(+)Αρχιμ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος-[…..]Λίγες εβδομάδες πριν αναχωρήσει ο Γέροντας από τον κόσμο αυτό, ήταν καθισμένος στην καρέκλα με τους ορούς στα χέρια. Μπαίνει κάποιος επισκέπτης, του φιλάει το χέρι και τον ρωτά:
-Τί γίνεσθε, Γέροντα;
-Γίνομαι, παιδί μου.
Και επειδή ο επισκέπτης δεν κατάλαβε, συνέχισε:
-Ωριμάζω!
Και λίγες μέρες πριν κοιμηθεί, απευθυνόμενος σε παρευρισκόμενο πνευματικοπαίδι του, τόνισε:
-Να ξέρες, Δ., πόσο λειαίνει τον ακατέργαστο Επιφάνιο όλη αυτή η ταλαιπωρία!
Οι πόνοι του ήσαν φρικτοί κατά το τέλος της επιγείου ζωής του. Γι’ αυτό είπε κάποτε:
– Αν νοιώθατε όπως εγώ τώρα έστω και για 2′, θα παρακαλούσατε τον Θεό να σας πάρει αμέσως! Και στρεφόμενος προς τον Κύριο: «Πτωχός και αλγών ειμί εγώ· η σωτηρία σου, ο Θεός, αντιλάβοιτό μου»(Ψαλ. ξη’ 30).
Τις τελευταίες εβδομάδες λόγω των φρικτών πόνων τις πέρασε ανάσκελα στο κρεβάτι. Δεν μπορούσε σε καμία άλλη θέση να ανακουφισθεί.
-Παρακάλεσα, μας είπε, τον Θεό να μου δώσει άλλη μία θέση. Εκείνος όμως δεν μου έδωσε. Ας είναι δοξασμένο το όνομα Του!
Του είπε κάποτε ένα πνευματικοπαίδι του-γιατρός που προσπαθούσε επί ώρα να του βρει φλέβα:
—Να με συγχωρείτε, Γέροντα, που σας πονώ, αλλά το κάνω για το καλό σας.
—Το καταλαβαίνω, παιδί μου. Εμένα να με συγχωρείς που σε παιδεύω. Να ξέρης ότι δεν στενοχωρούμαι για τις φλεβοκεντήσεις, αλλά επειδή στενοχωρείσαι εσύ που δεν βρίσκεις φλέβες.
Λίγο πριν από την κοίμησή του ρώτησε ένα πνευματικοπαίδι του:
—Παιδί μου, έχεις εξοικειωθεί με το ενδεχόμενο της αναχωρήσεως μου;
—Γέροντα, δεν ξέρω αν έχω εξοικειωθεί. Το μόνο το όποιο ξέρω είναι ότι η αγάπη σας θα μας συνοδεύει πάντοτε. Άλλωστε κι αν σας καλέσει ο Θεός, σε σας θα προστρέχουμε διά της προσευχής.
—Αυτό, παιδί μου, γίνεται μόνο με τους Αγίους.
—Γέροντα, κάποτε σας είχα ρωτήσει αν μπορούμε στην προσευχή μας να επικαλούμεθα τις πρεσβείες κάποιου για τον οποίο η συνείδησή μας, μας πληροφορεί ότι έχει βρει παρρησία στον Θεό και μου είχατε απαντήσει πως μπορεί να γίνει αυτό υπό τον όρο ότι στην παράκλησή μας θα προτάσσουμε τη φράση «αν έχεις παρρησία στον Θεό».
—Ναι, αλλά εγώ δεν είμαι από αυτούς.
—Γέροντα, αν.
—Σου είπα δεν είμαι από αυτούς.
—Μα, Γέροντα, ούτε με το αν;
—Καλά… Αν είναι με το αν…
—Καλά, Γέροντα, δεν φοβάσθε το θάνατο; τον ρώτησε απορημένο κάποιο πνευματικοπαίδι του, όταν λίγες μέρες προ της κοιμήσεως του καθόριζε ο ίδιος τα της κηδείας του (αγγελτήρια, νεκρώσιμο ακολουθία κ.λπ.) τόσο απαθώς σαν να επρόκειτο για την κηδεία κάποιου άλλου.
—Όχι, δεν τον φοβάμαι καθόλου το θάνατο. (Μικρή παύση.) Και δεν τον φοβάμαι, όχι βέβαια ένεκα των έργων μου, αλλά επειδή πιστεύω στο έλεος του Θεού.
—Γέροντα, μη λέτε τέτοια πράγματα τώρα!, του είπε κάποιο πνευματικοπαίδι του, όταν τον άκουσε να καθορίζει τα της κηδείας του. Και αυτός με ετοιμότητα:
—Γιατί, παιδί μου; Άπιστοι είμαστε;