ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ – Η μαλθακότητα δεν βοηθάει ούτε σωματικά ούτε ψυχικά. Έτσι αποφαίνεται η Ιατρική, έτσι και η Θεολογία.
Τη χειρωνακτική δουλειά και απασχόληση την έχει ευλογήσει ο Κύριος με την προσωπική Του εργασία, αυτή που Του έδωσε την προσωνυμία «ο τέκτων» (Μάρκ. 6.3).
Ρωτάει επομένως ο Μέγας Βασίλειος (Ασκητικαί Διατάξεις 23): Ποιος θα παραπονεθεί ότι είναι ταπεινωτικά τα έργα του, αν αυτά τα έκανε και ο Κύριος;
Πράγματι εργαζόταν χειρωνακτικά, έπλυνε τα πόδια των μαθητών (Ιω. 13.4-5), και ακόμη κακοπάθησε, κουράσθηκε από οδοιπορία και πείνασε (Ιω. 4.6,8), αγρύπνησε (Λουκ. 6.12), δίψασε (Ιω. 19.28) κλπ.
Επαινώντας ακριβώς τη σκληραγωγία του Προδρόμου είχε πει: «Αλλά τι εξήλθετε ιδείν; άνθρωπον εν μαλακοίς ιματίοις ημφιεσμένον; ιδού οι τα μαλακά φορούντες εν τοις οίκοις των βασιλέων εισίν» (Ματθ. 11.8).
Επίσης ο μέγας Διδάσκαλος τους δώδεκα μαθητές Του τους είχε διαλέξει κατά κύριο λόγο από το επίμοχθο επάγγελμα των ψαράδων. Το ίδιο και οι άγιοι· υπήρξαν «γιοι της εργασίας» (Α’ Παραλ. 26.29) και αγίασαν τις διάφορες εργασίες, όπως και η Θεοτόκος τα οικιακά. Ο Θεός έδωσε την εργασία στον Αδάμ (Γεν. 2.15). Συνεπώς κατά φύση η εργασία, οπότε κατ’ ανάγκη παρά φύση η αεργία.
«Ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω. ακούομεν γάρ τινας… μηδέν εργαζομένους, αλλά περιεργαζομένους· τοις δε τοιούτοις παραγγέλλομεν… ίνα μετά ησυχίας εργαζόμενοι τον εαυτών άρτον εσθίωσιν» (Β’ Θεσ. 3.10-12), και να μη ζουν παρασιτικά σε βάρος τρίτων. Τα γράφει αυτά αυτός ο Παύλος (Β’ Θεσ. 3, 8· Α’ Κορ. 4.12). Υπογραμμίζει δε o ιερός Χρυσόστομος ότι, εκτός από την εργασία του προς βιοπορισμό, «μεγάλο έδειχνε κόπο για τη δουλειά, ώστε να μπορέσει να βοηθήσει και άλλους». (Εις το Ασπάσασθε Πρίσκιλλαν και Ακύλλαν Α’ 5). Και τούτο το τελευταίο το είχε εξομολογηθεί ο μέγας απόστολος λέγοντας «Ταις χρείαις μου και τοις ούσι μετ’ εμού υπηρέτησαν αι χείρες αύται» (Πρ. 20.34).
Εμείς δεν έχουμε τις ευθύνες και τον φόρτο που είχε ο απόστολος των εθνών. Εμείς επιδιώκουμε ανάπαυση, ρωτάει ο αββάς Κασσιανός, «στους οποίους δεν παραδόθηκε ούτε κήρυγμα του Ευαγγελίου ούτε των Εκκλησιών η μέριμνα, αλλά μόνο της δικής μας ψυχής η φροντίδα»; (Προς Κάστορα επίσκοπον, Περί Ακηδίας).
Μας «ταρακουνάει» ο ιερός Χρυσόστομος: «Και άνω και κάτω πολύ [προφέρεται και κυριαρχεί] το όνομα της αναπαύσεως. Τι λες, άνθρωπε; Ενώ διατάχθηκες να βαδίζεις τεθλιμμένη οδό [Ματθ. 7.14], ρωτάς για ανάπαυση; Και ενώ προστάχθηκες να εισέλθεις δια της στενόχωρης πύλης [Ματθ. 713], επιζητάς ευρύχωρη;… Τί λες, άνθρωπε; Ενώ μέλλεις να βαδίσεις προς τον Ουρανό… ρωτάς αν υπάρχει τίποτε δύσκολο κατά την οδό αυτή… και δεν ντρέπεσαι;» (Περί Κατανύξεως Α’ 6).
Προσοχή λοιπόν, μας συμβουλεύει η Κλίμαξ, «μήπως λέγοντας ότι οδεύουμε πάνω στη στενή και τεθλιμμένη οδό, πλανηθήκαμε κατέχοντας την πλατειά και ευρύχωρη» (2.13).
Ιερομόναχος Ιουστίνος