Όπως σε όλες τις μεσαιωνικές κοινωνίες, έτσι και στη Βυζαντινή, το παιδί δεν αποτελεί το κέντρο ενδιαφέροντος της οικογένειας και η θέση του δεν είναι προνομιακή μεταξύ των μελών της. Οι κοινωνικές αντιλήψεις επηρεάζουν την ενασχόληση της επιστήμης με το παιδί και η φροντίδα της υγείας του δε διαχωρίζεται από εκείνη των ενηλίκων. Οι πληροφορίες από τις ιστορικές, αγιολογικές και ιατρικές πηγές συνηγορούν στην έλλειψη της Παιδιατρικής ειδικότητας, αλλά ταυτόχρονα μαρτυρούν τη στάση της Εκκλησίας προς τον ανήλικο πληθυσμό σχετικά με τη ζωή του (απαγόρευση εκτρώσεων και έκθεσης βρεφών σε σύμφωνη νομοθετική ρύθμιση από την Πολιτεία) και την υγεία του (σωματική, ψυχική και κοινωνική) θέτοντας τη φιλανθρωπία στην κορυφή των αρετών και υλοποιώντας την με τη δημιουργία ευαγών ιδρυμάτων και με την αφιέρωση αρκετών αγίων αποκλειστικά στην προστασία των παιδιών και τη θαυματουργική θεραπεία τους από τις αρρώστιες.
ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΗΛΙΚΙΩΝ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η νομική αναγνώριση της παιδικής ηλικίας ως αυτοτελές έννομο αγαθό είναι ανύπαρκτη στο μεγαλύτερο διάστημα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και μόνο στους τελευταίους αιώνες επιχειρείται να καλυφθεί το κενό με το έργο του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου «Εξάβιβλος». Στο κεφάλαιο «Περί άνηβων και αφηλίκων», του ανωτέρω συγγράμματος, ορίζεται η ανηλικότητα από τη γέννηση μέχρι το 25ο έτος και καταγράφονται οι ειδικότερες διακρίσεις.
«Ίμφαντες» ή «νήπιοι» ονομάζονται οι ανήλικοι μέχρι 7 ετών. «Άνηβοι» καλούνται τα αγόρια μέχρι το 14ο και τα κορίτσια μέχρι το 12ο έτος της ηλικίας τους και «αφήλικες» από τα όρια αυτά μέχρι το 25ο έτος.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΜΒΡΥΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΡΕΦΟΥΣ
Η διάθεση του νομοθέτη να προστατεύσει τον παιδικό πληθυσμό από κάθε επιβουλή εναντίον του είναι εμφανής στην αυξανόμενη αυστηρότητα με την οποία τιμωρούνται οι αξιόποινες πράξεις που στρέφονται κατά των ανηλίκων. Η μέριμνα αυτή επεκτείνεται στα έμβρυα, τα οποία έχουν τα ίδια δικαιώματα και θεωρούνται αναπτυσσόμενες ψυχοσωματικές οντότητες. Ο σεβασμός προς το έμβρυο επιβάλλει την αναστολή κάθε καταδίκης της μητέρας στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά ακόμα και την υποχρεωτική αφαίρεση του κυήματος από την αποθανούσα έγκυο λόγω πιθανότητας να είναι ζωντανό. Η Πολιτεία φροντίζει επίσης σε περιπτώσεις θανάτου του πατέρα ή διαζυγίου να αναλάβει την προστασία του παιδιού που θα γεννηθεί διορίζοντας «κουράτορα» (επίτροπο) που οφείλει να μεριμνήσει για την ανατροφή του.
Υπό την επίδραση του Χριστιανισμού παγιώνεται η απαγόρευση των εκτρώσεων και καταδικάζονται τόσο από την Εκκλησία όσο και από την Πολιτεία ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίον γίνονται (κληρονομικά δικαιώματα, διαζύγιο, αντίδραση προς το σύζυγο, δωροδοκίες συγγενών, προσωπική επιθυμία της μητέρας), της οικογενειακής κατάστασης της μητέρας (νόμιμο ή νόθο έμβρυο) και της χρονικής στιγμής (πρώιμη ή πιο προχωρημένη εγκυμοσύνη). Η ποινή περιλαμβάνει τη μητέρα αλλά και το συνεργό της στην πράξη που ισοδυναμεί με φόνο, δηλαδή τον ιατρό, τη μαία ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και κυμαίνεται από εξορία, σωματικές ποινές, δήμευση περιουσίας, ακόμα και θάνατο. Η Εκκλησία προσθέτει και 10ετές επιτίμιο.
