Του αειμνήστου Δημητρίου Παναγόπουλου
Η κρίσις περί των άλλων, διά να έχη αγαθόν σκοπόν και αποτέλεσμα καλόν, δέον να γίνεται επί παρουσία του κρινόμενου. Εν εναντία δε περιπτώσει ο σκοπός της κρίσεως, δεν είναι αγαθός και το αποτέλεσμα είναι πάντοτε επιβλαβές, και διά τον κρίνοντα και διά τον εν απουσία κατακρινόμενον.
Το κρίνειν τας πράξεις τινός επί παρουσία του κρινόμενου σημαίνει διαφωτίζειν αυτόν και αναλόγως των προσώπων και των περιστάσεων παρατηρείν ή επιτιμάν, συνήθως μεν ιδιαιτέρως, εις εξαιρετικός δε περιστάσεις παρόντων και άλλων, επί τω σκοπώ της επανορθώσεως και της βελτιώσεως των κακώς εχόντων. Τουναντίον δε, το κρίνειν και κατακρίνειν τον απόντα, σημαίνει κακόν χαρακτήρα, ήτοι εγωϊσμόν και εκδίκησιν κατά του κρινόμενου από μέρους του κρίνοντος.
Οι κρίνοντες και κατακρίνοντες τους απόντας, και δικαίας κατ’ αυτών κατηγορίας εάν λέγουν, επειδή «το καλόν ουκ εστί καλόν, εάν μη καλώς γένηται», βλάπτουν τους κατακρινομένους εξερεθίζοντες αυτούς διά του αντευαγγελικού των χαρακτήρος, είναι πάντοτε οπισθοδρομικοί μη έχοντες καιρόν να καλλιεργήσουν εαυτούς, επειδή πάντοτε ασχολούνται περί την έρευναν των αλλότριων σφαλμάτων και την κατάκρισιν των άλλων. Ομοιάζει δε έκαστος, ούτως ενεργών, προς άνθρωπον κεκτημένον αγρόν μεγάλης εκτάσεως χρήζοντα συντόνου και σπουδαίας καλλιέργειας, αλλά μη επιχειρούντα ουδεμίαν επί του ιδίου αγρού εκκαθάρισιν, καλλιέργειαν και φυτουργίαν, επειδή απασχολείται διαρκώς με την επιθεώρησιν των διαφόρων αγρών των άλλων.
Η τοιαύτη μετά κακότητος επιπολαιότης μας πολεί σφοδρώς πάντας. Η κατάκρισις κατά των απόντων είναι σχεδόν κοινόν νόσημα, το όποιον κατά κράτος νια και τους θεωρούμενους και τους θέλοντας να φαίνωται κατά κόσμον ευγενείς, νικάται δε μόνον από τους σπανίως σήμερον απαντωμένους ισχυρούς χριστιανικούς χαρακτήρας, διότι μόνον ο Χριστός πράγματι εξευγενίζει τας ψυχάς και αναδεικνύει τους γενναίους και ισχυρούς χαρακτήρας, εξυψών τον άνθρωπον εις την απάθειαν διά της διδασκαλίας και του εσωτερικού καθαρμού διά των μυστηρίων της Εκκλησίας και άπαγορεύων ρητώς εις το Εύαγγέλιον επί ποινή αιωνίου κατακρίσεως πάσαν κατάκρισιν λέγων:
«Μή κρίνετε, ίνα μη κριθήτε εν ω γάρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, και εν ω μέτρω μετρείτε αντιμετρηθήσεται υμίν» (Ματθ. 7, 1). Πλην της καταδίκης, της κατακρίσεως, ο Κύριος διά του Ευαγγελικού Νόμου ενταύθα θέλει να αντικαταστήση τον αρχαίον Μωσαϊκόν Νόμον, ο οποίος κατεδίκαζεν εις θάνατον πολλούς εκ των αμαρτανόντων, ο δε λαός εκ σκληρότητος επεκρότει, ενώ και αυτός ήτο η εις τα ίδια ή εις άλλα επίσης θανάσιμα αμαρτήματα ένοχος. Τούτου ένεκεν ο Κύριος, όπως τους φέρη εις συναίσθησιν των ιδίων των αμαρτημάτων, είπε το: «Ο αναμάρτητος υμών πρώτος τον λίθον βαλέτω» (Ίωάν. 8, 8).
Πάντοτε ο μη τελείως κατά Χριστόν αναγεγεννημένος άνθρωπος ζητεί τας εκδικήσεις φανταζόμενος εαυτον τέλειον, και ρέπει πάντοτε επί τα εύκολα και τα ταπεινά. Τον χαρακτηρισμόν του τοιούτου, δηλ. του μη αναγεγεννημένου ανθρώπου, μας τον δίδουν και οι αρχαίοι.
[irp posts=”374494″ name=”Αγιος Γέροντας Παΐσιος: Η υπερηφάνεια γελοιοποιεί τον άνθρωπο””]
Κατά γνωστόν φιλοσόφημα, αρχαίος φιλόσοφος ερωτηθείς περί του τί είναι εύκολον και τί είναι δύσκολον διά τον άνθρωπον, απήντησεν, ότι δύσκολον μεν διά τον άνθρωπον είναι «το εαυτόν γνώναι», δηλονότι το να καταγίνη τις εις την αυτομελέτην και εις την γνώσιν του εαυτού του είναι δύσκολον πράγμα. Εύκολον δε είναι, είπε, «το άλλοις υποτίθεσθαι», ήτοι το να βλέπη, να κρίνη και να συμβουλεύη τους άλλους, αυτό είναι το διά τον άνθρωπον εύκολον πράγμα.
