Του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή
Το θέμα της μετανοίας είναι εκείνο που πραγματικά μας συγκλονίζει στον βίο του Αγ. Αβραμίου, ο οποίος ήτο πολύ μεγάλος ασκητής. Αυτός είχε κληρονομήσει από τον αδελφό του ένα μικρό κοριτσάκι δύο ετών.
Το επήρε και το εμεγάλωσε. Το είχε σε ένα κελλάκι, έξω από αυτό που έμενε ο ίδιος και το υπηρετούσε. Κάποτε αυτό έφυγε. Κάποιος επιτήδειος το παρέσυρε και το έρριξε στην αμαρτία. Αυτό έχασε το θάρρος του και δεν ημπόρεσε να γυρίση πίσω. Και όταν ο Άγιος επληροφορήθηκε στην προσευχή του να το επιστρέψη, μετεχειρίσθη ένα πολύ παράδοξο τρόπο.
Αυτός ο ασκητής, που τόσα χρόνια δεν εχόρτασε ψωμί και νερό, προσεποιήθη τον στρατιώτη, εφόρεσε στρατιωτική στολή, ενοικίασε ένα άλογο περίφημο και έφυγε στην πόλι δήθεν για να γλεντήση. Εκεί ερευνούσε τους οίκους των ελευθέρων ηθών για να εύρη το θήραμα του, γιατί σε αυτούς τους τόπους είχε καταντήσει. Αφού την ευρήκε κατώρθωσε να την φέρη πάλι πίσω και να την κρατήση στην μετάνοια, να της αναπτερώση το θάρρος, να μην χάση το ηθικό της και να τελειώση οσιακά.
Επισημαίνει κανείς το μέγεθος της Θείας φιλανθρωπίας, της Θείας ευσπλαχνίας, αλλά και την τέχνη των Πατέρων στο πώς να αρπάξουν πίσω μια ψυχή πεπλανημένη και να την οδηγήσουν στην σωτηρία. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Όταν το σχολιάση κανείς στην ζωή του, βγάζει πολύ βαθειά νοήματα.
Πρώτο μεν, η ευσπλαχνία του Θεού πόσο απέραντη είναι κοντά στην ανθρώπινη αδυναμία και δεύτερο, ότι ο άνθρωπος ποτέ δεν πρέπει να υποχωρή, ούτε να ενδίδη, αλλά με οποιονδήποτε τρόπο ημπορεί, να εξαντλή όλη την δύναμι της αγάπης και της στοργής, στο να ανακαλέση το θάρρος του πλανεμένου ανθρώπου και να τον επαναφέρη στην εν Χριστώ ζωή. Αυτό είναι πραγματικά και το νόημα της κενώσεως του Θεού Λόγου και γενικά ολοκλήρου του μυστηρίου της Εκκλησίας μας στην ζωή αυτή· στο πώς δηλ. να επιστρέψη κανείς το πεπλανημένο, το απολωλός, να βοηθήση τον άνθρωπο να εύρη τη γνώσι, να εντοπίση τα πάθη του και να σωθή. Γι’ αυτό πόσο χρειάζεται μακροθυμία, πόσο χρειάζεται ανοχή, ιδιαιτέρως στο να μην κρίνωμε ποτέ κανένα άνθρωπο.
Και ιδού η απόδειξι:
Φεύγει αυτό το κοριτσάκι, που από δύο ετών ήταν μοναχή, και ζει τώρα μέσα στον κόσμο αμαρτάνοντας, πουλώντας το σώμα της, όπως οι κοινές γυναίκες. Δύο ετών το επήραν το παιδάκι, επειδή ήταν ορφανό και δεν είχε κανένα άλλο στην ζωή- και εκείνοι που ήξεραν ότι ζει ο θειος της και ήταν μοναχός, του το παρέδωσαν να το αναθρέψη. Και σκεφθήτε από τέτοιο ύψος αρετής, που δεν εγνώρισε ποτέ, κακό, που κατήντησε. Δεν είναι δύσκολο να κατατρακυλήση κανείς, Και όμως κοιτάξετε την μακροθυμία του Θεού, αλλά και την σύνεσι του γέροντος. Δεν απελπίστηκε και να πη, όπως εμείς καμιά φορά: «Άφησέ τον αφού είναι δύσκολος και αφού δεν ακούει, άσε να φύγη». Ή «αφού είναι σκληρός και ανυπάκουος, καλλίτερα να φεύγη να τελειώνωμε». Και αυτά έγιναν πολλές φορές στους Πατέρες μας και η σκληρή αυτή θέσι δυστυχώς εφαρμόστηκε.
