ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ: Η μεγάλη θεομητορική εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αποτελεί έναν ακόμη σημαντικό σταθμό ψυχικής ευωχίας και πλούσιου πνευματικού εφοδιασμού για μας τους πιστούς, χαρακτηρίζοντάς την και αποκαλώντας την ως το «Πάσχα του Καλοκαιριού» και την οποία εορτάζουμε ανάλογα με την οφειλόμενη τιμή προς το ιερότατο πρόσωπο της Θεομήτορος.
Και δικαίως, διότι, σύμφωνα με τον ιερό υμνογράφο της εορτής, «η δόξα (της είναι) ευπρεπής θεοφεγγέσιν εκλάμπουσα χάρις». Και δεν εορτάζουμε μόνον εμείς, αλλά μαζί μας εορτάζουν, «εξουσίαι, θρόνοι, αρχαί, κυριότητες, δυνάμεις και τα Χερουβίμ και τα φικτά Σεραφείμ. Αγάλλονται γηγενείς, επί γης θεία σου δόξη κοσμούμενοι. Προσπίπτουσι βασιλείς συν αρχαγγέλοις, αγγέλοις …», ολόκληρη η δημιουργία, διότι δι’ Αυτής δεν απολυτρώθηκε μόνο ο άνθρωπος, αλλά ολόκληρη η δημιουργία, η οποία «συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν» (Ρωμ.8,22), με εμάς, λόγω της αμαρτίας!
Εορτάζουμε και πανηγυρίζουμε το θάνατό Της, την έξοδό Της από αυτόν τον κόσμο, τον οποίο αποκαλούμε κοίμηση. Με θεσπέσιους ύμνους, ύψιστης θεολογικής και ποιητικής αξίας, με υπέροχες μελωδίες και εγκώμια, με χαρές και αγαλλίαση υμνούμε την έξοδό Της και την εις ουρανούς ανάβασή Της.
Είναι παράδοξη στ’ αλήθεια η συνήθεια να εορτάζουμε οι Χριστιανοί το θάνατο! Για τους οπαδούς των θρησκειών του κόσμου, για τους φιλοσόφους, τους αθέους και γενικά τους «κοσμικούς», αποτελεί μέγα σκάνδαλο και ακατανόητη «μωρία», να εορτάζουμε την επέτειο του θανάτου και όχι της γεννήσεως, αυτή η χριστιανική «ιδιοτροπία»! Εκείνοι εορτάζουν τη γέννηση, η οποία όμως προμηνύει τον εξάπαντος επερχόμενο θάνατο. Αντίθετα, στο τρομερό γεγονός του θανάτου εκφράζουν οδύνη και συνοδεύουν τους νεκρούς με οδυρμούς και κοπετούς στην «τελευταία τους κατοικία», η οποία είναι η παγερή γη, αφού «λέγουσι τινες εν υμίν ότι ανάστασις νεκρών ουκ εστιν» (Α΄Κορ.15,12).
Για την ορθόδοξη πίστη μας ο εν Χριστώ θάνατος δε λογίζεται ως θάνατος, αλλά ως γέννηση, η μάλλον ως αναγέννηση στην όντως ζωή. Ως είσοδος στην ατέρμονη αιωνιότητα. Διότι ο Λυτρωτής μας Χριστός νίκησε το θάνατο με το δικό Του θάνατο και έκλεισε δια παντός τις αιώνιες και αδιαπέραστες πύλες του Άδη για τους πιστούς Του. Δια του Χριστού «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α΄ Κορ.15,26). Ο σαρκωμένος Θεός μας ήρθες στον κόσμο, όχι να κάμει καλλίτερους, ευσεβέστερους και ηθικότερους τους ανθρώπους ή να δημιουργήσει μια ανώτερη θρησκεία από τις υπάρχουσες, αλλά να απολυτρώσει το υποδουλωμένο στο διάβολο, πεσμένο στην αμαρτία και ξεστρατισμένο από την προδιαγεγραμμένη του πορεία το ανθρώπινο γένος. Να νικήσει το διάβολο, να άρει την αμαρτία από τον κόσμο και να καταργήσει το ολέθριο και καταστροφικό της αποτέλεσμά της, το θάνατο (Ρωμ.6,23). Να ενώσει ξανά τον άνθρωπο με το Θεό, δίνοντάς του τη δυνατότητα να πραγματοποιηθεί ο αρχέγονος προορισμός του: η κατά χάριν θέωσή του. Να γίνουμε «κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού» (Ρωμ.8,17).
