Στην Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου, πριν από πενήντα χρόνια, ένας από τους αδελφούς αυτής ονόματι Αγλάιος, είχε αρρωστήσει από βαρύ κρυολόγημα και σε συνέχεια τον γύρισε φυματίωση με δέκατα πυρετού και συχνές αιμοπτύσεις.
Οι Πατέρες της Μονής αυτής, απήλλαξαν τον αδελφό αυτόν από τα καθημερινά βαρυά καθήκοντά του και σχετικές υποχρεώσεις της Καλογερικής και του διακονήματος του ιερού Κοινοβίου, διότι είχε το διακόνημα του Εκκλησιάρχου, που έπρεπε πρώτος από όλους τους άλλους αδελφούς να ξυπνά το πρωί και τελευταίος να φεύγει από την εκκλησία, την οποίαν έπρεπε να φιλοκαλλεί και προετοιμάζει. Υπηρεσία που απαιτούσε πολύ κόπο και συχνή επαγρύπνηση και επειδή σ’ αυτά, ένεκα της ασθενείας του δεν μπορούσε να ανταποκριθεί, τον έστειλαν να ησυχάσει στο πλησίον της Μονής «Κάθισμα» του Αγίου Αντωνίου, όπου είναι και η αμπελικιά της Μονής.
Ο Μοναχός Αγλάϊος, το ότι αρρώστησε δεν τον πείραξε τόσο, όσο τον στενοχώρησε που δεν μπορούσε να προσφέρει υπηρεσία στην Μετάνοιά του, να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του και να παρευρίσκεται με τους άλλους αδελφούς στις κοινές προσευχές και Ιερές Λειτουργίες, αλλά επειδή είχε βαθειά πίστη στο Θεό και πεποίθηση στην Παναγία και στον προστάτη της Μονής αυτής πρωτομάρτυρα και αρχιδιάκονο Στέφανο, παρηγοριότανε μόνος του και έλεγε: «Εφ’ όσον με το θέλημα του Θεού αρρώστησα, ας είναι ευλογημένο, εΐη το όνομα Κυρίου εΰλογημένον, ως έδωξε τω Κυρίω ούτως καί έγένετο. «Ό Κύριος έδωκεν, ό Κύριος αφήλετο». (Ίώβ Α’ 21).
Έτσι έλεγε στους αδελφούς που τον επισκέπτονταν, «ας είναι το όνομα Κυρίου εΰλογημένον και δεδοξασμένο.
«Αν είναι θέλημα Θεού θα γίνω καλά, αν όμως ο Κύριος θέλει μ’ αυτό τον τρόπο να με πάρει από την ψεύτικη αυτή ζωή, μακάρια η ώρα που θα διάταξει».
Έτσι μέρα-νύχτα ευχαριστούσε και δοξολογούσε τον Κύριο, είχε όμως αποκτήσει την καλή συνήθεια να λέει ακατάπαυστα την νοερά καρδιακή προσευχή το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με» και να παρακαλεί την Παναγία να οικονομήσει το καλύτερο και συμφερότερο για την υγεία της ψυχής περισσότερο παρά για το σώμα του, που οπωσδήποτε μια μέρα θα παραδοθεί στο θάνατο και στην μητέρα γη, για να διαλυθεί «εις τα εξ ων συνετέθη» και κατά το αποστολικό ρητό «καθ’ όσον απόκειται τοις ανθρώποις «άπαξ άποθανείν και μετά τούτο κρίσις» (Έβρ. Θ’ 27) επομένως κανείς δεν θα αποτελέσει εξαίρεση.