Της Βιργινίας Δ. Χαμουδοπούλου-Κωνσταντινίδη, ιστορικού: Η σωτήρια και «αυτεπάγγελτη» ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού υπήρξε η λυτρωτική απάντηση στην εναγώνια αναζήτηση της Αλήθειας εκ μέρους των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, κυρίως της ύστερης αρχαιότητας.
Εάν δεν είχαν υπάρξει η αρχαία ελληνική σοφία και η ελληνική γλώσσα, δεν θα είχε αποκαλυφθεί το βάθος του μυστηρίου της Βασιλείας του Θεού, και, εάν δεν είχε υπάρξει η Ορθοδοξία, δεν θα είχε λάμψει η αλήθεια των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων που, κατά την ύστερη αρχαιότητα, παράδερνε, σε Ανατολή και Δύση, στη χαοτική πολιτισμική πραγματικότητα του ρωμαϊκού κράτους.
Η θαυμαστή συνάντηση και ιστορική ένωση Ελληνισμού-Χριστιανισμού, που από τον 4ο μ.Χ. αιώνα διαμόρφωσε τον οικουμενικό ελληνικό πολιτισμό, έπρεπε να διδάσκεται εις βάθος στα ελληνικά σχολεία, αλλά και να μνημονεύεται από την πολιτική και πνευματική ηγεσία οσάκις οι εκπρόσωποί τους αναφέρονται στον πολιτισμό μας. Παράλληλα με το μοναδικό Μουσείο Ακροπόλεως έπρεπε να προβάλλεται και το ιστορικό Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών, το οποίο επιβεβαιώνει τη διαχρονία και την τελείωση της ιστορικής πορείας του ελληνικού πολιτισμού, διά μέσου των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων.
Τα ιστορικά μνημεία των Αθηνών δεν είναι μόνον αυτά που εκπέμπουν το μοναδικό αρχαιοελληνικό φως, αλλά και τα χριστιανικά μνημεία που θα έπρεπε να αποτελούν φραγμό στη δυτικόφερτη, μονομερή αρχαιολατρία, αφού οι εκκλησίες, τα μοναστήρια και τα ναḯδρια αποτελούν ακριβώς την ιστορική συνέχεια της ελληνικής πορείας.
Στην Αθήνα εδραιώνεται το χριστιανικό πνεύμα με τον Μιχαήλ Χωνιάτη, την Αγία Φιλοθέη, τον ιερέα Νικόλαο τον Πλάνα και τόσους άλλους.
Στην Αθήνα έγινε το 51 μ.Χ. η πρώτη ιστορική συνάντηση της «κατ’ άνθρωπον φιλοσοφίας», με την αποκαλυπτική αλήθεια του Ευαγγελίου του Χριστού, όταν ο Ιουδαίος, αλλά κάτοχος ελληνικής παιδείας, Απόστολος Παύλος ήλθε «εν μέσω του Αρείου Πάγου» (Πράξ. 17, 16-34) και μίλησε με τη γλώσσα των Αθηναίων για τον Σταυρωθέντα και Αναστάντα Κύριο, αφού, περιδιαβάζοντας την αρχαία Αγορά είχε διαβάσει σε κάποιον βωμό «Τω Αγνώστω Θεώ».
Μετά το κήρυγμά του, «τινές άνδρες κολληθέντες αυτώ (τω Παύλω) επίστευσαν, εν οις και Διονύσιος Αρεοπαγίτης (Ο Άγιος και Πολιούχος των Αθηνών) και γυνή ονόματι Δάμαρις και έτεροι συν αυτοίς». Η άμεση ανταπόκριση του Διονυσίου Αρεοπαγίτη και ορισμένων άλλων Αθηναίων πολιτών στο χριστιανικό μήνυμα απέδειξε ότι μέρος του αυθεντικού Ελληνισμού συνοδευόταν από διάθεση αποδοχής της Αλήθειας, που επί αιώνες αναζητούσε, σε αντίθεση με τον «αλλοτριωμένο Ελληνισμό» (Επικουρείων-Στωικών), ο οποίος επέμενε στην ιστορική αναλήθεια.
