Του π. Νικολάου Ιωαννίδη, Καθ. Παν/μίου Αθηνών
Σέ όλη τήν διάρκεια τής Οθωμανικής δουλείας, η ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε η κιβωτός τής σωτηρίας τού ελληνικού Γένους καί η δύναμη εκείνη πού, μέ τό ποιμαντικό καί εθνικό έργο της, προετοίμασε τόν υπόδουλο ελληνισμό νά αγωνισθεί καί νά κερδίσει τήν ελευθερία του.
Αμέσως μετά τήν υποταγή τού Βυζαντίου στούς Οθωμανούς, η Εκκλησία διαισθάνθηκε τόν κίνδυνο τού εξαφανισμού τού ελληνικού Γένους καί γι’ αυτό αναζήτησε …μέ αίσθημα ευθύνης αποτελεσματικούς τρόπους αντιστάσεως. Αντιλήφθηκε ότι μόνο η διατήρηση τής ορθόδοξης χριστιανικής πίστης θά ενίσχυε τήν υπομονή, τή συνοχή καί τήν καρτερία τού Γένους στά δεινά τής μακράς δουλείας• η εμμονή δηλαδή στήν πίστη τών πατέρων θά διατηρούσε τήν ιστορική συνέχεια καί τήν αυτοσυνειδησία τού ελληνικού έθνους.
Έτσι μέ όλες τίς περιορισμένες, λόγω τής σκλαβιάς, δυνάμεις της, η Εκκλησία καλλιέργησε τό χριστιανικό ήθος καί τόν ορθόδοξο λειτουργικό τρόπο ζωής. Διατήρησε τή γλώσσα καί τήν ιστορία μαζί μέ τήν ελπίδα τής ελευθερίας. Η ελληνορθόδοξη πίστη καί παράδοση συνιστούν πλέον τήν ταυτότητα τού υπόδουλου ελληνισμού καί τήν ειδοποιό διαφορά έναντι τών μουσουλμάνων Οθωμανών. Άν η Εκκλησία δέν αναλάμβανε τότε νά διαπαιδαγωγήσει εκκλησιαστικώς καί εθνικώς τά υπόδουλα τέκνα της, όλα αυτά θά ήταν αδύνατον νά επιτευχθούν μέσα στό σκοτάδι τής αμάθειας πού επέφερε η οθωμανική δουλεία.
Μέ τά «κρυφά σχολειά» κατ’ αρχάς, αλλά καί μέ άλλα μεγαλύτερα σχολεία, όταν τό επέτρεψαν οι περιστάσεις, προσέφερε τίς δυνατότητες μαθήσεως τής Παλαιάς ελληνικής παιδείας, εκαλλιέργησε καί διατήρησε τήν εθνική συνείδηση καί σφυρηλάτησε τό εθνικό καί θρησκευτικό φρόνημα τών υποδούλων Ελλήνων. Έτσι η σχέση ελληνικής παιδείας καί Εκκλησίας κατέστη αδιάρρηκτη, η δέ «πάτριος πίστις» αποτέλεσε «τό μόνον προτιμώτατον καί αναγκαιότατον» αγαθό εθνικής σωτηρίας.
Γιά τά ιδανικά αυτά θυσιάσθηκε πλήθος νεομαρτύρων καί εθνομαρτύρων, δεκάδες χιλιάδες κληρικοί μαρτύρησαν «υπέρ πίστεως καί πατρίδος» καί ο μαρτυρικός τους θάνατος συνετέλεσε τά μέγιστα στήν προετοιμασία τού Γένους γιά τήν παλιγγενεσία τού 1821 αλλά καί στή τροφοδότηση τής αγωνιστικότητας καί τής ελπίδας.
Η Εκκλησία, λοιπόν, έγινε ο διαπορθμευτής τής Θείας Πρόνοιας, η οποία τέλεσε τό θαύμα τής διασώσεως τού Γένους μας από τήν οθωμανική σκλαβιά τών τετρακοσίων χρόνων καί οδήγησε τόν υπόδουλο ελληνικό λαό στήν ελευθερία. Γι? αυτό η επανάσταση τού 1821 δέν στηρίχθηκε σέ δημαγωγικές ή ταξικές ή άλλες ιδιοτελείς αρχές, αλλά σέ βάσεις θρησκευτικές καί εθνικές, στήν ορθοδοξία καί τόν ελληνισμό, όπως διακήρυξαν οι αγνοί αγωνιστές τού ?21 καί η Α/ Εθνοσυνέλευση τής Επιδαύρου: «πόλεμος εθνικός, πόλεμος, ιερός, πόλεμος, τού οποίου μόνη αιτία είναι η ανάκτησις τού δικαίου τής προσωπικής ημών ελευθερίας… καί τής τιμής».