Η Υπεραγία Θεοτόκος αξιώθηκε να καταστεί το αγιότερο ανθρώπινο πρόσωπο, με το να γίνει η μητέρα του Θεού, η «Κεχαριτωμένη» και «ευλογημένη εν γυναιξί» (Λουκ.1,28), η «τιμιωτέρα των Χερουβίμ και ενδοξοτέρα των Σεραφείμ». Η υλοποίηση του θείου σχεδίου της απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους, δι’ Αυτής, έγινε πρόξενος ανατροπής των φυσικών νόμων. Ο Θεός έγινε άνθρωπος. Ο αιώνιος εισήλθε στο χρόνο. Ο δημιουργός του παντός περιορίστηκε στο κτίσμα του. Ο συντηρητής των πάντων συντηρείται από το πλάσμα του. Ο γεννημένος «προ
Εωσφόρου» (Ψαλμ.109,3) εκ των πατρικών κόλπων, γεννήθηκε, ως άνθρωπος, από γυναίκα και μάλιστα παρθένο. Η Θεοτόκος, άνθρωπος κατά πάντα, υποκείμενη στη φθορά και στο θάνατο, επιλέγεται για να κυοφορήσει, διά της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, το Θεό Λόγο, να κάνει το Θεό άνθρωπο, με σκοπό να γίνει ο άνθρωπος Θεός! Ο Θεός κατέστη Θεάνθρωπος, για να δώσει τη δυνατότητα τον άνθρωπο να γίνει μέτοχος της θεότητας, «ζώον θεούμενον». Στα πάναγνα και αγιασμένα σπλάχνα Της έγινε η μεγάλη συνάντηση και ένωση, Θεού και ανθρώπου. «Παρθενικής από γαστρός, τοις εν σκότει και σκιά σωματωθείς ανέτειλες ήλιος» ψάλλει ο υμνογράφος της εορτής. Αξιώθηκε να συντελεστεί στο πάναγνο σώμα Της η αποκατάσταση της φθαρμένης και τραυματισμένης από την αμαρτία ανθρωπίνης φύσεως. Στο ιερό Της σκήνωμα σκήνωσε ο Θεός. Μέσω Αυτής έλαβε ο Χριστός την ανθρώπινη φύση, την οποία, εντός του παρθενικού της σώματος, την καθάρισε, την αγίασε, την θέωσε και την έκανε και δική Του φύση. Αυτή είναι η πεμπτουσία της υπέρτατης συμβολής της Θεομήτορος στο έργο της σωτηρίας του κόσμου. Γι’ αυτό αξιώθηκε να είναι ξεχωριστή από όλα τα ανθρώπινα πρόσωπα. Να καταστεί Παναγία (σε σύγκριση με την ανθρώπινη αγιότητα) και να απολαμβάνει τέτοιων τιμών, «ως θυγατέρα θεόπαιδα και παρθένος».
Η Παναγία μας και μετά τη συμβολή Της στο έργο της σωτηρίας δεν φάνηκε κάτι το συνταρακτικό και υπερφυσικό στο ιερότατο πρόσωπό Της και στη ζωή Της. Έζησε με ταπείνωση, σχεδόν στην αφάνεια. Ελάχιστες φορές αναφέρεται στα Ιερά Ευαγγέλια και πολύ λίγα στοιχεία καταγράφηκαν από τον επίγειο βίο Της. Τα περισσότερα στοιχεία για τη ζωή Της τα αντλούμε από την άγραφη παράδοση. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η πρωταγωνίστρια, από ανθρωπίνης πλευράς, του έργο της σωτηρίας, αφού πραγματοποίησε σε αυτό τη δική Της συμβολή, παραχώρησε τη θέση Της στον Υιό Της, στο σαρκωμένο Λόγο να φανεί η δόξα Του και να καταλάβει ο κόσμος ότι δεν υπάρχει «εν άλλω ουδενί η σωτηρία, ουδέ γαρ όνομα εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς» (Πραξ.4,12). Ας μη λησμονούμε ότι στα ταραγμένα εκείνα χρόνια μεσουρανούσαν στο θρησκευτικό στερέωμα μια πλειάδα «θεαινών» του παγανισμού, στις οποίες είχε εναποθέσει ο ειδωλολατρικός κόσμος τη ελπίδα της σωτηρίας του και θα ήταν εύκολο να προστεθεί άλλη μία στο πάνθεο των ψεύτικων σωτήρων.