Ο Έλληνας αναζητούσε πάντα, διά της φιλοσοφίας, την καθολική αλήθεια, ψηλαφώντας τη θεία παρουσία στον κόσμο, ενώ συγχρόνως προσανατόλιζε την πορεία του προς το όσιο, το αληθές, το ωραίο, το δίκαιο. Με το κήρυγμα του Αποστόλου των Εθνών ολοκληρώνει την αναζήτησή του με την αγιότητα, την αγάπη και κυρίως την Ανάσταση.
Όπως πληροφορούμεθα από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, η πρώτη συνάντηση Ελληνισμού-Χριστιανισμού έγινε στην Παλαιστίνη, όταν Έλληνες, εθνικοί του ελληνιστικού χώρου, προσήλυτοι στον ιουδαϊσμό ζήτησαν να ιδούν τον Ιησού (Ιωάν. 12, 20-24). Την επιθυμία των Ελλήνων να Τον συναντήσουν αποτίμησε ο Ιησούς ως την «ώρα», δηλαδή τον καθορισμένο από τον Θεό «καιρό» για να «δοξασθεί» ο Υιός του ανθρώπου μέσω του Πάθους και της Αναστάσεώς Του.
Το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, γραμμένο σε μια εποχή που η Εκκλησία ήταν σε ελληνικά χέρια, προδιαγράφει την ιστορική ένωση των δύο μεγάλων οικουμενικών μεγεθών.
Μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων από τον Τίτο, το 70 μ.Χ., την ηγεσία της Εκκλησίας ανέλαβαν Έλληνες, δεδομένου ότι ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική γλώσσα πρωτοστατούσαν στα μεγάλα ανατολικά κέντρα των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου: Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Δυτική Μ. Ασία. Έτσι, «καταξιώνεται η παγκοσμιότητα του μηνύματος του Θεού “ως Σωτήρος πάντων ανθρώπων μάλιστα πιστών” (Τιμ. Α΄, 4-10) και ο Ελληνισμός πραγματοποιεί τη μεγαλειωδέστερη αυθυπέρβασή του από τον κτιστό λόγο στον Άκτιστο Λόγο» (π. Γεωργίου Μεταλληνού, «Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;», Εκδ. Αρμός 2003, σ. 193).
Τους δύο πρώτους αιώνες μετά Χριστόν, η ελληνική υπήρξε η γλώσσα όχι μόνον της Καινής Διαθήκης (ήδη υπήρχε η προ Χριστού μετάφραση στην Ελληνική της Π. Διαθήκης από τους 70), αλλά και όλων των κειμένων της χριστιανικής φιλολογίας. Οι Απόστολοι, οι απολογητές και οι πρώτοι Πατέρες αγωνίζονται, μέσα από φοβερούς διωγμούς, να θεμελιώσουν το χριστιανικό πνεύμα σε μια οικουμενική βάση, κοινή για όλους. Μετά τον 2ο αι. μ.Χ. αρχίζει να αναπτύσσεται η λατινική χριστιανική φιλολογία, η φιλολογία των Αρμενίων, των Αιγυπτίων (Κοπτών), των Σύρων και άλλων με διαφορετικές απόψεις σε ορισμένα βασικά ερωτήματα. Όμως τώρα υπάρχει ριζωμένη σε όλους η πίστη στον Χριστό που τους ενώνει. Αυτό που δεν μπόρεσαν να επιτύχουν οι αρχαίοι φιλόσοφοι με τη λογική και τις ασύλληπτες γνώσεις τους, απευθυνόμενοι σε ολίγους και εγγραμμάτους, το χάρισε η χριστιανική πίστη σε όλους, από τον άρχοντα έως τον τελευταίο αγράμματο δούλο. Η χριστιανική πίστη, διαμορφωμένη με τα ιερά διδάγματα και κυρίως την ίδια τη ζωή, το Πάθος και την Ανάσταση του Θεανθρώπου, ένωσε και ενώνει όλους τους πιστούς, ανεξαρτήτως φυλής, παιδείας και κοινωνικής τάξεως.