Η μέριμνα της Πολιτείας επεκτείνεται σε όλη τη διάρκεια της εμβρυικής ζωής και στον τοκετό. Καταλογίζονται ευθύνες στη μητέρα αν χάσει το νεογνό από αμέλεια. Αποφασιστική είναι και η παρέμβαση της νομοθεσίας στο ευρύτατα διαδεδομένο φαινόμενο στις κοινωνίες της αρχαιότητας, την έκθεση βρεφών: εκείνος που εκθέτει ένα νεογέννητο, όποια έκβαση και αν προκύψει (αν επιζήσει ή όχι το νεογνό) χαρακτηρίζεται ως φονιάς. Ο νόμος θεωρεί ένοχο όποιον πνίγει, εκθέτει σε δημόσιο χώρο ή αρνείται την τροφή σε βρέφος. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός κατάργησε το δικαίωμα του πατέρα να απορρίπτει τα παιδιά του, απόρροια ενός αρχαίου δικαιώματος που διαιωνιζόταν μέχρι τότε. Ωστόσο η διαρκής ανανέωση της απαγόρευσης αυτής σε όλες τις νομοθεσίες είναι ενδεικτική ότι δεν ήταν εύκολο να καταργηθούν αντιλήψεις αιώνων παρά το πνεύμα του Χριστιανισμού που κυριαρχεί στο Βυζάντιο.
ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΙΔΙΟΥ
Το θέμα αυτό εξακολουθεί μέχρι σήμερα να απασχολεί τις σύγχρονες κοινωνίες χωρίς να έχει αντιμετωπιστεί ριζικά παρά τις συνεχείς νομικές ρυθμίσεις και τις αυστηρές ποινές που προβλέπονται για τους ενόχους. Στη Βυζαντινή εποχή οι νόμοι παρακάμπτονταν με ποικίλους νομότυπους τρόπους ή και καταπατούνταν τόσο συχνά, ώστε να απαιτείται η επανάληψη των διαταγμάτων και η αδιάλειπτη εφαρμογή τους. Ένας «ευέλικτος» τέτοιος νόμος επέτρεπε το γάμο από την ηλικία των 12 ετών για τα κορίτσια και των 14 για τα αγόρια και μια ακόμα πιο «ευέλικτη» τροποποίηση ευλογούσε τους αρραβώνες από την ηλικία των 7 ετών και για τα δύο φύλα. Ο σύζυγος αναλάμβανε την υποχρέωση να περιμένει τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας για τη σύναψη σχέσεων, αλλά το πλήθος των ακυρώσεων γάμων και αρραβώνων λόγω της παραβίασης αυτής είναι ενδεικτικό της κατάχρησης. Οι υποθέσεις που έφταναν μέχρι τους τοπικούς επισκόπους και το Πατριαρχείο αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Αναφέρονται κατηγορίες για γονείς που παραποιούν ή αποκρύπτουν την ηλικία των θυγατέρων τους και επιπλέον δωροδοκούν τους ιερείς για την εκτέλεση του γάμου, αδιαφορώντας για τις συνέπειες της σεξουαλικής κακοποίησης σε ηλικία προεφηβική ή και νηπιακή. Οι σωματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις είναι ολέθριες για τα νεαρά κορίτσια: 12χρονη, που βιάστηκε από τον μνηστήρα της ήδη από την ηλικία των 7 ετών, ζητούσε επίμονα διαζύγιο διότι «δεν μπορούσε να ανεχθεί ούτε τη θέα του» και αν δεν κατόρθωνε να διαζευχθεί απειλούσε ότι «θα έπεφτε στον γκρεμό». Άλλο 7χρονο κορίτσι, που ο πατέρας τη δήλωσε ψευδώς 12χρονη, βιάστηκε από τον μνηστήρα κατά τρόπο απάνθρωπο: επειδή δυσανασχετούσε της έφραξε το στόμα ώστε «αίμα εξήλθε από τα αυτιά» και έκτοτε κατατρόμαζε και μόνο «στη θέα ανδρός». Οι τιμωρίες όπως η διαπόμπευση, η δήμευση περιουσίας ή η χρηματική αποζημίωση, η εξορία, η ρινοκοπία και άλλες ανάλογα με τις περιστάσεις δε συνετίζουν τους παραβάτες.