Αν και αξιώθηκε τέτοιων ακατανόητων τιμών, διήγε τον επίγειο βίο Της με ταπείνωση, αθόρυβα, ως μια ευσεβής γυναίκα. Οι υπέρτατες χάρες Της έμειναν μυστικές. Κανένας δε γνώριζε τους ωκεανούς των θείων ευλογιών στο τίμιο πρόσωπό Της. Έζησε απλά και άσημα, επισκιασμένη μυστικά από τη χάρη του Θεού και τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος. Δε ζήτησε πρωτοκαθεδρίες και τιμές. Τα μητρικά Της ένστικτα είχαν δευτερεύουσα σημασία, δίνοντας προτεραιότητα στο σεβασμό προς στη Θεότητα του Υιού Της. Έβλεπε με δέος το πρόσωπο Του, άκουγε με ευσέβεια και ζήλο τα θεία διδάγματά Του και παρατηρούσε με θαυμασμό τα έργα Του. Ο ιερός Ευαγγελιστής μας πληροφορεί ότι «διατήρει παντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής» (Λουκ.2,51). Αυτές οι χάρες και οι ευλογίες έγιναν γνωστές μετά την έξοδό Της από τον κόσμο αυτόν, με την πάνσεπτη Κοίμησή Της και την θαυμαστή εις ουρανούς Μετάστασή Της. Τότε αναδείχτηκε ως «πεποικιλμένη τη θεία δόξη». Άλλωστε οι χάρες της Παναγίας μας γίνονται αντιληπτές μόνο μέσα στην Εκκλησία, όπου λειτουργεί το μυστήριο της σωτηρίας. Γι’ αυτό και τιμάται μέσα στην Εκκλησία, από τους συνειδητούς πιστούς, ενώ έξω από αυτή προσβάλλεται και καταφρονείται!
Ως άνθρωπος λοιπόν η Θεοτόκος έπρεπε να ακολουθήσει τη λοιπή ανθρωπότητα στο θάνατο, καθ’ ότι ουδείς άνθρωπος δύναται να τον αποφύγει. Το γεγονός της πτώσεως οδήγησε αναπόφευκτα σε αυτόν τον οδυνηρό τρόπο εξόδου από τη γήινη
ζωή (Γεν.2,17). Ακόμη και ο Χριστός, (και) ως άνθρωπος, ακολούθησε αυτόν τον αιώνιο και αδυσώπητο νόμο. Αλλά, όπως προαναφέραμε, μετά το θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, ο θάνατος δεν έχει την ίδια σημασία με πριν. Δεν είναι πια το
οδυνηρό τέλος της επίγειας ζωής και η είσοδος στο σκοτεινό βασίλειο του Άδου, αλλά ένα συμβάν, χωρίς οντολογικές συνέπειες στον άνθρωπο. Ένα πέρασμα από την φθαρτότητα και παροδικότητα στην αφθαρσία και την αιωνιότητα.