Με απλό και κατανοητό τρόπο, ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος αναφέρεται στο κύριο αίτιο της επικρατήσεως του Χριστιανισμού: «Οι Χριστιανοί ένιωσαν ότι δεν αποτελούν απλώς κοινότητα, αλλά οικογένεια. Ένα σώμα του οποίου η κεφαλή είναι ο Χριστός. Στην κατακερματισμένη κοινωνία του ατομισμού, ο Δημιουργός Πατέρας ενεργεί με αγάπη για όλους και κατοικεί μέσα σε όλους. Η υπακοή στην εγκόσμια εξουσία γίνεται από συγκατάνευση και όχι από πίστη στην αξία της. Αντί του εξουσιάζειν, το διακονείν. Αντί των διακρίσεων, η αμοιβαιότητα. Όλοι οι πιστοί είναι δούλοι του Θεού και συγχρόνως ελεύθεροι εσωτερικά. Στη θέση των διακρίσεων η αμοιβαιότητα. Στη θέση του εγώ υπερισχύει το εμείς. Η βασιλεία του Θεού πάνω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία» (Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, «Ελληνισμός προσήλυτος», Media Ecclesiastica, Αθήνα 2004, σ.σ. 93-96).
Ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας και οι άλλοι Έλληνες ηθικοί δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι η αρετή είναι γνώση. Η χριστιανική πίστη είναι εκείνη που ικανοποίησε την ορμή προς το απόλυτο, ενώ συγχρόνως καθόρισε τη θέληση και την πράξη του πιστού. Δεν πρόκειται για μια τυφλή πίστη. Μια που ο άνθρωπος είναι ελεύθερο και λογικό ον, άνοιξε συνειδητά την ψυχή του προς την Αλήθεια, αλλά και στο Φως που αναβλύζει από μέσα του. Με την ψυχή του δέχτηκε την ύπαρξη του αληθινού Θεού, του Αναστάντος Θεού. Γρήγορα οι Έλληνες Χριστιανοί κατανόησαν ότι το απρόσιτο και το άρρητο, οικείο στην ελληνική σκέψη από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, παίρνει τώρα ένα νέο, μεταφυσικό νόημα, που μπορεί επιτέλους να το γνωρίσει κάθε άνθρωπος μέσα από την πίστη του στις αλήθειες που προήλθαν από τη Θεία Αποκάλυψη.
Πρώην εθνικοί εκχριστιανίζονται και ερμηνεύουν τις Θείες Γραφές βοηθούμενοι από το πνευματικό «οπλοστάσιο» των αρχαίων Ελλήνων σοφών:
– Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (2ος-3ος αι. μ.Χ.), στωικός, τολμάει να διατυπώσει πως ο Χριστιανισμός έχει δύο Παλαιές Διαθήκες: εκείνη των Εβραίων και τη φιλοσοφία των Ελλήνων, και προσθέτει: «Φαμέν τοίνυν την φιλοσοφίαν ζήτησιν έχει περί αληθείας και της των όντων φύσεως, αλήθεια δε αύτη, περί ης ο Κύριος είπεν: “Εγώ ειμί η αλήθεια”». (Στρωμ. Α΄ VI).
– Ο απολογητής Ιουστίνος (2ος-3ος αι. μ.Χ.), εθνικός, προτού προσηλυτισθεί στον Χριστιανισμό, ύστερα από βαθιά έρευνα, καταλήγει: «Ό,τι παρά πάσι, καλώς είρηται, ημών των Χριστιανών εστίν», προσθέτοντας ότι οι Χριστιανοί κατέχουν ολοκληρωμένη την Αλήθεια, ενώ οι εθνικοί κατέχουν μονάχα σπέρματα.
Δίπλα στην αποδεικτική ιδιότητα του ανθρώπινου λόγου προστίθεται τώρα η διά της πίστεως ενορατική ιδιότητα του πνεύματος. Αυτή είναι η αλληλοπεριχώρηση Ελληνισμού-Χριστιανισμού, που έφερε την αποφασιστικότερη αλλαγή στην πορεία του κόσμου και οδήγησε σε έναν καθολικό αναπροσανατολισμό την Οικουμένη, μέσα από το άνοιγμα προς τη σωτηρία και την καταξίωση της ανθρώπινης φύσεως. Ας μη λησμονούμε ότι πριν από την ένωση των δύο μεγάλων οικουμενικών μεγεθών, στο πλαίσιο του ρωμαϊκού υπερκράτους, οι άνθρωποι στροβιλίζονταν στη δίνη ποικίλων πολιτιστικών και ιδεολογικών ζυμώσεων. Τα νέα φιλοσοφικά συστήματα προσπαθούσαν να υποδείξουν στον άνθρωπο τον δρόμο προς την ατομική ευδαιμονία, αφήνοντάς τον ελεύθερο να επιλέξει, αλλά και μόνο, χωρίς σταθερά σημεία αναφοράς, που τον ανάγκαζαν να στρέφεται σε αστρολόγους, μάντεις, προφήτες και μάγους.