Η νομική προστασία επεκτείνεται και στα μικρά αγόρια με θέσπιση αυστηρών ποινών για τους ενόχους σε ασέλγεια. Ο νομοθέτης είναι αυστηρός για όσους παρασύρουν παιδιά με δώρα και υποσχέσεις και η Εκκλησία καταδικάζει κάθε τέτοια πράξη. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει τον κίνδυνο να δελεαστούν οι ανήλικοι από τους παιδεραστές «με γλυκά και λιχουδιές» και να βιαστούν ή να απαχθούν για να πουληθούν σε μακρινές αγορές. Η στάση της Εκκλησίας επηρεάζει τη νομοθεσία: από τον 4ο αιώνα θεσπίστηκε η ποινή της θανάτωσης με ξίφος που τυπικά διατηρήθηκε σε ισχύ για πολλούς αιώνες. Όμως στην πράξη η συνήθης ποινή ήταν η κοπή των γεννητικών οργάνων. Υπάρχουν μαρτυρίες ιστορικών και χρονογράφων για μια ομάδα παιδεραστών το δεύτερο χρόνο της βασιλείας του Ιουστινιανού, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και οι επίσκοποι Ησαΐας ο Ρόδιος και Αλέξανδρος Διοσπόλεως Θράκης. Όλοι υποβλήθηκαν σε αποκοπή των γεννητικών οργάνων και διαπομπεύτηκαν «περιφερόμενοι γυμνοί στην αγορά» προς παραδειγματισμό των υπολοίπων αρσενοκοιτών. Φαίνεται μάλιστα, ότι ο φόβος που κατέλαβε μεγάλο μέρος των επιθυμούντων νεαρά αγόρια απέτρεψε την επέκταση του φαινομένου και, σύμφωνα με τον ιστορικό Γεώργιο Κεδρηνό «σωφρονίστηκαν». Η διαρκής ανάγκη όμως ανανέωσης των απαγορεύσεων στη νομοθεσία αποδεικνύει μάλλον το αντίθετο. Πρόνοια λαμβάνεται μόνο για το ανήλικο θύμα, το οποίο είτε εισάγεται σε μοναστήρι είτε εξακολουθεί και παραμένει στην οικογένεια απαλλασσόμενο από κάθε ευθύνη «διότι η ηλικία του δεν του επιτρέπει να συνειδητοποιήσει τη βλάβη που υπέστη».
Η παιδική πορνεία αποτελεί συνηθισμένη εκδήλωση σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών από τους μαστροπούς, που σε ορισμένες περιπτώσεις προέρχονται από την ίδια την οικογένεια. Άποροι και εξαθλιωμένοι γονείς δέχονται να πουλήσουν μικρά κορίτσια στους μαστροπούς έναντι 5 χρυσών νομισμάτων, παρά την απειλή του νόμου που τιμωρεί αμφότερους. Αναφέρονται πόρνες ηλικίας ακόμα και 10 ετών που αμείβονται όσο και οι μεγαλύτερες.
Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών κορυφώνεται σε καιρούς πολέμων και ιδιαίτερα σε εμπλοκές αμάχων, όπως συμβαίνει σε αλώσεις μικρών ή μεγαλύτερων πόλεων. Στην άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σταυροφόρους το 1185 ο Ιωάννης Καμενιάτης γράφει: «πρώτους στα πλοία μετέφεραν τους νέους και τις νέες» και ακόμα ότι «η φύση των αγοριών μετατράπηκε σε γυναικεία χρήση». Στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από Σταυροφόρους το 1204, ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει ότι οι γονείς «με λάσπη άλειφαν τα πρόσωπα των κοριτσιών τους ώστε να μη φαίνεται η ομορφιά τους και προκαλούν τους θεατές αρχικά και μελλοντικά βιαστές ύστερα». Σχεδόν τρεις αιώνες αργότερα, οι σκηνές επαναλαμβάνονται στη Θεσσαλονίκη από Οθωμανούς, σύμφωνα με την περιγραφή του Μιχαήλ Δούκα: «μπορούσε κανείς να δει αυτά τα τέρατα (τους κατακτητές) να σέρνουν πίσω τους νέους και ανήλικες παρθένους και μικρά βρέφη, τραβώντας τους». Τέλος, το δράμα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ τον Πορθητή, είχε τραγικές συνέπειες στον άμαχο πληθυσμό και ιδιαίτερα στον ανήλικο. Οι σκηνές που περιγράφονται από τους ιστορικούς είναι χαρακτηριστικές για τη βιαιότητα που άσκησαν οι κατακτητές στα παιδιά που έπεσαν στα χέρια τους: «Ο καθένας από αυτούς άρπαζε ένα κορίτσι και καθώς το διεκδικούσε άλλος και το τραβούσε, το ξεμάλλιαζαν και το ξεγύμνωναν… παρθενικά πλάσματα που δεν τα είχε δει ο ήλιος ούτε καλά – καλά ο ίδιος πατέρας τους, τα τραβολογούσαν, τα έσπρωχναν με τη βία, χτυπώντας τα συγχρόνως με ραβδί».
ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ
Η έλλειψη φροντίδας από τους γονείς προς τα παιδιά τους επισύρει νομικές κυρώσεις. Το κράτος υποχρεώνει γονείς και κηδεμόνες να παρέχουν τροφή και υγειονομική περίθαλψη στα τέκνα και να τα προστατεύουν, αν πάσχουν από κάποιο ψυχικό νόσημα. Στο θέμα όμως της βίας μέσα στην οικογένεια και στο σχολείο, η νομοθεσία διαφοροποιεί τις ευθύνες των σωματικών βλαβών που επιφέρονται στους ανήλικους από γονείς, δασκάλους και συγγενείς, αν ο σκοπός είναι ο σωφρονισμός. Αντίθετα δεν δικαιολογούνται και τιμωρούνται οι πράξεις βίας ενήλικων κατά παιδιών που δεν συνδέονται με συγγενική ή παιδαγωγική σχέση μαζί τους. Στο σχολείο η παράδοση της σωματικής βίας συνεχίζεται από την αρχαιότητα με στόχο τη φιλομάθεια και την υπακοή. Η ρήση του Ορειβάσιου «από την ηλικία των 6-7 ετών αγόρια και κορίτσια να παραδίδονται σε δασκάλους με πράο και φιλάνθρωπο χαρακτήρα» απηχεί τη γνώμη ενός φωτισμένου ιατρού και φιλοσόφου για τη σωστή μεταχείριση των παιδιών στην πρώτη τους επαφή με την εκπαίδευση. Οι Πατέρες της Εκκλησίας αναγνωρίζουν κάποια χρησιμότητα στις σωματικές ποινές διότι συχνά τα απρόσεκτά παιδιά μετά τις πληγές που υπέστησαν «άνοιξαν τα αυτιά τους και διατήρησαν στη μνήμη τους τα μαθήματα». Η βιαιότητα των δασκάλων μερικές φορές λειτουργεί ως στοιχείο διαφήμισης, διότι οι γονείς τους προτιμούν και τους θεωρούν ως ικανότερους στην εκπαίδευση. Τα όργανα σωφρονισμού (ράβδος και μαστίγιο) είναι παρόντα και συνεχώς σε χρήση κατά των αμελών μαθητών, ενώ δεν