Του Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
«Έχετε θάρρος, Εγώ είμαι. Μη φοβάστε» (Μθ. 14,27)
Αμέσως μετά το θαυματουργικό χορτασμό πλέον των 5.000 περίπου ανθρώπων (χωρίς να αριθμούνται οι γυναίκες και τα παιδιά τους), ο Ιησούς έπεισε τους μαθητές Του (γιατί δεν ήθελαν να τον αποχωριστούν) να μπουν στο καΐκι και να περάσουν, πριν απ’ αυτόν, στο απέναντι μέρος της λίμνης Γεννησαρέτ, έως ότου ο ίδιος απολύσει τα πλήθη. Υπήρχε κίνδυνος εξάλλου να παρασυρθούν και οι μαθητές τού Θεανθρώπου στο να ανακηρύξουν τον Ιησού βασιλέα, όπως πολλοί εκ των Ιουδαίων θεωρούσαν τον ερχόμενο γι’ αυτούς Μεσσία. Και όταν (ευλογώντας) διέλυσε τον κόσμο, ανέβηκε στο όρος, όπως συνήθιζε, για να προσευχηθεί μόνος Του, χωρίς να ανακοινώσει κάτι τέτοιο στους μαθητές Του, αφού στα μάτια του Θεού είναι αρεστός ο κρυπτός εν τη καρδία άνθρωπος. Διδασκόμεθα μάλιστα να χρησιμοποιούμε αρμονικά τόσο την σωστή επικοινωνία μας με τον κόσμο, όσο και την κατά μόνας ή την λειτουργική προσευχή.
Όταν βράδιασε, ήταν εκεί μόνος. Το πλοιάριο βρισκόταν ήδη στο μέσο της λίμνης και πάλευε με τα κύματα, διότι ο άνεμος ήταν αντίθετος. Κατά την τέταρτη δε νυχτερινή βάρδια, περίπου δηλαδή στις 5 το πρωί, ήρθε ξαφνικά κοντά τους ο Ιησούς, περπατώντας πάνω στη θάλασσα. Δεν ήρθε εξαρχής κοντά τους, αλλά καθυστέρησε σκόπιμα ο Κύριος, για να υποδείξει την καρτερική υπομονή στους κινδύνους και την εμμονή στην πίστη. Όταν τον είδαν ΟΛΟΙ οι μαθητές (Μάρκ. 6,49) να περπατάει μέσα στη νύχτα πάνω στη θάλασσα -που σημαίνει ότι δεν επρόκειτο για παραπλάνηση των οφθαλμών τους- φοβήθηκαν, νομίζοντας ότι είναι φάντασμα. Ίσως περίμεναν το τέλος τους, από το φόβο τους έβαλαν τις φωνές, και προφανώς άρχισαν να προσεύχονται δυνατά.
Μόλις είδε ο Ιησούς ότι ξαφνιάστηκαν και τρόμαξαν οι μαθητές, αμέσως τούς μίλησε λέγοντας: «Έχετε θάρρος, Εγώ είμαι. Μη φοβάστε». Με το άκουσμα της φωνής Του, οι μαθητές αναθάρρησαν. Η πίστη σ’ Αυτόν τούς ηρέμησε, όπως πράγματι ηρεμεί και βοηθάει ψυχικώς κάθε άνθρωπο που αντιμετωπίζει κινδύνους και προβλήματα.
Του απάντησε ο Πέτρος και είπε: «Κύριε, αν είσαι εσύ, επίτρεψέ μου να ‘ρθω κοντά σου πάνω στα κύματα». Βλέπουμε στο σημείο αυτό ότι ο Πέτρος δεν ζήτησε απλά από το Χριστό να μπορέσει εγωιστικά να σταθεί πάνω στο νερό, χάριν ταχυδακτυλουργίας ή περιεργείας, αλλά Του λέει: “Επίτρεψέ μου να βαδίσω πάνω στα κύματα ΓΙΑ ΝΑ ‘ΡΘΩ ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ”. Και το θαύμα έγινε, όπως θα δούμε, επειδή ο Πέτρος ζήτησε κάτι τέτοιο από μεγάλη αγάπη προς τον Θεάνθρωπο. Άρα η αληθινή αγάπη οδηγεί σε πολλά θαύματα, είναι πάντα δημιουργική και εκ Θεού. Και ο Κύριος τού είπε: «ΈΛΑ». Που σημαίνει ότι “Εγώ είμαι η αλήθεια και η ζωή και η αιώνια λύτρωση των ανθρώπων”. Πράγματι ο Πέτρος περπάτησε προσωρινώς πάνω στα νερά, σαν να περπατούσε στη στεριά, όχι με τις δικές του δυνάμεις, αλλά με τη Χάρη του Θεού που είναι παντοδύναμη. Αυτό αποδεικνύει ότι δεν υπάρχουν δυνάμεις εσωτερικές και υπερφυσικές μέσα σε κάθε άνθρωπο, αλλά είτε ο Θεός θα επενεργεί στον άνθρωπο, είτε ο διάβολος με τα θεατρινίστικα κατορθώματά του.
