Του Πρωτοπρ. Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο. Η πτώσις
1. Πτώσις των δαιμόνων
Τα δημιουργήματα του Θεού διεκρίνοντο δια την εσωτερικήν των ενότητα και αρμονίαν. Η θεία αγάπη ήτο η ζωοποιός δύναμις δι’ ολόκληρον τον κόσμον.
Όμως, ο άνθρωπος δεν έμεινε πιστός εις την κοινωνίαν της θείας αγάπης και εζήτησε να χειραφετηθή από τον Δημιουργόν του.
Αλλά πριν από την πτώσιν του ανθρώπου, συνετελέσθη άλλη πτώσις μεταξύ των αγγέλων οι οποίοι εδημιουργήθησαν προ του ορατού κόσμου.
«Πώς εξέπεσεν εκ του ουρανού ο εωσφόρος ο πρωί ανατέλλων;», έρωτα ο προφήτης Ησαΐας (Ησαΐας 14,12) και άπαντα ότι τούτο οφείλεται εις την υπερβολικήν του έπαρσιν:
«Θα αναβώ», διενοήθη, «εις τον ουρανόν, επάνω εις τα αστέρια του ουρανού, θα στήσω τον θρόνον μου… Θα αναβώ επάνω από τα σύννεφα, θα γίνω όμοιος προς τον Ύψιστον. Τώρα ιδού, θα καταβής εις τον Άδην και εις τα θεμέλια της γης!» (Ησαΐας 14,13-15).
Ο ίδιος ο Κύριος ανέφερεν εις τους μαθητάς Του: «Έβλεπα τον Σατανάν να πέφτη ως αστραπή από τον ουρανόν» (Λουκάς 10,18).
2. Ο πειρασμός εκ μέρους του διαβόλου
Ο Σατανάς δεν ήτο αμέτοχος εις την πτώσιν τον ανθρώπου. Η Παλαιά Διαθήκη διηγείται το περιστατικόν με τα ακόλουθα λόγια:
«Ο όφις ηρώτησε την Εύαν και της είπε:
Διατί ο Θεός απηγόρευσε να φάγετε από τους καρπούς όλων των δένδρων τα οποία υπάρχουν εις τον Παράδεισον;
Η Εύα απήντησεν, τότε, εις τον όφιν:
Από τους καρπούς κάθε δένδρου του Παραδείσου ημπορούμεν να φάγωμεν. Από τον καρπόν, όμως, του δένδρου που υπάρχει εις το μέσον του παραδείσου, έδωσεν εντολήν ο Θεός, λέγων, δεν θα φάγετε από τον καρπόν αυτόν, ούτε και θα εγγίσετε αυτόν, δια να μη αποθάνετε.
Είπε δε τότε ο όφις προς την γυναίκα:
Δεν θα αποθάνετε, κάθε άλλο! Σας απηγόρευσεν ο Θεός να φάγετε από το δένδρον αυτό, διότι εγνώριζεν ότι κατά την ημέραν, κατά την οποίαν θα φάγετε, θα ανοιχθούν τα μάτια σας και θα είσθε και σεις ως θεοί, γνωρίζοντες καλόν και πονηρόν» (Γένεση 3,1-5. Παράβαλλε Ησαΐας 14,14).
3. Επανάστασις κατά της αγάπης του Θεού
Ο πειρασμός αυτός του Σατανά δεν θα είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα, αν ο άνθρωπος έμενε σταθερός εις τον σύνδεσμον της αγάπης του Θεού. Όμως, έπεσεν εις τον πειρασμόν και εθυσίασε την θείαν αγάπην, χάριν προσωπικών επιδιώξεων.
Δια να εννοήσωμεν το βάραθρον εις το οποίον μόνος του έπεσεν ο άνθρωπος αρκεί να υπογραμμίσωμεν ότι έλαβεν ως κανόνα της ζωής του όχι την πατρικήν συμβουλήν του Θεού της αγάπης, αλλά τους λόγους εκείνου, ο οποίος είχεν εναντιωθή εις τον ίδιον τον Θεόν. «Και έλαβε (η Εύα) από τον καρπόν του δένδρου αυτού, έφαγε και έδωσε και εις τον άνδρα της και ούτω έφαγον και οι δύο. Και ήνοιξαν τα μάτια και των δύο και αντελήφθησαν ότι ήσαν γυμνοί» (Γένεση 3,6-7).