Στις 11 Μαΐου 330 εγκαινιάζεται η Νέα Ρώμη, που θα λάβει το όνομα του ιδρυτή της, η Κωνσταντινούπολη. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Δύση στην (ελληνική) Ανατολή και με το Διάταγμα των Μεδιολάνων που είχε προηγηθεί (313 μ.Χ.), ο Κωνσταντίνος οδηγεί το ρωμαϊκό κράτος σε «επώνυμον του Χριστού πολιτείαν», δηλαδή χριστιανική αυτοκρατορία, την οποία συναπάρτιζε μέγας αριθμός λαοτήτων. Ο ελληνικός πολιτισμός και η ορθόδοξη πίστη θα αποτελέσουν στο μέλλον την κύρια συνεκτική δύναμη μεταξύ των λαοτήτων αυτών, σε μια νέα κρατική ιδεολογία. Συγχρόνως ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ίδρυσε ένα πανεπιστήμιο για τις «θύραθεν επιστήμες», όπου η διδασκαλία επιφανών επιστημόνων, σοφιστών και ρητόρων διατηρεί στο επιθυμητό ύψος τη φήμη του ελληνικού πνεύματος. Παράλληλα, η Αθήνα συνεχίζει με λαμπρότητα να είναι το μεγαλύτερο κέντρο πανεπιστημιακών και φιλοσοφικών σπουδών, τις οποίες προσεγγίζουν θεοφόροι Πατέρες και διδάσκαλοι, όπως ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Ωστόσο, ο 4ος αι. θεωρείται ο χρυσούς αιώνας των χριστιανικών γραμμάτων, καθώς δημιουργείται μια εξέχουσα πατερική γραμματολογία, στην οποία είναι διάχυτη η σύνθεση Ελληνισμού-Ορθοδοξίας. Ο όρος «Ορθοδοξία» είναι γέννημα του 4ου αι. εκφράζοντας την είσοδο του Ακτίστου στην Ιστορία. Η Ορθοδοξία συντελεί το έργο της όχι πλέον με τη νόηση, αλλά με την καθολική ένταξη των πιστών στο «σώμα του Χριστού», με τα μέσα που προσφέρει η Εκκλησία (Μυστήρια, άσκηση, πνευματική ζωή).
Η Εκκλησία, έπειτα από σκληρούς αγώνες, που κράτησαν τρεις περίπου αιώνες, όσο και οι διωγμοί, είχε βγει νικήτρια. Έπρεπε όμως να παλέψει με ιδέες, αιρέσεις και κακοδοξίες, που απειλούσαν την ενότητά της, το δόγμα και το ήθος της.
Στον αγώνα αυτόν τη στήριξαν μεγάλοι Έλληνες Πατέρες και διδάσκαλοι, με μια πρωτοφανή δραστηριότητα, η οποία, εκτός από το ποιμαντικό, επεκτάθηκε σε ένα τεράστιο κοινωνικό, παιδαγωγικό και κυρίως συγγραφικό, ακόμα και ποιητικό, έργο. Η Εκκλησία ονόμασε «Πατέρες» πρόσωπα που διακρίθηκαν για την αγιότητα, την οσιότητα, τη διαποίμανση και τη διδασκαλία των πιστών, κυρίως όμως διότι τα περισσότερα από αυτά που είπαν και έγραψαν οφείλονται στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Στους αποχαιρετιστήριους λόγους προς τους Μαθητές Του είπε ο Κύριος: «Ταύτα λελάληκα υμίν μένων· ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, ο πέμψει (θα στείλει) ο Πατήρ εν τω ονόματί μου. Εκείνος υμάς διδάξει και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν (Ιωάν. ιδ΄ 25-26).