υπάρχουν αντίθετες φωνές που να καταδικάζουν υπερβάσεις στην εξουσία των διδασκόντων. Έτσι ο Μιχαήλ Ψελλός αποδέχεται ότι «η ήπια σωματική τιμωρία ευοδώνει τη μάθηση», ενώ δεν λείπουν περιγραφές (Ιωάννης Χρυσόστομος) μαθητή που τρέμει από το φόβο του για την επικείμενη τιμωρία μπροστά στο δάσκαλο που κρατάει απειλητικά το μαστίγιο ή (Γρηγόριος Νύσσας) ήδη τιμωρημένου μαθητή που έχει πρηστεί από τα κτυπήματα του μαστιγίου. Σ’ αυτή τη μορφή βίας προστίθενται, στο σχολείο και στο σπίτι, ραπίσματα, τραβήγματα μαλλιών, άλλες ταπεινώσεις όπως εμπτυσμός και μουτζούρωμα του προσώπου με μελάνι. Είναι χαρακτηριστική η παρουσία της βίας κατά των παιδιών σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ακόμα και μέσα στην αυτοκρατορική οικογένεια: ο αυτοκράτορας Αρκάδιος γιος και διάδοχος του Μεγάλου Θεοδοσίου, έφερε σε όλη του τη ζωή τα σημάδια των πληγών που του είχε προξενήσει ο παιδαγωγός του Άγιος Αρσένιος για να τον τιμωρήσει για κάποιο σφάλμα του. Τα παιδιά των αυτοκρατόρων αντιμετωπίζουν σοβαρούς κινδύνους κατά της σωματικής τους ακεραιότητας και της ίδιας της ζωής τους από αντιπάλους και σφετεριστές του θρόνου. Περιγράφεται ο θάνατος του 6χρονου Τιβέριου, γιου του Ιουστινιανού Β’, τον οποίο οι έμπιστοι του νέου αυτοκράτορα Φιλιππικού άρπαξαν μέσα από την εκκλησία των Βλαχερνών, όπου είχε καταφύγει «και του έστριψαν το λαρύγγι σαν πρόβατο». Ο ίδιος ο πατέρας του προηγουμένως είχε διατάξει να θανατωθούν όλα τα παιδιά της πόλης Χερσώνας και διέταξε νέα εκστρατεία για να εκτελεστεί η διαταγή του.
ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Τα διδάγματα του Χριστιανισμού είχαν ευεργετικές επιδράσεις σε θέματα προστασίας της παιδικής ηλικίας, ιδίως ορφανών και περιπλανώμενων παιδιών, που ο αριθμός τους ήταν πολύ μεγάλος, όχι μόνο λόγω φυσικού θανάτου των γονέων, αλλά και των ποικίλων περιπετειών της αυτοκρατορίας (αλώσεις, αιχμαλωσίες, εκστρατείες) και των φυσικών καταστροφών (λοιμοί, λιμοί, σεισμοί). Το πνεύμα της φιλανθρωπίας υπαγόρευε τη δημιουργία ορφανοτροφείων και την εκπαίδευση των τροφίμων στα γράμματα ή σε χειρωνακτικά επαγγέλματα και την αποκατάσταση των κοριτσιών με γάμο. Ο αυτοκράτορας είχε υπό τη σκέπη του τα ορφανά των ευαγών ιδρυμάτων της Κωνσταντινούπολης, τα οποία επισκεπτόταν κάθε Τετάρτη μετά το Πάσχα μαζί με τον διευθυντή (ορφανοτρόφο), έψαλλαν μαζί, μοίραζε δώρα και τα φιλούσε ένα – ένα χωριστά κατά την αναχώρησή του, δίνοντας το καλό παράδειγμα για τους άλλους εύπορους πολίτες.
Μαρτυρίες για την ύπαρξη και τη δημιουργία ορφανοτροφείων και βρεφοκομείων υπάρχουν σε πλήθος πηγών ενδεικτικές για τις αντιλήψεις και τη νοοτροπία της Βυζαντινής κοινωνίας. Η Εκκλησία με τη σειρά της υλοποιεί τη χριστιανική διδασκαλία με τα ευαγή ιδρύματα και τις προσπάθειες να οικοδομηθούν συνθήκες δικαιοσύνης επίγειες, εναρμονίζοντας το κοσμικό με το υπερβατικό στοιχείο. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Βυζαντινής λατρείας εκδηλώνεται σε πλήθος αποσπασμάτων των ιερών κειμένων, όπως το κατωτέρω από τη Θεία Λειτουργία: «τα νήπια έκθρεψον, τη νεότητα παιδαγώγησον, ορφανών υπεράσπισον, νοσούντας ίασαι».