Είναι γεγονός ότι είναι οδυνηρά αυτά, όμως εκείνο το οποίο πραγματικά επρόδωσε την φύσι του και εξέπεσε και εθεωρήθη το απολωλός και το πεπλανημένο, κατά την παραβολή του Ιησού μας, είναι ολόκληρος η ανθρώπινη φύσι. Και ο Ιησούς μας δεν την απέρριψε, αλλά προτίμησε να συγκαταβή, να κενώση τον εαυτό Του, να «συμμορφωθή» Αυτός με την ιδική μας ασθένεια και ταλαιπωρία και να μας επιστρέψει πίσω, όπως και μας επέστρεψε. Αυτή λοιπόν η εικόνα είναι τόσο συγκλονιστική, που δεν είναι δυνατό να περιγραφή από κτιστά όντα η έντασι της Θείας αγαθότητας.
Έχοντας υπ’ όψι αυτά όλα, πρέπει να είμεθα συμπαθείς και επιεικείς στην αδυναμία του άλλου· και όσο και αν φαίνεται η αδυναμία του άλλου προδοτική, εμείς δεν πρέπει να λυγίζωμε, να εξαντλούμε την μακροθυμία μας. Αλλά να επιμένωμε κινούμενοι από τους όρους της συμπαθείας, περιμένοντας την σύμπραξι της αγαθότητος του Θεού, ώστε ο καθένας μας, ο κάθε αμαρτωλός να επανεύρη τον εαυτό του· και αυτό είναι το κατ’ ευδοκία Θειο θέλημα. Και τις δύο φορές που εξέφρασε ο Ιησούς μας την ευαρέσκεια Του προς το αποτέλεσμα του τελειότερου Του θελήματος, ιδίως στον Απ. Πέτρο, είπε: «Συ δε επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου» (Λουκ, 22,32)· και «Ει φιλείς με, Πέτρε, ποίμαινε τα πρόβατα μου, βόσκε τα αρνία μου» (Ίωάν. 21,16).
Και έδωσε την απεριόριστη μορφή της μετανοίας, ούτος ώστε και «εβδομηκοντάκις επτά» εάν πταίη ο άνθρωπος να μην απορρίπτεται ποτέ οπό την θύρα της μετανοίας, και φυσικά και από τα όργανα της μετανοίας που είμεθα εμείς οι ρασοφόροι. Από εμάς εκφράζεται το νόημα της Εκκλησίας, η οποία εκπροσωπεί την Θεία αγαθότητα και ευσπλαχνία, διότι όπως λέει και ο Ιησούς μας: Δεν είναι ευδοκία έμπροσθεν του Πατρός μου να απολεσθή κανείς από τους μικρούς τούτους.
Το κατ’ ευδοκία θέλημα του Θεού είναι, κάθε άνθρωπος όχι απλώς μόνο να σωθή, αλλά να μπή μέσα στην τελειότητα της γνώσεως, δηλαδή της Θεώσεως, που είναι το απόλυτο θέλημα του Θεού, για το οποίο και επεδήμησε ο Θεός Λόγος. «Πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Τιμ. Α’ 2,4). Εάν λοιπόν αυτό είναι το Θείο θέλημα, σκεφθείτε πόση πρέπει να είναι η προσπάθεια μας μέσα στους όρους της συμπαθείας, και η επιμονή μας στο να επιτύχωμε αυτό τον σκοπό, χάριτι Θεού, και για τον εαυτό μας, αλλά και να τον μεταδώσωμε και στον συνάνθρωπο μας σε οποιεσδήποτε συνθήκες και περιστάσεις και αν ευρίσκεται.
Πραγματικά η βιογραφία αυτού του μεγάλου Πατρός είναι τόσο συγκλονιστική· και να μην πη κανείς ότι η κόρη αυτή, η Μαρία, ήταν ανεψιά του και γι’ αυτό το έκανε ο Άγιος. Γιατί αν αποδώσωμε τέτοια μομφή στους Αγίους, ότι δηλαδή έχουν συγγενικές διακρίσεις, φυσικά μειώνομε την μορφή του αγιασμού, της τελειότητας. Διότι η πραγματική αγάπη «πάντα στέγει πάντα υπομένει, ου λογίζεται το κακόν, ου ζητεί τα εαυτής».
Οι Άγιοι δεν αγαπούν τους συγγενείς τους, διότι δεν υπάρχουν συγγενείς γι’ αυτούς· αγαπούν τον συνάνθρωπο τους. Άρα την Μαρία ο Αβράμιος δεν την συμπάθησε γιατί ήταν συγγενής του, αλλά την συμπάθησε ως πνευματικός άνθρωπος, ως λειτουργικό μέλος της Εκκλησίας, που διέκρινε ότι έπρεπε αυτή η ψυχή να σωθή, και η σωτηρία της δεν θα εγίνετο κατά άλλο τρόπο παρά μόνο με την τόσο μεγάλη θυσία του πατρός. Έτσι αναγκάστηκε στα βαθειά του γηρατειά, αυτός που δεν εχόρτασε ποτέ ψωμί, να φάη κρέας, να πιή κρασί, να προσποιηθή τον μεθυσμένο, να προσποιηθή τον ερωτύλο, να ταξιδεύη με άλογα, να ευπρεπισθή, να θεωρηθή ως νέος, μέχρι του σημείου που τον εβδελύχθησαν στο χαμαιτυπείο και εδέχθηκε τόσες ειρωνείες, γιατί έπρεπε να σωθή μια ψυχή, και εσώθη με την θυσία του αύτη.