– Μέγας Βασίλειος, Θεολόγος Γρηγόριος, Ιωάννης Χρυσόστομος: οι τρεις Ιεράρχες. Ταπεινά και αθόρυβα εμφανίστηκαν τον 4ο αι. μ.Χ., όμως το έργο τους είναι τεράστιο, εντυπωσιακό και διαχρονικό. Ο Μέγας Βασίλειος σπούδασε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στην Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα. Ο Θεολόγος Γρηγόριος μορφώθηκε στην Καισάρεια Καππαδοκίας, στην Καισάρεια Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος σπούδασε στις σχολές της Αντιόχειας, ενός από τα μεγαλύτερα πνευματικά κέντρα. Οι τρεις Ιεράρχες υπήρξαν οι θεμελιωτές του ορθόδοξου δόγματος. Οι τρεις Άγιοι Πατέρες, όπως και άλλοι σύγχρονοί τους και μεταγενέστεροι, κατανόησαν ότι η Εκκλησία δεν μπορούσε να αδιαφορήσει για τον προχριστιανικό Ελληνισμό. Οπλισμένοι με φιλοσοφικές έννοιες, δύναμη πειθούς και επιχειρηματολογία, διέσωσαν διαχρονικά την ένωση Ορθοδοξίας-Ελληνισμού δίδοντας προτεραιότητα στην Ορθοδοξία με όλο το σωτηριολογικό και θεραπευτικό περιεχόμενό της.
Έτσι, ο Ελληνισμός αναγεννήθηκε στον χώρο της Ορθοδοξίας συνεχίζοντας την ιστορική πορεία του ως «ανθρώπινης φύσης μιας θεανθρώπινης ένωσης». Η Ορθοδοξία απέρριψε τον παγανιστικό Ελληνισμό και τον διονυσιακό αισθησιασμό. Δεν απορρίφθηκε η επιστημονική αλήθεια (Παιδεία), η αγάπη προς το ωραίο και η πολιτική ως ρυθμιστής του κοινωνικού χώρου.
Οι Έλληνες Πατέρες είναι οι πνευματικοί στυλοβάτες του υπερχιλιετούς βίου του Βυζαντίου, όπως οι Λατίνοι Πατέρες τροφοδότησαν τον δυτικό κόσμο. Το έργο των Πατέρων, στο σύνολό του, ερευνάται ακόμα από τις απανταχού θεολογικές σχολές και τα ειδικά επιστημονικά κέντρα, διότι τα ενδιαφέροντά τους καλύπτουν όλους τους τομείς της ζωής. Θεωρούνται πνευματικοί συνεχιστές του κλασικού ελληνικού πολιτισμού και άριστοι συγγραφείς (Στυλιανού Παπαδόπουλου, «Οι Πατέρες και οι Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας», έκδοση της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, επιμ. Αρχιμανδρίτη Χρυσοστόμου Παπαθανασίου).
Ο σύγχρονος Πατέρας και διδάσκαλος, πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δ. Μεταλληνός αναφέρεται σε ορισμένες εκφράσεις της ελληνικότητας, οι οποίες καταξιώνονται μέσα στην εν Χριστώ ύπαρξη:
Θεοκεντρικότητα: Ο Έλληνας είχε ανέκαθεν θεοκεντρική ύπαρξη. Δεν υπάρχει αθεΐα στον αρχαίο Ελληνισμό, η οποία ήλθε τους τελευταίους αιώνες από τη Δύση. Ο Απόστολος Παύλος θα ονομάσει τους Αθηναίους-Έλληνες της εποχής του «δεισιδαιμονεστάτους», δηλαδή «ευσεβεστάτους».
Η ηθικότητα ως ανθρωπισμός: Η αρχαία λογοτεχνία και μάλιστα η τραγωδία είναι η προβολή των ανθρωπιστικών αξιών. Ο Μέγας Βασίλειος παρατήρησε: «Πάσα η ποίησις Ομήρου αρετής εστίν έπαινος».