Ο Θεός έθεσεν εις την διάθεσιν του ανθρώπου όλους τους καρπούς του Παραδείσου (Γεν. 2,16). Όμως, αυτού του ενός δένδρου ο καρπός δεν είχε προορισθή από τον Θεόν δι’ αυτόν τον σκοπόν. Δεν είχε προσφερθή ως δώρον εις τον άνθρωπον από μέρους του Δημιουργού του (Γένεση 2,17).
Τοιουτοτρόπως, ο άνθρωπος, εφ’ όσον έφαγεν από τον καρπόν αυτόν, έφαγε κάτι το οποίον δεν είχε ευλογηθή από τον Θεόν ως βρώσις. Επομένως, η πράξις αυτή του ανθρώπου, δεν ήτο πράξις κοινωνίας με τον Θεόν, δεν ήτο, δηλαδή, σύμφωνος προς την φύσιν του ανθρώπου, σύμφωνος προς την εικόνα του Θεού. Ήτο πράξις εγωιστική, ή, καθώς έχει λεχθή, τροφή, της οποίας η βρώσις έμενε καταδικασμένη να είναι κοινωνία μόνο με τον εαυτόν της και όχι με τον Θεόν.
Με την παρακοήν του αυτήν ο άνθρωπος δεν εχρησιμοποίησε τον υλικόν κόσμον συμφώνως προς την θέλησιν του Θεού, δεν έκαμε χρήσιν, αλλά κατάχρησιν της δημιουργίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπον συνετελέσθη η επανάστασις του ανθρώπου εναντίον της αγάπης του Θεού.
4. Αλλοτρίωσις του ανθρώπου
Τα αποτελέσματα της παρακοής ήσαν δια τον άνθρωπον φοβερά. Η πράξις του δεν ανταπεκρίνετο εις την πραγματικήν του φύσιν, διότι ο άνθρωπος, ως εικών του Τριαδικού Θεού, ήτο από την φύσιν του αγάπη. Τοιουτοτρόπως, η συμπεριφορά του αυτή απέναντι του Θεού δεν ήτο δυνατόν να χαρακτηρισθή ως απλή παρακοή, αλλά ως έκπτωσις από την ιδίαν την ανθρωπίνην φύσιν, ως αλλοτρίωσις του ανθρώπου.
Πράγματι, δεν ήτο πλέον ο Θεός το πρωτότυπον του ανθρώπου, το κέντρον και ο προσανατολισμός του.
Παρασυρμένος από την συμβουλήν του Σατανά, ο οποίος είναι ο πατέρας της διαιρέσεως, ήρχισε ν’ αναζητή το κέντρον των πράξεων του και ολοκλήρου της ζωής του έξω από τον Θεόν και να βλέπη εις τα δημιουργήματα του Θεού ένα σκοπόν έξω από τον Δημιουργόν των. Δεν αντελήφθη, δηλαδή, ότι κάθε τι το οποίον αποκόπτεται από τον Θεόν δεν έχει καμμίαν αξίαν, ούτε ζωήν έχει μέσα του, ότι κάθε τι το οποίον παύει να αισθάνεται πείναν δια τον Θεόν πεθαίνει (Παράβαλλε Ιωάννης 6,58).
Τοιουτοτρόπως, και τα έργα του ανθρώπου έπεσαν εις την κατάστασιν της φθοράς, διότι έχασαν την αναφοράν τους προς τον Θεόν και, συνεπώς, έχασαν το αληθινόν νόημα των. «Θα είναι καταραμένη η γη δια τα έργα σου», λέγει ο Θεός εις τον Αδάμ (Γένεση 3,17).
Προ της πτώσεως, όταν ο άνθρωπος ευρίσκετο μέσα εις την κοινωνίαν της αγάπης του Θεού, η ζωή του ήτο συνεχής μετοχή εις την ζωήν του Τριαδικού Θεού, διαρκής πορεία προς την θεοποίησιν του ανθρώπου μέσα εις πλήρη κοινωνίαν με τον Θεόν.
Μετά την πτώσιν, ο άνθρωπος εγκατέλειψε την αγάπην του Θεού και εζήτησε την θέωσιν μακράν του Θεού. Το αποτέλεσμα ήτο να ανοίξουν τα μάτια του ανθρώπου, αλλά εις την πραγματικότητα δια να ίδη την ιδίαν του την γυμνότητα (Γένεση 3,7), εις την οποίαν τον είχεν οδηγήσει η πτώσις του από την αγάπην του Θεού.
«Απώλεσα, το πρωτόκτιστον κάλλος, και την ευπρέπειάν μου, και άρτι κείμαι γυμνός, και καταισχύνομαι», αναφέρει εις ύμνος του Μεγάλου Κανόνος.
