Του Μόσχου Εμμανουήλ Λαγκουβάρδου
Η πιο αγαπημένη φράση μου είναι η φράση «Χριστός και Παναγιά». Ίσως αυτή τη φράση χρησιμοποιούσε η μητέρα μου, όταν με κουβαλούσε, μωρό, στις πλάτες της , επάνω στα χιονισμένα βουνά της Μακεδονίας, κυνηγημένη από τους βουλγάρους , που είχαν σκοτώσει τον πατέρα μου, κι είχαν πλιατσικολογήσει το σπίτι μας, το 1944.
Μέσα στη λαχτάρα της πιστεύω πως επαναλάμβανε την επίκληση του Χριστού και της Παναγίας σαν δύναμη και προστασία.
Όταν τα μωρά σε καιρό ειρήνης άκουγαν τη φωνή της μητέρας τους να τους τραγουδάει κάποιο νανούρισμα εγώ αντί για νανουρίσματα άκουγα την επίκληση της μητέρας μου για βοήθεια και προστασία.
«Φεύγαμε κυνηγημένοι από χωριό σε χωριό κι από βουνό σε βουνό., διηγείται η μητέρα μου.Οι άλλοι ήταν οικογένειες και βοηθούσαν ο ένας τον άλλον. Εμείς είμαστε μόνοι. Δεν γνωρίζαμε τη γλώσσα.
Μιλούσαν ποντιακά και βουλγάρικα. Σε κάποια χωριά δεν μας δέχονταν, γιατί δεν μπορούσες να πας από γερμανοκρατούμενα μέρη σε ιταλοκρατούμενα και το αντίθετο. Σε είχα τυλιγμένο σε μια βελέντζα. Δεν έκλαιγες καθόλου.»
Η αγαπημένη φράση μου είναι «Χριστός και Παναγιά». Ό,τι ξαφνικό να μου συμβεί έρχεται αυθόρμητα στα χείλη μου το Χριστός και Παναγιά!
Πιστεύω ότι οι αγαπημένες φράσεις βγαίνουν κατ΄ ευθείαν μέσα από την καρδιά χωρίς να τις πολυσκεφτείς.
Όσο πιο γρήγορα τόσο πιο πηγαίες είναι.
Δεν περιμένεις να σκεφτείς ποια φράση αγαπάς.
Έρχεται μόνη της.
Όπως όταν σε φωνάζουν απαντάς αμέσως. Αν μας φωνάζουν κι εμείς αντί να απαντήσουμε αμέσως, σκεφτόμαστε, τί θέλει άραγε αυτός που μας φωνάζει, κι ύστερα απαντάμε, αυτό είναι σημάδι ότι δεν είμαστε ευθείς με τα αισθήματά μας.