Του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
Οι ερωτευμένοι συνηθίζουν να μην κρύβουν τον έρωτά τους, αλλά να τον φανερώνουν στο περιβάλλον τους και να λένε ότι αγαπιούνται. Διότι η φύση της αγάπης είναι κάτι θερμό και η ψυχή δεν ανέχεται να την κρατάει μυστική. Γι’ αυτό και ο Παύλος που αγαπούσε τους Κορινθίους έλεγε: το στόμα μας είναι ανοιχτό για σας, Κορίνθιοι. Δηλαδή να στεγάσω και να κατέχω σιωπώντας την αγάπη δεν μπορώ, αλλά εσάς διαπαντός και παντού και στο μυαλό μου και στη γλώσσα μου σας περιφέρω.
Έτσι και ο μακάριος Δαβίδ, που αγαπούσε τον Θεό και φλεγόταν από την αγάπη, δεν ανέχεται να σωπαίνει, αλλά άλλοτε μεν λέει: με τον τρόπο που ποθεί πολύ το ελάφι τα νερά των πηγών, έτσι ποθεί πολύ η ψυχή μου εσένα, Θεέ μου, άλλοτε δε: Θεέ μου, προς σε ορθρίζω, σε διψάει η ψυχή μου όπως η γη η άβατη και άνυνδρη και έρημη…
Επειδή λοιπόν δεν έχει τη δυνατότητα να παραστήσει τον έρωτα με λόγο, τριγυρίζει ζητώντας υπόδειγμα, ώστε έστω και έτσι να μας φανερώσει το φίλτρο και να μας κάνει κοινωνούς του έρωτα. Ας πειστούμε λοιπόν σ’ αυτόν και ας μάθουμε έτσι να αγαπάμε.
Κι ας μη μου λέει κάποιος: και πως μπορώ να αγαπώ τον Θεό τον οποίο δεν βλέπω; Κι όμως πολλούς που δεν τους βλέπουμε τους αγαπάμε, όπως τους απόδημους φίλους μας ή τα παιδιά και τους γονείς, ή τους συγγενείς και οικείους και δεν προκύπτει κανένα εμπόδιο από το ότι δεν τους βλέπουμε αλλά αυτό κατεξοχήν φουντώνει το φίλτρο, αυξάνει τον πόθο…
Δεν βλέπεις τον Θεό, αλλά βλέπεις τα δημιουργήματα, βλέπεις τα έργα του, ουρανό, γη και θάλασσα. Εκείνος μάλιστα που αγαπάει, έστω κι αν δει κάποιο έργο του αγαπημένου προσώπου, έστω παπούτσι, έστω ρούχο, έστω οτιδήποτε άλλο, ζεσταίνεται. Δεν βλέπεις τον Θεό, αλλά βλέπεις τους δούλους του, τους φίλους του, τους αγίους άντρες εννοώ, που έχουν παρρησία. Ασχολήσου τώρα με εκείνους και θα λάβεις παρηγοριά όχι τυχαία.