(Κακοδοξία, η οποία στρεβλώνει πλήρως το μυστήριο της Θείας Οικονομίας)
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού *
ΘΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ – Την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα, την ιερότερη αυτή εορτολογική περίοδο της Εκκλησίας μας συνοδοιπορούμε, με τη χάρη του δι’ ημάς Παθόντα, Θανόντα, Ταφέντα και Αναστάντα Κύριό μας Ιησού Χριστό, προς τον Γολγοθά και το κενό Μνημείο, να προσκυνήσουμε τα Σεπτά Παθήματά Του, να βιώσουμε τις αστείρευτες σωτήριες δωρεές, που απορρέουν από αυτά και να πανηγυρίσουμε την εκ των νεκρών λαμπροφόρο Ανάστασή Του.
Το κατανυκτικό κλίμα αυτών των αγίων ημερών μας δίνει το έναυσμα να αναλογιστούμε το ανυπολόγιστο μέγεθος της θείας δωρεάς, η οποία απορρέει από το απολυτρωτικό Πάθος, την σταυρική θυσία, του Σωτήρα μας Χριστού, καθότι, σύμφωνα με τον ιερό υμνογράφο: «Τω πάθη σου Χριστέ παθών ηλευθερώθημεν και τη αναστάσει σου εκ φθοράς ελυτρώθημεν».
Η σταυρική απολυτρωτική θυσία του Χριστού αποτελεί για την ορθόδοξη χριστιανική μας πίστη, ακατανόητο μυστήριο, παρά το γεγονός ότι οι ιεροί συγγραφείς των αγιογραφικών κειμένων χρησιμοποίησαν ενδοκοσμικές έννοιες και εικόνες, όχι για να εκφράσουν την ουσία του μυστηρίου, αλλά να περιγράψουν το υπέρτατο γεγονός, με οικείες στους ανθρώπους έννοιες, όπως «θυσία», «λύτρο», «δικαίωση», κλπ. Οι θεοφώτιστοι άγιοι Πατέρες κατόρθωσαν να τις υπερβούν και να προσεγγίσουν το Θείο Πάθος και το θάνατο του Χριστού με τα μάτια της πίστεως. Η απολυτρωτική Θυσία του Χριστού, δεν κατανοείται, αλλά βιώνεται διά της πίστεως και παραμένει, για το ανθρώπινο νου, «το απ’ αιώνος απόκρυφον και αγγέλοις άγνωστον μυστήριον».
Όσοι εξέλαβαν κατά γράμμα τις ενδοκοσμικές αυτές έννοιες και εικόνες, κατέληξαν σε πλάνες. Πολλοί αιρετικοί, αποκομμένοι από την θεία χάρη και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, τα οποία υπάρχουν και λειτουργούν μόνο στο εκκλησιαστικό σώμα, αποπειράθηκαν να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν (και) το μυστήριο του Σταυρού, ήτοι: το «πώς» συντελέστηκε η απολύτρωση δια του σταυρικού θανάτου του Χριστού, για την ικανοποίηση του λογικού τους, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα να πέσουν σε πλάνες και μάλιστα να αγγίξουν ή και να ξεπεράσουν τα όρια της βλασφημίας.
Η πιο ακραία κακόδοξη θεωρία είναι, κατά τη γνώμη πολλών επιφανών ορθοδόξων θεολόγων, η παπική πλάνη «Περί Ικανοποιήσεως της Θείας Δικαιοσύνης», η οποία προσπαθεί να ερμηνεύσει το μυστήριο του σταυρού, με κοσμικά κριτήρια και νομικούς και δικανικούς όρους, συναποτελώντας, με τις άλλες αιρέσεις του Παπισμού, το αιρετικό επιστέγασμα του κακόδοξου δυτικού Χριστιανισμού και δυστυχώς την μήτρα όπου κυοφορήθηκαν και άλλες πάμπολλες φρικώδεις πλάνες και βλασφημίες.
