ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: Κάθε Μοναχός, όπως και κάθε άνθρωπος, κρύβει μέσα του ένα μυστήριο. ῎Εχει τις ελλείψεις του, αλλά και τις αρετές του. Εμείς μπορούμε να ωφεληθούμε και από τα δύο, αν έχουμε ταπείνωσι. Κοντά στον π. Σωφρόνιο συναντήσαμε αυτό το κράμα συμπεριφοράς.
῎Αλλοτε να μας ελκύη με τα λόγια του, την ταπείνωσί του, την μετάνοιά του και άλλοτε να μας απωθή με την αυστηρότητά του και τον θυμόν του.
῞Ενα πρωΐ, κτυπώ την πόρτα του κελλιού του.
-Ευλογείτε πάτερ Σωφρόνιε.
-Νάσαι ευλογημένος.
Τόσα χρόνια ζούμε εδώ και ακόμα δεν γνωρισθήκαμε. Δεν μάθαμε ο ένας την καταγωή του άλλου. Πες μου λοιπόν από ποιο χωριό είσαι; Είσαι Μωραΐτης; Διότι βλέπω ότι πολύ τους αγαπάς.
-῎Ακου να σου πω, παιδί μου. Εγώ εγεννήθηκα στο ‘Ηράκλειο της Κρήτης, αλλά αγαπώ τους Μωραΐτες, γιατί είναι καλοί άνθρωποι. Με υποστήριξαν, αφ’ ότου ήρθα στο Μοναστήρι, πλην εξαιρέσεων.
Γεννήθηκα το 1907. Οι γονείς μου Ιωάννης και Ειρήνη Φραγκιαδάκη, είχαν 10 παιδιά. Εγώ ήμουν ο έννατος. Στυλιανός ήταν το βαπτιστικό μου όνομα. Το δέκατο παιδί, ο Ανδρέας πέθανε, όταν ήταν μικρός. Από μικρός έμαθα την ραπτική τέχνη. Αγαπούσα την Εκκλησία και συχνά επήγαινα στον Ναό του ‘Αγίου Μηνά. Στα 18 μου χρόνια, είδα κάποια ημέρα την πενθερά της αδελφής μου, και εδιάβαζε τον βίο του ‘Οσίου Ιωάννου του Καλυβίτου. Εζήτησα και τον διάβασα κ εγώ. Τόσο ενθουσιάσθηκα, ώστε έκλαιγα από την χαρά μου. Μα τι να σου ειπώ. Αυτός ο βίος είναι ο έρωτας της καλογερικής ζωής. Αμέσως επήγα στην μάννα μου και της είπα: “Μάννα εγώ θέλω να γίνω Καλόγερος”. Αυτή με τους άλλους συγγενείς μου, ούτε να ακούσουν δεν ήθελαν. ῎Εφυγα κρυφά και επήγα σε ένα κοντινό Μοναστήρι, που λέγεται «Επάνω Σήφη». Με ευρήκαν οι δικοί μου και με κατέβασαν στο σπίτι συρόμενον, διά της βίας. Απεφάσισαν γρήγορα να με παντρέψουν. Εγώ επήγα στον μητροπολίτη Τίτο, και του είπα τα σχετικά. Του εζήτησα να μου φορέσουν ράσα για να το πάρουν απόφασι οι δικοί μου και να σταματήσουν να με εμποδίζουν. ‘Ο γαμπρός μου, μου είπε: «θα σου δώσω όσα χρήματα θέλεις και θα πας στο τάδε χωριό. Εκεί εμείς θα σου στείλουμε το κορίτσι να το πάρης».
Αδύνατον του είπα, να γίνη αυτό. Επήγα στην μάννα μου και της είπα: «Μάννα άφησέ με να πάω στην Αθήνα, να ιδώ την αδελφή μου και στείλετε εκεί το κορίτσι να το πάρω.». Συμφώνησε μαζί μου. ῎Εφθασα στην Αθήνα φορώντας και τα ράσα. ‘Η αδελφή μου έβαλε τα κλάματα και με παρακαλούσε να καθίσω κοντά της. Αφού δεν υποχωρούσα, μου επρότεινε να πάω στην Μονή Πεντέλης. Επήγα. ‘Ηγούμενος ήταν ένας παπά Προκόπιος. Ηθέλησε να με κρατήση εκεί. Επέμενα εγώ ότι θέλω να μονάσω στο ῞Αγιον ῎Ορος. Τότε εκείνος μου αποκάλυψε τον εαυτόν του. ῏Ηταν Γρηγοριάτης Μοναχός, υποτακτικός του αειμνήστου παπά Συμεών, και παραδελφός του παπά Θανάση, ‘Ηγουμένου τότε της Μονής Γρηγορίου. Μου έδωσε λοιπόν ένα συστατικό γράμμα, και ήλθα κατ’ ευθείαν στην Μονήν μας. Με υποδέχθηκαν ο Γέρο Βαρλαάμ και ο ‘Ηγούμενος. Από τότε μου έκανε εντύπωσι η σοβαρότης, η σιωπή, και η πραότης του. ῎Εβαλα μετάνοια ως Δόκιμος Μοναχός και με τοποθέτησαν ως παραμάγειρα.