Η συνείδηση της ενότητας και η καθολικότητα της ζωής: Στους Δελφούς συναντούμε: Στο 1ο επίπεδο ιερά. Είναι η αναφορά του ανθρώπου στον Θεό, ως πηγή δύναμης και ζωής. Στο 2ο επίπεδο το θέατρο, ως χώρο ψυχικής παιδείας, και στο 3ο επίπεδο το στάδιο, ως χώρο διάπλασης του σώματος. Η θεοκίνητη αυτή ελληνική συνείδηση βρίσκει στον Χριστιανισμό τη λειτουργική έκφρασή της: «Εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν υμών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».
Η κατανόηση των ορίων του λόγου: Ο Έλληνας καταδικάζει την ανθρώπινη απολυτότητα ως «ύβριν» και έτσι προχωράει στην αυθυπόταξή του στον Άκτιστο Τριαδικό Θεό και στη διάκριση της «Θείας Γνώσης» (του Ακτίστου) από τη γνώση του κτιστού (ανθρώπινη γνώση και σοφία).
Κοινωνική αντίληψη της αλήθειας: Ο Έλληνας κρατάει τον κοινωνικό του χαρακτήρα ως θέληση επικοινωνίας με τον συνάνθρωπο, αλλά και ως εμπειρική μετοχή στην πραγματικότητα. Ως Χριστιανός, ο Έλληνας βιώνει την ανάγκη κοινής μετοχής στα αγαθά (υπέρβαση του ατομικισμού). Ποτέ ο Ελληνισμός δεν θα έφθανε στην παραδοχή κοινωνικών συστημάτων που πηγάζουν από το υλοκρατικό φρόνημα (καπιταλισμός, σοσιαλισμός, μαρξιστικός κομμουνισμός), αν δεν εισάγονταν, με το ζόρι, στη ζωή του.
Ο πατήρ Μεταλληνός συνεχίζει με την αναφορά στην αναγνώριση της αξίας του άλλου ως βασικού γνωρίσματος της ελληνοχριστιανικής αρετής και ολοκληρώνει με τον οικουμενικό χαρακτήρα ως κυρίαρχο στοιχείο τόσο του αρχαίου Ελληνισμού (αποικίες, Μ. Αλέξανδρος), όσο και του Χριστιανισμού: «Μαθητεύσατε πάντα τα Έθνη» (π. Γεωργίου Μεταλληνού, «Ελληνισμός και Ορθοδοξία», από το Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελίστριας Τήνου, 2000, σ.σ. 16-20).
Ολοκληρώνουμε αυτή την ελάχιστη προσέγγιση σε ένα τεράστιο θέμα με μια μικρή αναφορά στο περιεχόμενο της βυζαντινής Τέχνης, ως ελληνικής Τέχνης του Υψηλού. Η βυζαντινή Τέχνη είχε επί αιώνες αγνοηθεί και παρεξηγηθεί ως κατώτερη σε σύγκριση με την Τέχνη της Κλασικής Αρχαιότητας και την Τέχνη της Αναγεννήσεως. Ο ανθρωποκεντρισμός που από την Αναγέννηση κυρίεψε τη Δύση και ο ορθολογισμός του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (18ος-19ος αι.) καθιέρωσαν τη βυζαντινή ιστορική πορεία ως εποχή σκότους, άγονη και καλλιτεχνικά. Όμως, η Ορθόδοξη Εκκλησία μας ήταν πάντα και παραμένει ο μοναδικός χώρος όπου ακούγονται θεόπνευστα λόγια, γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, και όπου όλες οι αισθήσεις του ανθρώπου μετέχουν στην υπέρβαση του υλικού βίου και ταυτόχρονα στην ψυχική και πνευματική ανύψωση.
[irp posts=”345470″ name=”Τί είναι η προσευχή για εμάς τους Χριστιανούς;”]
Όπως αποδείχθηκε, μέσα στον 20ό αι. τα βυζαντινά αρχιτεκτονήματα, όπως και η βυζαντινή αγιογραφία, ως πηγαία δογματική έκφραση, όπου τίποτα δεν είναι τυχαίο, είναι απόλυτα ειλικρινή στη διάθεση και πρωτότυπα στην έκφραση. Η βυζαντινή Τέχνη είναι ένα απαραίτητο οπτικό συμπλήρωμα των όσων ακούγονται και διαδραματίζονται μέσα στον ορθόδοξο ναό. Πάνω από τον τρούλο, που συμβολίζει τον ουρανό, πίσω από τα μεγάλα μάτια των αγίων, τα εξαϋλωμένα σώματα και την ιερατική μεγαλοπρέπεια υπάρχει μια δυναμική ώθηση και παρότρυνση της ψυχής του πιστού από την επίγεια στην ουράνια ζωή. Αυτή η προς τα άνω κίνηση χαρακτηρίζει τη βυζαντινή Τέχνη ως Τέχνη του Υψηλού. Η δυνατότητα της προς τα έσω, αλλά και προς τα άνω στροφής του ανθρώπου, όχι με τη διανόηση, αλλά με τη δύναμη της ψυχής, σηματοδοτεί τη βασική διαφορά ανάμεσα στο αρχαιοελληνικό και το χριστιανικό θρησκευτικό ιδεώδες.