Η κακοδοξία αυτή είναι απόρροια της λεγομένης μεσαιωνικής «σχολαστικής θεολογίας» στην Δύση, η οποία είχε παραμερίσει την γνήσια πατερική διδασκαλία, μετά την αποκοπή του δυτικού Χριστιανισμού από τον ενιαίο και αδιαίρετο κορμό της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας (1054) και την υιοθέτηση του βαρβαρικού και αιρετικού φραγκισμού. Να διευκρινίσουμε πως οι βάρβαροι και αμόρφωτοι Φράγκοι δεν ήταν σε θέση να γνωρίσουν και να κατανοήσουν την αυθεντική πατερική χριστιανική διδασκαλία. Υιοθετώντας αιρετικές δοξασίες και περιθωριακές θεολογικές αντιλήψεις, δημιούργησαν ένα δικό τους «θεολογικό»
σύστημα, βαθύτατα επηρεασμένο από τον φεουδαρχικό τρόπο διακυβέρνησής τους, το οποίο επέβαλλαν στην Δυτική Εκκλησία, μετά την κατάληψή της από αυτούς.
Οι περί Θεού δοξασίες του παρεφθαρμένου δυτικού Χριστιανισμού ήταν (και είναι) προβολές των αντιλήψεων που είχαν για τους άτεγκτους και ανελέητους μονάρχες ηγεμόνες τους, οι οποίοι κυβερνούσαν, ως επί γης «θεοί», τους δουλοπάροικους υπηκόους τους, «θείω δικαίω», χωρίς δικαιώματα. Ήταν υποχρεωμένοι να υποτάσσονται απόλυτα σ’ αυτούς, θεωρώντας τους, σύμφωνα με τις φεουδαρχικές αντιλήψεις, κτήματά τους, έχοντας επ’ αυτών δικαίωμα ζωής και θανάτου. Είναι γνωστό το «δόγμα» του φεουδαρχισμού: «σε όποιον ανήκουν τα φέουδα (= κτήματα) ανήκουν οι άνθρωποί τους»!
Εν προκειμένω, η πλάνη, «Περί Ικανοποιήσεως της Θείας Δικαιοσύνης», απηχεί ξεκάθαρα την φράγκικη φεουδαρχική αντίληψη. «Στη φεουδαλική κοινωνία, ο προσβάλλων αναγκαζόταν να παράσχει ικανοποίηση ή να καταβάλει αποζημίωση στον προσβληθέντα, που ήταν ανάλογη προς τη θέση του τελευταίου. Έτσι, ένα έγκλημα εναντίον ενός βασιλιά απαιτούσε μεγαλύτερη ικανοποίηση από ένα έγκλημα εναντίον ενός βαρώνου κ.ο.κ. Σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο σκέψης, ο πεπερασμένος άνθρωπος, αφού δεν μπορούσε ποτέ να παράσχει ικανοποίηση στον άπειρο Θεό, θα έπρεπε να περιμένει μόνο τον αιώνιο θάνατο. Το όργανο για την επαναφορά του ανθρώπου σε μια ορθή σχέση με τον Θεό θα έπρεπε να είναι ένας Θεάνθρωπος (Χριστός), με του οποίου την άπειρη αξία ο άνθρωπος εξαγνίστηκε σε μια πράξη συνεργασίας –αναδημιουργίας», έγραψε ο κ. Ι. Καρδάσης.
