Επισκέφτηκαν κάποτε τον αββά Παμβώ δύο αδελφοί.
Ο ένας τον ρώτησε: “Αββά, εγώ νηστεύω τρώγοντας κάθε δύο μέρες δύο μικρά ψωμιά.
Άραγε θα σωθώ ή βρίσκομαι σε πλάνη;”
Ο άλλος είπε: “Αββά, εγώ με το εργόχειρο μου βγάζω δύο κεράτια[1] την ημέρα.
Κρατώ λίγα νουμία[1] για την τροφή μου και τα υπόλοιπα τα δίνω ελεημοσύνη.
Άραγε θα σωθώ ή βρίσκομαι σε πλάνη;”
Ο γέροντας δεν τους αποκρίθηκε, αν και τον παρακαλούσαν πολύ.
Μετά από τέσσερις μέρες αποφάσισαν να φύγουν, οι κληρικοί[2] όμως τους ενθάρρυναν λέγοντας: “Μη στενοχωρηθείτε, αδελφοί, ο Θεός θα σας ανταμείψει.
Γιατί τέτοια συνήθεια έχει ο γέροντας. Δεν βιάζεται να μιλήσει, αν δεν τον φωτίσει ο Θεός”.
Πήγαν λοιπόν οι αδελφοί στον γέρονται και του είπαν: “Αββά, προσευχήσου για εμάς”.
“Θέλετε να φύγετε;”, τους ρώτησε. “Ναι”, αποκρίθηκαν.
Άρχισε τότε να γράφει στο χώμα και, αποδίδοντας στον εαυτό του τις πράξεις εκείνων,
μονολογούσε:
“Ο Παμβώ, με το να νηστεύει τρώγοντας κάθε δύο μέρες δύο μικρά ψωμιά,
άραγε γίνεται με αυτό μοναχός; Όχι.
Ο Παμβώ βγάζει με τη δουλειά του δύο κεράτια και τα δίνει ελεημοσύνη.
Άραγε γίνεται με αυτό μοναχός; Όχι ακόμη”.
Στράφηκε έπειτα και είπε στους αδελφούς:”
Καλές είναι οι πράξεις, αν όμως φυλάξεις καθαρή τη συνείδηση απέναντι
στον συνάνθρωπο, τότε θα σωθείς”.
Και εκείνοι, ικανοποιημένοι με την απάντηση, έφυγαν γεμάτοι χαρά.
[1] Το κεράτιον ήταν μικρό ασημένιο νόμισμα, ενώ το νουμίον
ήταν νόμισμα ευτελούς αξίας: 300 νουμία έκαναν ένα κεράτιον.
[2] Εννοεί τους ιερείς του μοναστικού οικισμού, όπου ζούσε ο γέροντας
Ευεργετινός