Ο Παρθενώνας των Αθηνών και η Αγία (του Θεού) Σοφία Κωνσταντινουπόλεως είναι τα δύο χαρακτηριστικά και μοναδικά δείγματα αρχιτεκτονικής του κλασικού και του Χριστιανικού Ελληνισμού. Ωστόσο, στην Αγία Σοφία συντελέστηκε το θαύμα της ενώσεως Ελληνισμού-Ορθοδοξίας όταν, κατόπιν εντολής του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (532 μ.Χ.), δύο ελληνικής καταγωγής και παιδείας αρχιτέκτονες ανέλαβαν την κατασκευή του νέου ναού της Αγίας Σοφίας. Ο Ανθέμιος από τις Τράλλεις (Αϊδίνιο) της Καρίας και ο Ισίδωρος από τη Μίλητο, με τις μοναδικές γνώσεις τους στη θολοδομία, τη γεωμετρία, την αστρονομία και την αριθμητική, κατόρθωσαν το ακατόρθωτο: την εξαΰλωση της Ύλης.
Στον ορθόδοξο ναό δεν κατοικεί πλέον ο εξανθρωπισμένος, με ανθρώπινα πάθη, θεός του Ολύμπου, αλλά το πνεύμα του Ενός Θεού, του πανταχού παρόντος, διά του οποίου ο πεπερασμένος χώρος του ναού μεταβάλλεται σε μια μικρογραφία του σύμπαντος. Εν συντομία, με τρεις κυρίως τρόπους οι σοφοί Έλληνες αρχιτέκτονες κατόρθωσαν την υπέρβαση της ύλης:
Με τις πολυπληθείς και αλλεπάλληλες καμπύλες στη διάταξη του χώρου: 46 θόλοι, ημιθόλια, σταυροθόλια, των οποίων ο φέρων οργανισμός παραμένει αθέατος, αφού βρίσκεται στο εξωτερικό του ναού, ενώ η διάτρητη γλυπτική αφαιρεί τον όγκο των κιονοκράνων.
Με τον φωτισμό, σε συνδυασμό με τα πολυάριθμα χρώματα. Εκατό περίπου είναι τα παράθυρα (τα 40 είναι του κεντρικού τρούλου) τα οποία φωτίζουν τον κεντρικό χώρο του ναού και κάνουν τον τρούλο να φαίνεται ότι αιωρείται.
Με την ορθή χρήση της κλίμακας: Υπάρχει ομαλή μετάβαση από την ανθρώπινη κλίμακα του εσωνάρθηκα έως την υπερβατική κλίμακα στο κέντρο του ναού. Έτσι, το ανθρώπινο βλέμμα και η ψυχή έφθαναν φυσιολογικά στο κέντρο του τρούλου και όχι απότομα, όπως συμβαίνει στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης, που είναι πολύ μεγαλύτερος από την Αγία Σοφία, χωρίς να προκαλεί τη συγκλονιστική υπέρβαση της ύλης της Αγίας Σοφίας, εξαιτίας των λαθών της κλίμακας [βλ. Παναγιώτη Μιχελή, «Αισθητική θεώρηση της Βυζαντινής Τέχνης», Αθήνα 1990 (5η έκδοση) σ.σ. 28-29].
Αυτό ακριβώς το πνευματικό και σύμμετρο είδος του Υψηλού, από πλευράς κλίμακας, θυμίζει το μέτρο, την ισορροπία και την τάξη της κλασικής εποχής. Διότι η άκρα πνευματικότητα, τόσο στην αρχαία ελληνική όσο και στη βυζαντινή Τέχνη, υπήρξε η θεμελιώδης αξία του Ελληνισμού στο σύνολό του.
