Κάποιος αδελφός αποτάχθηκε τον κόσμο και κατοίκησε στο όρος της Νιτρίας.
Το κελί του βρισκόταν κοντά στο κελί κάποιου άλλου αδελφού και τον άκουε καθημερινά να κλαίει όλη την ώρα για τις αμαρτίες του.
Όταν για ένα χρονικό διάστημα σταματούσαν τα δάκρυα, μονολογούσε κι έλεγε: «Δεν κλαίς, ταλαίπωρε, κι ούτε θρηνείς; Πίστεψέ με, αν δεν θέλεις να κλάψεις, εγώ θα σε αναγκάσω να το κάνεις».
[irp posts=”419322″ name=”Η μοναχή Μόνικα, ο πνευματικός της Καλύμνου”]
Σηκωνόταν λοιπόν, έπαιρνε ένα μαστίγιο που είχε από σχοινί σκληρό και κτυπούσε τον εαυτό του τόσο πολύ, που από τους πόνους έκλαιε.
Θαυμάσας ούν ο μένων πλησίον αυτού ηύχετο τω Θεώ αποκαλύψαι αυτώ ει άρα καλώς ποιεί βασανίζων εαυτόν. Και εν μια νυκτί θεωρεί τον αδελφόν φορούντα στέφανον και στήκοντα εις τον χορόν των μαρτύρων και τινα λέγοντα αυτώ θεωρούντι. Ίδε, ο καλός αθλητής, εαυτόν δια τον Χριστόν βασανίσας πως μετά των μαρτύρων εστεφανώθη.
Μέγα Γεροντικό