Αύτη είναι η απόλυτος συμπάθεια, η οποία πρέπει να ευρίσκεται στην ψυχή μας, παρ’ όλο που πολλές φορές αγανακτούμε με την στάσι των συνανθρώπων μας απέναντι μας. Εν τούτοις πρέπει τουλάχιστον, αν γίνεται αυτό, να είναι παροδικό, στιγμιαίο, να εκφράζεται μόνο με τα χείλη, διότι ο συνάνθρωπος μας, που έχει αυτή την στάσι, αυτή την στιγμή πλανάται. Τι περιμένεις δε από ένα πεπλανημένο άνθρωπο; Ο σκοπός είναι πώς αυτός ο πεπλανημένος να επανέλθη στην βάσι του και να γίνη πάλι πρόβατο Χριστού. Αυτό δε θα γίνη εάν ο άνθρωπος βάλη σαν βάσι την συμπάθεια και την αυτοθυσία υπέρ του αδελφού του. Τότε ο Θεός βλέποντας την πρόθεσι αυτή, συνεργεί και στον αδύνατο.
Μήπως δεν έχωμε τέτοια παραδείγματα που με την συγκατάβασι και την οικονομία των δυνατών εσώθησαν οι αδύνατοι; Ευρίσκομε στην διήγησι του Οσίου Πατρός ημών Ιωαννικίου του μεγάλου, ότι μια πνευματική μητέρα είχε πνευματική θυγατέρα, που επολεμήθη ισχυρά και δεν ημπορούσε να νικήση τον σαρκικό πόλεμο. Ήτο αδύνατη. Δεν την απώθησε όμως η πνευματική της μητέρα, να της πη «όπου θέλεις πήγαινε, άφησε με ήσυχη», αλλά συγκατέβη να πάη μαζί της. Την συνώδευσε. Έφυγε από το μοναστήρι και επήγαινε μαζί της στον κόσμο να βρή ένα όργανο να κάνη την επιθυμία της. Και για την συγκατάβασι της αυτή, χάριν της αγάπης που δεν την εγκατέλειψε και την ακολούθησε μέχρι του σημείου εκείνου που υπετίθετο ότι θα ήτο η πτώσι, οικονόμησε ο Θεός και εθεραπεύθηκε η ασθενής. Εφωτίσθηκε ο Άγιος Ιωαννίκιος γι’ αυτό το πράγμα, κατέβηκε στον δρόμο, την συνάντησε και εθεράπευσε την μικρή.
Άλλοτε πάλι ευρίσκομε σε αδελφούς μοναχούς που κατοικούσαν μαζί, ότι ο ένας ο νεώτερος, επολεμήθηκε και δεν ημπορούσε να νικήση το πάθος. Έφυγε λοιπόν για να ικανοποίηση το πάθος του αυτό, όπως τον οιστρηλατούσε η επιθυμία. Και ο αδελφός του ο πνευματικός που ήταν μαζί, δεν τον εγκατέλειψε. «Θα πάω και εγώ μαζί σου» είπε, και πράγματι, τον συνόδευσε μέχρι την πόρτα και όταν εισήλθε εκεί, τότε για την θυσία του αλλού αδελφού, ο Θεός επήρε τον πόλεμο από τον πάσχοντα.
Δεν πρέπει να ζητά κανείς πολλά από αυτόν που είναι ασθενής, διότι την ώρα που ευρίσκεται υπό την επίδρασι του πάθους του, δεν είναι ολοκληρωμένη προσωπικότης και έτσι ο,τι κάνει δεν είναι καλά, είναι εσφαλμένα. Αλλά δεν μπορεί να κάνει αλλοιώς. Επομένως είναι άξιος συμπαθείας και επιεικίας. Αυτή την ώρα χρειάζεται η πρακτική επιείκια του άλλου που είναι υγιής και τότε πραγματικά εφαρμόζεται το «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε» (Γαλ. 6,2). Και έτσι αναπληρώνεται ο νόμος του Χριστού.
Αυτό τον όρο της επιεικίας, της συμπαθείας, ήθελα να σας ενθυμίσω με βάσι την βιογραφία του μεγάλου πατρός Αβραμίου και να επικαλεσθούμε όλοι τις ευχές του, για να έλθη και σε μας αυτό το νόημα της συμπαθείας και της αγάπης του Χριστού μας, που είναι η ολοκλήρωσι του προορισμού μας.
Αμήν.