ΑΤΕΚΝΙΑ – ΓΕΝΝΗΣΗ – ΥΙΟΘΕΣΙΑ – ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ
Κάθε βυζαντινή οικογένεια θεωρούσε ύψιστο σκοπό τη συνέχειά της μέσω της απόκτησης απογόνων. Η τεκνοποίηση όχι μόνο ήταν αυτονόητη, αλλά και πηγή μεγάλης χαράς και ευλογίας για το ζευγάρι. Τα παιδιά αποτελούσαν στήριγμα για τους γονείς στα γηρατειά τους, αλλά και ελπίδα διατήρησης και διεύρυνσης των κοινωνικών οριζόντων τους είτε με την επαγγελματική τους άνοδο, είτε με επωφελείς γάμους. Η ατεκνία αποτελεί αιτία λύπης, αλλά και ντροπής για την οικογένεια, ως κοινωνικό στίγμα που προϋποθέτει αμαρτία, αλλά και «μέγιστο κακό διότι σβήνει εντελώς τη μνήμη των γονέων που απεβίωσαν». Ο ιστορικός Ιωάννης Κίνναμος παραθέτει μαρτυρία για την προμήθεια φαρμάκων από μάγους για να χορηγηθούν στους εχθρούς τους με σκοπό να μείνουν άκληροι. Αντίθετα κάθε άτεκνη γυναίκα κατέφευγε στην επιστήμη, στη θρησκεία και στη μαγεία για να αποφύγει τη μειονεκτική θέση στον οικογενειακό και κοινωνικό της περίγυρο. Οι ιατροί συνιστούν ορισμένες τροφές με συλληπτικές ιδιότητες και μερικά θεραπευτικά της ατεκνίας φυτά, όπως «την ιεράν βοτάνην ελελίσφακος, επειδή η γυναίκα εάν πιεί το χυμό της και έχει σεξουαλική επαφή θα συλλάβει οπωσδήποτε» (Αέτιος ο Αμιδηνός). Ο Συμεών Σηθ προτείνει διατροφή με γαρίδες «οι οποίες έχουν κάποια ιδιότητα που συντελεί στην εγκυμοσύνη» και επίσης εφαρμόζονται πεσσοί συλληπτικοί με σκοπό κυρίως τη μηχανική συγκράτηση του σπέρματος στο γυναικείο οργανισμό. Οι Βυζαντινοί ιατροί γνωρίζουν ότι τα βιολογικά όρια τεκνοποίησης στις γυναίκες είναι περιορισμένα και δεν επιχειρούν να υποβοηθήσουν με οποιαδήποτε μέθοδο όποια έχει συμπληρώσει το 50ο έτος της ηλικίας της. Ο τοκετός, πέρα από τη διαχωριστική αυτή γραμμή, θεωρείται «θαυμαστός» και «πολύ σπάνια συμβαίνει», άποψη που υιοθετεί και η νομοθεσία: «η γυναίκα μετά το 50ο έτος της δεν δύναται πλέον να παιδοποιήσει».
Στον τομέα της σύλληψης (αλλά και της αντισύλληψης και των αμβλώσεων) κυριαρχεί η πρακτική ιατρική και η μαγεία. Αναφέρονται τα πιο παράδοξα αντικείμενα ως συλληπτικά: αίμα λαγού, λίπος χήνας, τερεβινθίνη, οστό από ελάφι, αετίτης λίθος, σαρδόνυξ λίθος (ο τελευταίος επιπλέον αποτρέπει και τις αποβολές). Οι γοητείες, οι μαγγανείες, τα φυλακτήρια και άλλες μορφές μαγείας ήταν η κατάληξη της απεγνωσμένης αναζήτησης τεκνοποίησης από τις άτυχες συζύγους. Ακόμα και απάτες μεταχειρίζονταν για την απόκτηση του πολυπόθητου απογόνου κάποιες άτεκνες παρουσιάζοντας στο σύζυγό τους ξένο παιδί, αφού προηγουμένως είχαν προσποιηθεί εγκυμοσύνη, πράξη αξιόποινη για το νομοθέτη. Ακόμα και η προτίμηση για το φύλο του παιδιού μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη χορήγηση ειδικών βοτάνων για αρρενοτοκία, όπως «ρίζα σατυρίου και σεραπιάδος».