5. Η διάσπασις μεταξύ των ανθρώπων
Άγιο την στιγμήν της πτώσεως ήρχισε δια τον άνθρωπον η μεγαλύτερα περιπέτεια: αφού διεσπάσθη η σχέσις αγάπης με τον Θεόν η οποία συνεκράτει ηνωμένην ολόκληρον την δημιουργίαν, διεσπάσθησαν τα πάντα μέσα εις αυτήν.
Ο άνθρωπος ετεμαχίσθη και έγινεν εγωιστικόν ον, χωρίς να έχη πλέον την αναφοράν του εις τον Θεόν. Το μικρό παιδί, όταν γεννάται, φέρει εις την μητέρα του οδύνην, η δε γυναίκα πίπτει τελείως εις την εξάρτησιν του ανδρός της (Γένεση 3,16).
Χαρακτηριστική είναι, εν προκειμένω η δικαιολογία του Αδάμ. Κατηγορεί την Εύα και διαχωρίζει τας ευθύνας του από αυτήν, ως να ήτο εκείνη κάτι τελείως ξένον προς αυτόν:
«Αυτή η γυναίκα, την οποίαν συ μου έδωσες, αυτή μου έδωσεν από τον καρπόν και έφαγον» (Γένεση 3,12).
Πόσον διαφορετικά είναι τα λόγια αυτά από εκείνα τα οποία ανέφερεν ο Αδάμ, όταν είδε δια πρώτην φοράν την Εύαν, πριν από την πτώσιν:
«Αυτό είναι πλέον οστούν από τα οστά μου και σαρξ από την σάρκα μου. Αυτή θα ονομασθή γυνή (ανδρίς), διότι έγινεν από τον άνδρα της» (Γένεση 2,23).
Η πλήρης ενότης η οποία εκυριάρχει μεταξύ των ανθρώπων προ της πτώσεως, η οποία ήτο εικών της ζωής των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, διεσπάσθη, ώστε ο Αδάμ να μην αναγνωρίζη πλέον εις την Εύα το «οστούν από τα οστά του και την σάρκα από την σάρκα του» (Γένεση 2,23. 3,12).
Η αποξένωσις δε μεταξύ των ανθρώπων έφθασεν αργότερον ακόμη και μέχρις αδελφοκτονίας. Χαρακτηριστικός είναι δια το θέμα μας ο διάλογος του Θεού με τον Κάιν.
Όταν ο Θεός τον ηρώτησε «που είναι ο αδελφός σου», ήθελεν ακριβώς να υπενθύμιση την απώλειαν της αδελφικής ενότητος και την καταστροφήν της αγάπης (Γένεση 4,9). Αλλά ο Κάιν, αντί να συνέλθη και να αφήση την ψυχήν του να ξαναζήση τον τρυφερόν δεσμόν της αδελφικής αγάπης, παρουσιάζει την ολοκληρωτικήν αποξένωσιν του αδελφού του ως κάτι το φυσικόν και αυτονόητον:
« Δεν γνωρίζω˙ μήπως εγώ είμαι φύλαξ του αδελφού μου;» (Γένεση 4,9).
Κάτι, λοιπόν, βαθύτερον ήλλαξεν εις τον άνθρωπον μετά την πτώσιν, ώστε ο άνδρας να βλέπη την γυναίκα του και ο αδελφός τον αδελφόν του ως κάτι το διαφορετικόν, ως κάτι το τελείως ξένον, το εχθρικόν.
6. Η διάσπασις της δημιουργίας
Με την πτώσιν του ανθρώπου τα πάντα γύρω του έχασαν την συνοχήν των και τον αληθή των προορισμόν. Όλα εξέπεσαν από την αγάπην του Θεού η οποία τους έδιδε ζωήν. Έχασαν την πρώτην ωραιότητα και έπαυσαν να είναι «καλά λίαν». Εισήλθον εις το βασίλειον της φθοράς και του θανάτου:
«Θα είναι κατηραμένη η γη εν τοις έργοις σου. Με λύπην θα κερδίζης την τροφήν σου από την γην, όλας τας ημέρας της ζωής σου. Αγκάθια και τριβόλους θα σου φυτρώση η γη… Με τον ίδρωτα του προσώπου σου θα τρώγης τον άρτον σου, μέχρις ότου επιστρέψης εις την γην, από την οποίαν έχεις ληφθή, διότι χώμα είναι το σώμα σου και εις το χώμα θα κατάληξη» (Γένεση 3,17-19).