Ο πρώτος που διατύπωσε την πλάνη αυτή ήταν ο «αρχιεπίσκοπος» Καντερβουρίας Άνσελμος (1033-1109), ιδρυτής του Σχολαστικισμού στη Δύση και «άγιος» της παπικής «εκκλησίας». Στο σύγγραμμά του: «Cur Deus homo?» (Γιατί ο Θεός (έγινε) άνθρωπος;), διαπραγματεύεται το «πως» της απολυτρώσεως, χρησιμοποιώντας δικανικά και λογικά επιχειρήματα. Την υιοθέτησε ο Θωμάς Ακινάτης (1225-1274), δίνοντάς της πιο σαφή καθορισμό, ως προς το περιεχόμενό της, την αποδέχτηκε ως «διδασκαλία της Εκκλησίας» η «Σύνοδος» του Τριδέντου (1545-1563) και τέλος η Α΄ «Σύνοδος» του Βατικανού (1870), την όρισε «δόγμα πίστεως» για την παπική «εκκλησία»!
Σύμφωνα με την άκρως κακόδοξη αυτή θεωρία, η πτώση του ανθρώπου δεν εκλαμβάνεται ως αστοχία, ως μια λαθεμένη επιλογή, όπως διδάσκει η Εκκλησία, αλλά ως «προσβολή της Θείας Δικαιοσύνης και του μεγαλείου του Θεού». Η πτώση των Πρωτοπλάστων αποτέλεσε μια τρομακτικών διαστάσεων ύβρη και προσβολή κατά του Δημιουργού, προκαλώντας μια μεγάλη ενοχή, με την παράβαση του αιώνιου θείου νόμου. Ήταν δε τόσο μεγάλη η προσβολή κατά του Θεού, όσο και η αξία του προσβαλλόμενου Θεού. Γι’ αυτό απαιτούνταν ανάλογη εξιλέωση, για την αποκατάσταση της «τρωθείσας θείας μεγαλειότητας και της ηθικής τάξεως».
Ο προσβαλλόμενος Θεός διατελούσε σε θυμό και μόνιμη αγανάκτηση και απέχθεια εναντίον του ανθρωπίνου γένους, το οποίο έπρεπε να υποστεί τις συνέπειες της προσβολής κατά του Θεού. Για τούτο ο Θεός δημιούργησε τον θάνατο, ως «δίκαιη τιμωρία». Σύμφωνα με την βλάσφημη αυτή πλάνη, το θάνατο δημιούργησε ο Θεός και όχι διάβολος, όπως διδάσκει η Εκκλησία! Και όχι μόνον ο θάνατος, αλλά και η κόλαση είναι δημιούργημα του Θεού, για την «δίκαιη τιμωρία» του πεσόντος στην αμαρτία ανθρώπου. Μάλιστα, όπως αναφέρεται σε παπικά «θεολογικά» κείμενα, στηριζόμενα σε ένα από τα πολλά ατυχή θεωρήματα του ι. Αυγουστίνου, ο
Θεός ευφραίνεται βλέποντας τους κολασμένους να βασανίζονται και τέρπεται ακούγοντας τις φρικτές οιμωγές τους!
Αλλά ούτε ο θάνατος, ούτε η κόλαση, ως έσχατη τιμωρία, ήταν αρκετά να κατευνάσουν τον «θείο θυμό», να ικανοποιήσουν την «διασαλευθείσα ηθική τάξη» και την «τρωθείσα Θεία Δικαιοσύνη». Έπρεπε να υπάρξει άλλου είδους «εξιλέωση», πολύ μεγάλη, ανάλογη του μεγέθους της θεία μεγαλειότητας. Και αν ακόμα είχε «θυσιασθεί» ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, ως «θυσία εξιλέωσης», και πάλι δεν θα μπορούσε να καταλαγιάσει η «θεία οργή»! Έπρεπε να θυσιαστεί κάτι ανώτερο από τον άνθρωπο. Γι’ αυτό επιλέχτηκε να θυσιαστεί ο Υιός του Θεού στη θέση του ανθρώπου. Να τιμωρηθεί Εκείνος στη θέση του ανθρώπου, να χύσει το αίμα Του για να ικανοποιηθεί ο «οργισμένος» ουράνιος Πατέρας! Έπρεπε να πονέσει και να πεθάνει, με τον επώδυνο θάνατο του σταυρού, στη θέση των αμαρτωλών ανθρώπων, προσφέροντας το αίμα Του «λύτρο εξαγοράς» στο Θεό, προκειμένου να κατευναστεί ο θυμός του Πατέρα, να του προσφέρει άπειρη ικανοποίηση, για να δώσει την νομική συγχώρηση των αμαρτιών. Ο Χριστός πάσχοντας και χύνοντας το αίμα Του στο Γολγοθά, προσέφερε δεκτή θυσία στον «οργισμένο» ουράνιο Πατέρα, κατευνάστηκε ο θυμός του, ικανοποιήθηκε η Θεία Δικαιοσύνη, αποκαταστάθηκε η ηθική τάξη και έτσι συντελέστηκε η σωτηρία!