Σχετικά με την εξέλιξη του εμβρύου διατυπώνονταν ποικίλες αντιλήψεις κυρίως για το χρόνο εμφάνισης ανθρώπινης μορφής. Υπήρχε η άποψη ότι ο χρόνος αυτός ήταν διαφορετικός στα άρρενα έμβρυα (η 40η ημέρα της κύησης) από ό,τι στα θήλεα (80η ημέρα). Προοδευτικά όμως ενοποιήθηκε στην κοινή γνώμη αλλά και στον επιστημονικό κόσμο το χρονικό όριο των 40 ημερών και για τα δυο φύλα, πιθανότατα λόγω της ιδιαίτερης σημασίας του αριθμού αυτού στη φιλοσοφία των αριθμών και στη χριστιανική θρησκεία. Τις απόψεις αυτές εκφράζει ένα απόσπασμα που αποδίδεται στον Ιωάννη Δαμασκηνό: «Το σπέρμα μέσα στην κοιλιά την 3η ημέρα από τη σύλληψη αιματώνεται και σχηματίζεται η καρδιά, την δε 9η αποκτά σάρκα και συμπυκνώνεται, κατά δε την 40η αποκτά τέλεια μορφή. Ανάλογη είναι και η αναλογία και στους μήνες. Τον μεν 3ο μήνα κινείται το έμβρυο μέσα στη μήτρα και τον 9ο ολοκληρώνεται και ετοιμάζεται για την έξοδο». Ο Ορειβάσιος διατυπώνει την ιατρική άποψη σχετικά με τη διαμόρφωση του εμβρύου ως εξής: «Ο πρώτος σχηματισμός των εμβρύων λαμβάνει χώρα στις 40 ημέρες. Έως την 9η ημέρα σχηματίζονται τα μεγάλα αγγεία, έως τη 18η όργανα μυϊκά και οστικά και ανευρίσκεται πλέον ο καρδιακός σφυγμός. Περί την 27η ημέρα διαφαίνεται αμυδρά η ράχη και η κεφαλή, την 36η είναι ορατό πλέον ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα και μέχρι την 40η ημέρα». Είναι σαφής η αναφορά στον αριθμό 9 και τα πολλαπλάσιά του και σύμφωνη με προγενέστερες αντιλήψεις (Εμπεδοκλής, Διοκλής, Αθηναίος).
Αν μελετηθούν τα αγιολογικά κείμενα της πρώτης και μέσης Βυζαντινής περιόδου, παρέχουν πλήθος πληροφοριών για την υγεία αλλά και τη ζωή των παιδιών της αυτοκρατορίας από διαφορετική οπτική γωνία. Η Εκκλησία αφιερώνει ορισμένους από τους αγίους της στη φροντίδα της παιδικής ηλικίας, μερικοί δε αποκτούν εξειδικεύσεις στην αντιμετώπιση νοσημάτων είτε διαθέτοντας ιατρικές σπουδές, είτε με τη δύναμη της θαυματουργικής χάρης. Από τις ιδιαίτερες ενασχολήσεις του καθενός μπορεί να ανασυντεθεί ο χάρτης των νοσολογικών προβλημάτων της εποχής και των σημαντικότερων θεμάτων παιδικής νοσηρότητας που απασχόλησαν τους ιατρούς και την κοινωνία της εποχής. Υπάρχουν άγιοι που θεραπεύουν τη στειρότητα των ζευγαριών, άλλοι που ειδικεύονται στις συγγενείς διαμαρτίες περί τη διάπλαση, άλλοι που χορηγούν νέα βρέφη σε όσες μητέρες χάσουν τα δικά τους και άλλοι που χορηγούν γάλα στις μητέρες που θηλάζουν καλύπτοντας τα ιατρικά κενά της βρεφικής ηλικίας: υψηλή περιγεννητική και βρεφική θνησιμότητα, έλλειψη υποκατάστατου του μητρικού γάλακτος, αδυναμία επέμβασης σε συγγενείς διαμαρτίες περί τη διάπλαση. Η Εκκλησία εκτιμά το μητρικό θηλασμό και παροτρύνει τις μητέρες να μην προσλαμβάνουν τροφούς…
Η υιοθεσία είναι συνηθισμένη στη Βυζαντινή κοινωνία, αλλά την πρώιμη νομοθεσία διέπουν αυστηροί κανόνες που η νεότερη απαλύνει ή και αναιρεί, όπως την άρση της απαγόρευσης σε ευνούχους ή μόνες γυναίκες να υιοθετούν παιδιά. Ακόμα πιο ευνοϊκή είναι η νομοθεσία των Ύστερων χρόνων επιτρέποντας να υιοθετούν παιδιά και όσοι «προτίμησαν την παρθενία» και όσοι έχουν δικά τους παιδιά ήδη και αδιακρίτως φύλου και επιπλέον και οι ευνούχοι.