-῎Εχουμε ακούσει, Γέρο Σωφρόνιε, ότι είχες πολλές περιπέτειες στην μοναχική σου ζωή. Θα ήθελες να μας ειπής κάτι συνοπτικά;
Εγώ αυτά που έχω περάσει, θα χρειασθή ολόκληρο βιβλίο να γραφούν. Αλλά θα σας πω τα βασικώτερα από τα βάσανά μου.
῞Οταν είχα συμπληρώσει επτά χρόνια στο Μοναστήρι, ηλικίας τότε 30 ετών, μ’ έστειλαν στο Μετόχι Βούλτσιστα της Κατερίνης. Επειδή πράγματι ήμουν οξύθυμος και νευρώδης, εμάλωσα με τους εκεί Πατέρες κι αυτοί μ’ έδιωξαν. ῎Εφυγα. Εβάδισα περί τα 4 χιλιόμετρα και έφθασα στο Αιγίνιο. Εκεί με συνάντησε ο αγροφύλακας του γειτονικού χωριού και μου είπε: «Πέταξε τα ράσα και πήγαινε να παντρευτής, διότι ούτε στο Μοναστήρι σε δέχονται οι Πατέρες»
-Εγώ του είπα: Εάν δεν με θέλουν στο Μοναστήρι μου, με θέλει η Παναγία. ῎Εφθασα στην Θεσσαλονίκη, και λόγω τρικυμίας, δεν έφευγε καράβι για το ῞Αγιον ῎Ορος. Στην πόλι δεν εγνώριζα κανέναν και είχα μόνον 75 δραχμές. Επί δέκα ημέρες εκοιμώμουν στα εβραικά μνήματα και ζούσα με ξηροφαγία. Με κυρίευσαν λογισμοί απελπισίας. Επήγαινα στην παραλία πέρα-δώθε και ο λογισμός με επίεζε να πέσω μέσα. ῞Ενας τελώνης με είδε λυπημένον και με πλησίασε.
-Από που είσαι, πάτερ;
-Από το ῞Αγιον ῎Ορος, την Μονή Γρηγορίου.
-Από που κατάγεσαι;
-Από το ‘Ηράκλειο Κρήτης.
-῎Εε, πάμε να πιούμε ένα καφέ.
Επήγαμε στο καφενείο, αλλά δεν μπορούσα να πιώ καφέ γιατί με έτρωγε το σαράκι του λογισμού. Μου λέγει ο τελώνης: «Πάμε στο σπίτι μου να γνωρίσης και την γυναίκα μου που είναι και πατριώτισσά σου». Επήγαμε. Μου έβαλαν να φάγω. Μα δεν μπορούσα. Εκείνος έδιωξε την γυναίκα του, με επλησίασε και μου είπε: «Βλέπω ότι κάτι σε απασχολεί. Είμεθα πατριώτες και είμεθα στην ξενητειά. Πρέπει να υποστηρίξουμε ο ένας τον άλλον. Που θέλεις να σε πάω; Στο ῞Αγιον ῎Ορος; Στην Κρήτη; Εγώ θα σε πάω. Μη στενοχωριέσαι».
Ωνομαζόταν Κωνσταντίνος Τσαγκαράκης. ‘Ο Θεός να τον αγιάση (αναλύθηκε ο παππούς σε δάκρυα). Το πρωΐ μου έβγαλε εισιτήριο και μπήκα στο βαπόρι για το ῞Αγιον ῎Ορος. Τι να σου πω, βρε αδελφέ μου; Μόλις πάτησα το πόδι μου στο Περιβόλι της Παναγίας μας, η καρδιά μου φτερούγιζε από χαρά. Πετούσα στον Ουρανό και όλοι οι λογισμοί της απελπισίας έφυγαν.
ΓΕΡΩΝ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ
(+ 1907 – 1977)