Ο Χριστός σαρκώθηκε για να ικανοποιήσει την Θεία Δικαιοσύνη, να κατευνάσει την θεία οργή και να αποκαταστήσει την ηθική τάξη και όχι να απολυτρώσει τον άνθρωπο από την αιχμαλωσία του Σατανά, την δουλεία της αμαρτίας, τη φθορά και το θάνατο, να ενώσει τον άνθρωπο με το Θεό και να τον θεώσει, όπως δοξάζει η Εκκλησία. Εφόσον «ικανοποιήθηκε» η θεία δικαιοσύνη αυτόματα συντελέστηκε και η σωτηρία του ανθρώπου! Γι’ αυτό η δυτική παράδοση δίνει ιδιαίτερη «σωτηριολογική» σημασία στην Σταύρωση του Χριστού και λιγότερο, έως ελάχιστη στην Ανάσταση, η οποία είναι για μας τους ορθοδόξους η πραγματική νίκη επί του θανάτου, «θανάτω θάνατον πατήσας»! Παραβλέπουν το γεγονός ότι ο Λόγος «μετέσχε των αυτών (σαρκός και αίματος) ίνα δια του θανάτου κατάργηση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτέστι τον διάβολον»!
Ο παπικός «θεολόγος» J. Phole, ομολογεί, ότι «η ενσάρκωση μπορεί να εννοηθεί ως αναγκαίος όρος της απολύτρωσης, μόνο κάτω από την προϋπόθεση ότι ο Θεός απαίτησε επαρκή (δηλ. άπειρη) ικανοποίηση για τις αμαρτίες των ανθρώπων». Μάλιστα έκαμε και την εξής παράδοξη παρατήρηση, για την αξία της Ανάστασης του Κυρίου: «Εξεταζόμενη από την άποψη της σωτηριολογίας, η ανάσταση του Χριστού δεν ήταν η κύρια, ούτε καν η συνοδεύουσα αιτία της απολύτρωσής μας… Η Καθολική Εκκλησία θεωρεί την ανάσταση ως ένα αναφαίρετο, αλλ’ όχι ως ουσιαστικό στοιχείο της απολύτρωσης»!
Η φοβερή αυτή πλάνη είχε ολέθρια αποτελέσματα για τον δυτικό Χριστιανισμό, αλλά και γενικότερα για την πορεία του δυτικού ανθρώπου. Όπως παρατηρεί ο κ. Ι. Καρδάσης, «Μέ τίς ἀντιλήψεις αὐτές καί ἄλλες παραπλήσιες ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἄσκησε ποιμαντική φόβου στόν δυτικό μεσαίωνα. Λ.χ ὁ διά πυρᾶς θάνατος εἶχε ποινικό καί ἐξιλεωτικό χαρακτήρα. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὅμως ὁδηγήθηκαν οἱ ἄνθρωποι στήν ἀπόγνωση ἤ τήν ἀθεΐα».