Αν ο θάνατος έχει νικηθεί και δεν έχει πια οντολογικές συνέπειες στον κάθε απλό πιστό, πόσο μάλλον δεν είχε συνέπειες για την Θεομήτορα! Σύμφωνα με την διδασκαλία και πίστη της Εκκλησίας μας, το πανάχραντο σώμα Της, το οποίο έγινε ο θρόνος της Θεότητας και έθρεψε τον τροφέα της κτίσεως, δεν έπρεπε να υποστεί τη φυσική φθορά στον υγρό και παγερό τάφο. Μετά την ταφή Της, ο Θεός ευδόκησε να γίνει η ανάστασή Της ευθείς αμέσως, πριν υποστεί φθορά το τίμιο σκεύος της. Δεν έπρεπε να περιμένει τη γενική ανάσταση, αλλά εκείνη τη στιγμή, ενώθηκε η αγία ψυχή Της με το άχραντο σώμα Της και μετέστη στα ουράνια πνευματικά δώματα της θείας μεγαλοσύνης, για να πάρει τη θέση Της δίπλα στον Υιό Της και να δοξάζεται στους αιώνες των αιώνων. Ο Θεός «Μετέστησεν αυτήν προς τας εκείθεν μονάς», μετατρέποντας το θάνατο σε μνηστεία ζωής, στο ιερό πρόσωπό Της, «ζωήν προμνηστεύεται θάνατος»! Γι’ αυτό και η αγία μας Εκκλησία όρισε, μαζί με την σεπτή Της κοίμηση, να τιμάται και η εις ουρανούς μετάστασή Της.
Η Κοίμηση και η Μετάσταση της Θεοτόκου δίνει απάντηση στο ερώτημα του αποστόλου Παύλου: «πώς εγείρονται οι νεκροί; Ποίω δε σώματι έρχονται;» (Α΄Κορ.15,35). Έτσι ακριβώς θα γίνει και η δική μας ανάσταση, εφόσον είμαστε πιστοί του Χριστού, θα είναι ολόιδια με την Μετάσταση της Παναγίας μας, θα γίνει εν ριπή οφθαλμού, με τη δύναμη του Θεού και το σώμα της αναστάσεως, θα είναι το ίδιο σώμα της γήινης ζωής και όχι κάτι άλλο, όπως δοξάζουν διάφοροι αιρετικοί. Ανάσταση σημαίνει ανασήκωμα – στάσιμο – ζωοποίηση αυτού του συγκεκριμένου σώματος, που είναι πεσμένο, άπνου, νεκρό και όχι δημιουργία κάποιου άλλου όντως, με τη θύμησή μας, όπως κακόδοξα διδάσκουν οι οπαδοί της «Σκοπιάς». Η Θεοτόκος ανέστη – μετέστη με το δικό Της σώμα, αυτό που είχε πριν την κοίμησή Της, καθ’ ότι ο τάφος Της βρέθηκε, μετά τρεις ημέρες κενός, μαρτυρώντας αυτή τη μεγάλη αλήθεια. Όθεν πρέπει να έχουμε ακλόνητη την πεποίθηση ότι «ο εγείρας τον Χριστόν εκ νεκρών ζωοποιήσει και τα θνητάα σώματα ημών δια το ενοικούν αυτού Πνεύμα εν ημίν» (Ρωμ.8,11).
Η κοίμηση και η μετάσταση της Θεοτόκου είναι η πραγμάτωση της επαγγελίας του Χριστού, για την αιώνια ζωή, που περιμένει τους πιστούς Του. Την αρχή έκανε ο Χριστός, ο Οποίος έγινε η «απαρχή των κεκοιμημένων» (Α΄Κορ.15,20) και η επιβεβαίωση σημειώθηκε στο ιερότατο πρόσωπο της Θεοτόκου, η Οποία Τον ακολούθησε. Η σεπτή Της κοίμηση μας υπενθυμίζει μεν το νόμο του θανάτου, αλλά, μας βεβαιώνει, με την εις τους ουρανούς μετάστασή Της, την πίστη και για τη δική μας ανάσταση και μετάσταση, αφού «ζωαρχικήν δε πηγήν ειργάσατο την Θεοτόκον, φθοράν θανάτου και ζωήν βλυστάνουσαν τοις μέλπουσι».
