί τάξις και πάση διαγωγή καιρός εγνωσμένος. Πάς δε ο προ καιρού αρχόμενος των υπέρ το μέτρον αυτού, την βλάβην εαυτώ διπλασιάζει και ου κερδαίνει. Ει επιθυμείς τούτου, υπόμεινον την οικονομικώς επερχομένην σοι ακούσιον ατιμίαν μετά χαράς και μη θορυβηθής μήτε μισήσης τον ατιμάζοντά σε.
Ήμην ποτέ εν συντυχία μετά του ευφυούς εκείνου του γευσαμένου του φυτού της ζωής, δια του ψυχικού ιδρώτος από της πρωίας της νεότητος αυτού έως της εσπέρας του γήρως αυτού. Και μετά το διδάξαι με πολλούς λόγους περί αρετής, είπε μοι ούτω’ Πάσα προσευχή, εν η μη μοχθήση το σώμα και θλιβή εν αυτή η καρδία, έκτρωμα λογίζεται. Χωρίς γαρ ψυχής εστίν εκείνη η προσευχή ‘.
Και πάλιν μοι έφη Μετά ανθρώπου φιλονεικούντος και τον λόγον αυτού στήσαι θέλοντος και πονηρού την διάνοιαν και αναιδούς εις τάς αισθήσεις αυτού, μήτε δως, μήτε λάβης παντελώς, ίνα μη μακρύνης από σου την καθαρότητα, ην εκτήσω μετά πολλού του κόπου, και εμπλήσης σου την καρδίαν σκότους και ταραχής ‘.