Όπως σε όλες τις κοινωνίες των Μεσαιωνικών χρόνων, έτσι και στο Βυζάντιο, η βρεφική κι η παιδική θνησιμότητα ήταν ιδιαίτερα αυξημένες και οι περισσότερες οικογένειες είχαν την εμπειρία θανάτου τουλάχιστον ενός από τα παιδιά τους, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση και το επίπεδο διαβίωσης. Η απόκτηση πολλών παιδιών αποτελούσε ένα τρόπο εξορκισμού του κακού και κάποια διασφάλιση της οικογενειακής συνέχειας και είναι χαρακτηριστικός ο αριθμός που καθιστούσε πολύτεκνο έναν πατέρα: 16 παιδιά. Επιπλέον παρηγοριά εξασφάλιζε η χριστιανική πίστη με τη μέλλουσα ζωή και τη βεβαιότητα ότι τόσο πρόωρη αναχώρηση από τα εγκόσμια δεν άφηνε περιθώρια να γνωρίσουν πολλούς από τους πειρασμούς της ζωής. Τα επιτύμβια επιγράμματα και οι επιτάφιοι μαζί με τις παραμυθητικές επιστολές προς τους γονείς απεικονίζουν τις ηλικίες, τις αιτίες θανάτου (συχνά μητέρας – παιδιού κατά τον τοκετό), τη συχνότητα του φαινομένου, τη θλίψη που προξενεί το γεγονός και τις προσπάθειες επανόδου στη φυσιολογική ζωή μετά μια περίοδο πένθους. Αν και πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί και κοινωνιολόγοι θεωρούν ότι η συχνότητα των παιδικών θανάτων εξοικείωνε τους γονείς με το φαινόμενο και ίσως τους συγκρατούσε στα συναισθήματα που επένδυαν σ’ ένα τόσο «εφήμερο» πλάσμα, υπάρχει μεγάλος αριθμός αντίθετων απόψεων βασισμένων σε κείμενα και ταφικά ευρήματα που δε συνηγορούν στη «φειδωλή» αγάπη των γεννητόρων στις μεσαιωνικές κοινωνίες. Όσο και αν η «παιδοκεντρική» οικογένεια είναι φαινόμενο που γεννήθηκε στη διάρκεια του 18ου αιώνα, σήμερα έχουν απορριφθεί ή τουλάχιστον περιοριστεί οι θεωρίες ότι σε όλες τις προηγούμενες εποχές το παιδί δεν απολάμβανε τη στοργή και τις φροντίδες των γονέων του. Οι σύγχρονοι προβληματισμοί προσανατολίζουν τις έρευνες στην αναζήτηση της εξέλιξης των κοινωνικών αντιλήψεων για την παιδική ηλικία εντάσσοντας τους ανηλίκους στο χώρο και στο χρόνο που ανήκουν και λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες των πολέμων, των πολιορκιών, των φυσικών καταστροφών, των λιμών και των λοιμών. Οι σύνθετες αυτές έρευνες προϋποθέτουν εκμετάλλευση όλων των διαθέσιμων πηγών, των γραπτών, αλλά και των εικονογραφικών που εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας και απαντούν σε πολλά από τα ερωτήματα του παρελθόντος.
ΠΕΡΙ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ: Το θέλημα του Θεού είναι να θαπτόμεθα κ όχι να καιγόμαστε
Γέροντας Εφραίμ Σκήτης Αγίου Ανδρέα: Όταν σκοτώθηκε ο Άβελ από τον Καϊν, έστειλε ο Θεός τον αρχάγγελο Μιχαήλ στον Αδάμ,...