Ο Δημιουργός ημών και Σωτήρ της ανθρωπότητος, ο Κύριος και Θεός ημών Ιησούς Χριστός, ως σοφός και δυνατός κατ’ απόλυτον έννοιαν οδηγεί ημάς επί τα δύσκολα και τα υψηλά. Τί εξετάζεις, λέγει, τί κάμνουν οι άλλοι, τα λάθη των άλλων; «Τί βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου, την δε εν τω σω οφθαλμώ δοκόν ου κατανοείς; ή πώς ερείς τω αδελφώ σου, άφες εκβάλω το κάρφος από τον οφθαλμού σου, και ιδού ή δοκός εν τω όφθαλμω σου; Υποκριτά, έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου, και τοτε διαβλέψεις εκβαλείν το κάρφος εκ του οφθαλμού του αδελφού σου».
Την αλήθειαν των θεοπνεύστων αυτών λόγων την κυροί η κοινωνική ημών πείρα, καθ’ ην οι άνθρωποι, οι μη καταγινόμενοι εις την αυτομελέτην, καίπερ έχοντες πράγματι δοκόν εις τους ιδίους οφθαλμούς, δηλαδή μεγάλα πασιφανή ελαττώματα, καταγίνονται υποκριτικώς να διορθώσουν τους άλλους, οι όποιοι εις τους οφθαλμούς έχουν κάρφος, δηλαδή μικρότερον εν σχέσει πρός τους επικριτάς των ελάττωμα διότι ο μη κατά Χριστόν μεμορφωμένος άνθρωπος πάσχει από εγωϊσμόν, νοητικόν σκοτασμόν και έχει, ως μη ανακαινισθείς, ως του παλαιού Αδάμ οπαδός, την πήραν (δισάκι) των ελαττωμάτων των άλλων έμπροσθεν του, ως λέγει και το αρχαίον σοφόν λόγιον. Τούτου δ’ ένεκεν καταγίνεται ακάρπως εις την απόπειραν της διορθώσεως των άλλων με αντίθετον παραδειγματισμόν.
Δεν σφάλλονται απέναντι του Ευαγγελικού Νόμου μόνον οι οικειοποιούμενοι τα δικαιώματα αυτού, αλλά και οι ανεχόμενοι την από μέρους των άλλων γινομένην κατάκρισιν κατά απόντων ανθρώπων, τούτο το αμάρτημα θέλων να αποφύγη ο ιερός Ψαλμωδός, εξομολογούμενος προς τον Θεόν λέγει, «Τον καταλαλούντα λάθρα τω πλησίον αντού, τούτον εξεδίωκον».
Ας ίδωμεν δε και μερικούς χαρακτηρισμούς εκ μέρους των αγίων προσώπων αναφορικώς με το κατακρίνειν:
«Ουδέ ούτως ηδύ τοις ανθρώποις, ως το κατακρίνει ν τα αλλότρια» (Γρηγ. Ναζιανζού).
«Μη τοίνυν γινώμεθα ετέρων πικροί δικασταί, ίνα μη και ημείς ακριβώς απαιτηθώμεν ευθύνας, και γάρ έχομεν αμαρτήματα συγγνώμης πάσης μείζονα, ώστε εκείνους μάλλον ελεώμεν τα τους τα ασύγγνωστα αμαρτάνοντας, ίνα και αυτοί τοιούτον εαυτοίς προαποθώμεθα έλεον, καίτοι όσα αν φιλοτιμησώμεθα, οδέποτε δυνησόμεθα τοιαύτην εισενεγκείν φιλανθρωπίαν, οίας χρήζομεν ημείς παρά του φιλανθρλώπου Θεού. Πώς ουν ουκ άτοπον τοσούτην όντας εν χρεία αυτούς ακριβολογείσθαι περί τους ημετέρους συνδούλους, και καθ’ εαυτών άπαντα πράττειν; ου γάρ ούτως εκείνον ανάξιον αποφαίνεις της ευεργεσίας της σης, ως εαυτόν της του Θεού φιλανθρωπίας.
Ο γαρ περί τον σύνδουλον ακριβολογούμενος, πολλώ μάλλον τον Θεόν έξει τούτο ποιούντα. Μη τοίνυν καθ’ υμών φθεγγώμεθα, αλλά καν διά ραθυμίαν, και δι’ άργίαν προσίωσιν, ημείς παρέχωμεν, ως γάρ και ημείς διά ραθυμίαν αμαρτάνομεν, μάλλον δε άπαντα διά ραθυμίαν και ουκ απαιτεί δίκην ημάς ευθέως ο Θεός αλλά δίδωσι προθεσμίαν μετανοίας ημίν, τρίφων καθ’ εκάστην ημέραν, παιδεύων διδάσκων, τ’ άλλα πάντα χορηγών, ίνα και ημείς ζηλώσωμεν τον έλεον αυτού τούτον, καταλύσωμεν τοίνυν την ωμότητα ταύτην, εκβάλωμεν την θηριωδίαν, άτε εαυτούς μάλλον η ετέρους ευεργετούντες, τούτοις μεν γαρ αργύριον διδόαμεν και άρτον και ιμάτιον, ημίν δε αυτοίς μεγίστη ν’ προσετιθέμεθα δόξα, και ην ουκ ενι παραστήσαι λόγω, τα γαρ σώματα άφθαρτα αποβαλόντες συνδοξασόμεθα και συμβασιλεύσομεν τω Χριστώ» (Αγ. Χρυσόστομος).
Ας μη κρίνωμεν, λοιπόν, τους άλλους και ας ενθυμούμεθα το του Κυρίου” «Ο αναμάρτητος υμών πρώτος τον λίθον βαλέτω».
Ο αείμνηστος καλός εργάτης του Ευαγγελίου
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ
μέσα από τα γραπτά του
Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”
Θεσσαλονίκη