Σε άλλο μελέτημα θα εξετάσουμε την τέχνη της αγιογραφίας, όπου θα δούμε ότι ο Έλληνας από γαλήνιος θεωρός, από αντικειμενικός κριτής και «μέτρο του παντός», μεταβάλλεται σε «μέτοχο του θείου», σε αναχωρητή της ζωής (7ος-14ος αι.). Η Αγία Σοφία δεν είναι, όπως λέγεται, ένα από τα πολιτιστικά μνημεία του κόσμου. Είναι ο τέλειος ορθόδοξος ναός, ο οποίος είναι η οπτική φανέρωση της συζεύξεως Ελληνισμού-Ορθοδοξίας τον 6ο αι., όταν, επί Ιουστινιανού, η ελληνική γλώσσα και το ελληνικό πνεύμα υπεισέρχονται, με τις «Νεαρές», ακόμα και στο Δίκαιο, που αποτελούσε ένα καθαρά ρωμαϊκό μέγεθος.
Στην υπερχιλιετή ιστορία του Βυζαντίου (της Ρωμανίας) ο πολιτισμός εμφανίζει διαρκή κίνηση και ανασχηματισμό. Παράλληλα με τους Πατέρες υπάρχουν ακμάζοντα κέντρα πνευματικής ζωής, πανεπιστήμια και κυρίως δίψα για πνευματικές κατακτήσεις. Οι θησαυροί του Ελληνισμού, που διασώθηκαν από το Βυζάντιο, τροφοδότησαν τη δυτική σκέψη από τον 13ο και τον 15ο αι. Ωστόσο, οι Δυτικοί, ως μη Έλληνες, διαχώρισαν την αρχαία ελληνική σκέψη από την Ορθοδοξία, με αποτέλεσμα να διαχωρίσουν τα δύο αυτά αλληλοπεριχωρούμενα μεγέθη, που διαμόρφωσαν τον νεότερο ελληνικό πολιτισμό του Κτιστού και του Ακτίστου. Επιμένοντας στην αρχαιοπληξία τους, οι νεοπαγανιστές διακηρύσσουν: «Το Βυζάντιο δεν έχει σχέση με την αρχαία Ελλάδα».
Αν δεν υπήρχαν όμως τα αντιγραφικά εργαστήρια του Μητροπολίτη Αρέθα Καισαρείας (10ος αι. μ.Χ.) και των μοναστηριών μας, πώς θα είχαμε σήμερα τους Έλληνες συγγραφείς και μάλιστα τους αθυρόστομους, όπως ο Αριστοφάνης; Τα κριτήρια της Ορθοδοξίας ήταν και είναι πνευματικά, όχι ηθικιστικά.
Στους ταπεινούς καλογήρους οφείλουμε τη διάσωση του γραμματειακού μας πλούτου. Στους μοναχούς που έσωσαν τους αρχαίους συγγραφείς με τη συνεχή αντιγραφή των έργων τους. Και βέβαια διαφυλάσσει κανείς κάτι γιατί αναγνωρίζει την αξία του και, επειδή το χρησιμοποιεί, το διατηρεί.
Ο εκχριστιανισμός του Ελληνισμού και ο εξελληνισμός του Χριστιανισμού κράτησαν αιώνες και έδωσαν καρπούς και τρόπους για μια ανώτερη και λυτρωτική ζωή. Ένα τεράστιο, για μας τους Έλληνες, λάθος είναι να αγνοούμε στην καθημερινή μας ζωή αυτό το μοναδικό στοιχείο του πολιτισμού μας και να μη σκεφτόμαστε, ζούμε και κυρίως πολιτευόμαστε σύμφωνα με αυτό. Εάν το είχαμε πράξει από τη γένεση του κράτους μας, το 1830, όπως το είχε θεμελιώσει ο Καποδίστριας, και κυρίως αργότερα, μέσα στη βαυαροκρατία και εξής, σήμερα θα ήμασταν συνεπείς στην ιστορική Αλήθεια και ακαταμάχητοι σε όλους τους τομείς της ζωής.