Βλέποντας όμως τον άνεμο ο Πέτρος, σε λίγο φοβήθηκε, αν και ήταν ψαράς και καλός κολυμβητής. Επομένως ας μην έχουμε πολύ εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, αλλά η δύναμή μας να είναι το Άγιο Πνεύμα, ο Παράκλητος. Κι όταν ασθένησε η πίστη του, και άρχισε να βουλιάζει, φώναξε λέγοντας: «Κύριε, σώσε με». Αμέσως ο Ιησούς, αφού άπλωσε το χέρι Του, τον έπιασε, και στη ουσία τού είπε: «Ολιγόπιστε! Γιατί δείλιασες, αφού Εγώ είμαι μαζί σου; Εγώ δεν σε κράτησα στην επιφάνεια, αν και τα κύματα ήταν τεράστια; Πώς τώρα μπροστά στον άνεμο δεν έδειξες την ίδια πίστη;» Χείρα βοηθείας απευθύνει συνεχώς ο Θεός στα πλάσματά Του, και όσοι πιστεύουν στον Υιό του Θεού δεν θα καταισχυνθούν, ούτε σ’ αυτή ούτε στην άλλη ζωή.
Μαθαίνουμε λοιπόν ότι δεν πρέπει να αποθαρρυνόμαστε από τις πρόσκαιρες τρικυμίες της ζωής, αφού ο Κύριος στέκεται πάντοτε δίπλα μας. Το επεισόδιο αυτό είναι αδύνατο να επινοήθηκε -όπως ορισμένοι ορθολογιστές ισχυρίστηκαν- αλλά είναι αυθεντικό, αφού ταιριάζει άψογα στο χαρακτήρα του Πέτρου: Η εμπιστοσύνη του προς τον διδάσκαλο, η ασταθής ορμή του χαρακτήρα του (που εδώ τον ώθησε να συναντηθεί πρώτος με τον Χριστό), η τάση του προς τον κίνδυνο χάριν της πίστεως, ο ανατέλλων φόβος του αμέσως μετά τη γενναία πράξη του, είναι τα ίδια που συνοδεύουν τον Πέτρο και κατά τον μετέπειτα χρόνο της σύλληψης και του Πάθους του Κυρίου, όταν φωνάζει πως δεν θα Τον εγκαταλείψει ποτέ, και όμως τον αρνήθηκε τρεις φορές. Ή όταν πρώτος σπεύδει να δει και ψηλαφίσει τον άδειο τάφο, με το άκουσμα της αναστάσεως του Σωτήρος από τις Μυροφόρες.
Και μόλις μπήκαν στο πλοίο, τότε σταμάτησε ο άνεμος, ώστε να αντιληφθούν όλοι ότι ο Χριστός έκανε το θαύμα και δεν ηρέμησε η φύση από μόνη της. Κι όσοι ήταν μέσα στο πλοίο, δηλαδή οι υπόλοιποι μαθητές και οι συνεργάτες τους αλιείς, αφού πλησίασαν, τον προσκύνησαν με μεγάλη ευλάβεια, λέγοντας: «ΑΛΗΘΙΝΑ, ΕΙΣΑΙ ΓΙΟΣ ΘΕΟΥ». Αυτό σημαίνει ότι τον θεώρησαν περισσότερο από άνθρωπο, ένεκα της εξουσίας Του πάνω στα στοιχεία της φύσεως, και σιγά σιγά, όσο μεγάλωνε η πίστη τους προς το πρόσωπό Του, άρχισαν να τον βλέπουν και ως Μεσσία, απεσταλμένο του Πατρός. Και αφού διέσχισαν τη θάλασσα, ήρθαν στην περιοχή Γεννησαρέτ, σε πεδινή χώρα ευφορώτατη, όπως εύφορος και γόνιμος, σε αγάπη και σε δημιουργία, καθίσταται εκείνος που εναποθέτει την ελπίδα του στον Τριαδικό Θεό. Εκεί ο Ιησούς συνέχισε, επί μακρό χρονικό διάστημα, σε χωριά και σε πόλεις που έμπαινε, να θεραπεύει πολύ μεγάλο αριθμό αρρώστων, ενώ έτσι αντιλήφθησαν πλέον καλώς οι περισσότεροι, ότι είναι όντως ο Υιός του Θεού. [βλ. Π.Ν. Τρεμπέλα: “Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον”, εκδ. ο Σωτήρ, Αθ. 1989, σελ. 281-284].
Αγαπητοί αναγνώστες, μέσα στα καθημερινά αδιέξοδα της βίωσης του κακού και των παθών, της παρουσίας του πόνου και του θανάτου, δεν πρέπει να διαφεύγει σε κανέναν ότι Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΕΞΟΔΟΣ ΜΑΣ από την αμαρτία, την απελπισία και την ψυχοσωματική σκλαβιά. Σε κάθε επικίνδυνη περιπέτειά μας, μέσα στη θάλασσα των θλίψεων, ας ηχεί στην καρδιά και το νου των πιστών, η παρήγορη και σώζουσα φωνή του Χριστού: «ΜΗ ΦΟΒΑΣΤΕ, ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΜΑΖΙ ΣΑΣ».