Αυτό γιορτάζουμε και πανηγυρίζουμε κατ’ αυτή τη μεγάλη θεομητορική εορτή, την «άφθορον νεκρωσιν» της Θεομήτορος. Η κοίμηση της Θεοτόκου και η εις ουρανούς μετάστασή Της είναι συνάμα για μας ο προάγγελος και της δικής μας αποκαταστάσεως. Ας μην ξεχνούμε πως η πίστη στην ανάσταση είναι το θεμέλιο της Εκκλησίας. Πίστη, δίχως την προσδοκία αναστάσεως, είναι μια τρομερή αυταπάτη, ένας εφιάλτης, διότι «εβρισκόμεθα δε και ψευδομάρτυρες του Θεού, ότι εμαρτυρήσαμεν κατά του Θεού, ότι ήγειρεν, είπερ άρα νεκροί ουκ εγείρονται» (Α΄Κορ.15,15). Για όλα αυτά χαιρόμαστε και πανηγυρίζουμε στην επέτειο του θανάτου των αγίων της Εκκλησίας μας, οι οποίοι νίκησαν τον κόσμο και μετέβαλλαν
το θάνατο σε ζωή. Στην εκκλησιαστική γλώσσα αποκαλούμε την επέτειο του θανάτου των αγίων, ως τη γενέθλια ημέρα τους. Ο θάνατος είναι πραγματικός θάνατος, φρίκη
και οδύνη ανείπωτη, για τους απίστους και αμετανόητους, για τους μη έχοντες ελπίδα αναστάσεως. Για όσους παραμένουν κλεισμένοι στα κάτεργα του εγωκεντρισμού τους και απεμπολούν τη χάρη της σωτηρίας, την οποία χαρίζει απλόχερα ο Χριστός μας.
Ας συμμετάσχουμε λοιπόν όλοι μας στο λαμπρό πανηγύρι του «Πάσχα του Καλοκαιριού» και ας αποδώσουμε στην Παναγία Μητέρα του Λυτρωτή μας Χριστού την οφειλόμενη τιμή. Σε Αυτή, που έγινε το αίτιο της σωτηρίας μας, η ενοποιός δύναμη με το Δημιουργός μας, η γέφυρα, μέσω της Οποίας περάσαμε από τη φθορά στην αφθαρσία, στην αποκατάσταση, στον αγιασμό και στην κατά χάριν θέωσή μας. Ας ανοίξουμε την καρδιά μας να εισέλθει η αισιοδοξία και η χαρά, η οποία απορρέει από την βεβαιότητα της εν Χριστώ απολυτρώσεώς μας, χάρις στη συμβολή της Παναγίας μας. Ας γεμίσουμε την ύπαρξή μας από τη σιγουριά ότι δεν είμαστε μόνοι στη ζωή μας, αλλά έχουμε στον ουρανό τον Μεγάλο Μεσίτη μας Ιησού Χριστό, «ο αποθανών, μάλλον και εγερθείς, ος και εστιν εν δεξιά του Θεού, ος και εντυγχάνει υπέρ ημών» (Ρωμ.8,35) και την Μεγάλη Πρέσβειρα Μητέρα Του, η Οποία δέεται αέναα για μας, ότι «μήτηρ γέγονεν του ποιητού των απάντων Χριστού του Θεού. Αυτόν ικετεύουσα υπέρ ημών». Έχοντας τέτοια ακλόνητα στηρίγματα στην πολυτάραχη ζωή μας, «υπερνικώμεν δια του αγαπήσαντος ημάς» Χριστού και της Παναγίας Μητέρας Του και ως εκ τούτου είμαστε (πρέπει να είμαστε) πεπεισμένοι ότι «ούτε θάνατος, ούτε ζωή, ούτε άγγελοι, ούτε αρχαί, ούτε δυνάμεις, ούτε ενεστώτα, ούτε μέλλοντα, ούτε ύψωμα, ούτε βάθος, ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ.8,37-39) και της Παναγίας Μητρός Του. Ας σμίξουμε λοιπόν τους αίνους μας με τον ιερό υμνογράφο της εορτής και ας αναφωνήσουμε από τα βάθη της καρδιάς μας «αγλαοφανώς μακαρίζοντες»: «Κεχαριτωμένη χαίρε, μετά σου ο Κύριος ο παρέχων τω κόσμω, δια σου, το μέγα έλεος»!