Από ορθοδόξου θεολογικής απόψεως η «Περί Ικανοποιήσεως της Θείας Δικαιοσύνης» θεωρία κρίνεται άκρως κακόδοξη και βλάσφημη, η οποία προσβάλλει
καίρια την περί Θεού και την περί απολυτρώσεως διδασκαλία της Εκκλησίας. Ο αιώνιος και άτρεπτος, ο «αεί ωσαύτως ον» Θεός, ο «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» παρουσιάζεται να τρέπεται, να αλλοιώνεται, να αλλάζει διαθέσεις, να κυριαρχείται από ανθρώπινα πάθη, όπως ο θυμός και η εκδίκηση, να διακατέχεται από «αναγκαιότητες», όπως είναι η «ικανοποίηση της δικαιοσύνης» του. Να απαιτεί συναλλαγές, τύπου δούναι και λαβείν, για να αλλάξει διάθεση. Διαστρεβλώνεται πλήρως η αγαθή του φύση, όπως τη δίδαξε ο Χριστός. Δεν είναι ο στοργικός Πατέρας της παραβολής του ασώτου υιού, αλλά άτεγκτος και ανελέητος, ο οποίος «διψά» για εκδίκηση και «απολαμβάνει» την «δίκαιη τιμωρία» των αμαρτωλών. Δεν είναι ο μανιακά αγαπών τον άνθρωπο, αλλά ένα φοβερό απόκοσμο φόβητρο, ένας «τρομοκράτης θεός», απαράλλακτος των «θεών» του παγανισμού. Δεν εμπνέει αγάπη, ηρεμία, στοργή, τρυφερότητα, εμπιστοσύνη, ασφάλεια και ελπίδα, αλλά φόβο και τρόμο. Αυτή η τρομακτική διαστρέβλωση της εννοίας του Θεού συντέλεσε τα μέγιστα στην απέχθεια του δυτικού ανθρώπου να τον αποδεχτεί, γέννησε την αθεΐα και τον οδήγησε σε φοβερά αδιέξοδα. Φυσικά πρόκειται για επινόηση και δημιουργία ενός άλλου «θεού» ανύπαρκτου, ένα φρικτό είδωλο, απόλυτα αντίθετου με τον Θεό της ανόθευτης χριστιανικής πίστεως.
Μαζί διαστρεβλώθηκε και αποσαρθρώθηκε πλήρως και η περί της Θείας Οικονομίας διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Ο Χριστός «αναγκάστηκε» να σαρκωθεί, όχι να απολυτρώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία, τη φθορά και τον θάνατο, αλλά από το «θείο θυμό», για να «ικανοποιήσει» την «τρωθείσα θεία δικαιοσύνη»! Η υπέρτατη θεία δωρεά της σωτηρίας κατανοείται ως μια δικανική διαδικασία, απογυμνωμένη πλήρως από το στοιχείο της αγάπης του Θεού. Εφόσον η σωτηρία είναι αποτέλεσμα συναλλαγής και δικανικών κανόνων, υπερτονίζεται η επιτέλεση «καλών έργων» και υποβιβάζεται η εσωτερική αλλαγή του ανθρώπου, η συνεχής μετάνοια, η οποία προσελκύει τη θεία χάρη και τον αγιασμό, με απώτερο στόχο την θέωση. Όσα περισσότερα «καλά έργα» επιτελεί ο πιστός, τόσο περισσότερο «ευαρεστεί» το Θεό. Οι άγιοι «αγίασαν» επιτελώντας περισσότερα από όσα χρειάζονταν και αυτά τα «περισσευούμενα» τα διαχειρίζεται ο «Πάπας», πουλώντας τα σε όσους τους «λείπουν», με τα γνωστά «συγχωροχάρτια»!
Ο Κύριος τόνισε: «έλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν». Οι άγιοι Πατέρες δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αλήθειας σε αυτή την βλάσφημη πλάνη. Ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος αναφέρει: «τις ο λόγος, Μονογενούς αίμα τέρπειν Πατέρα, ως ουδέ τον Ισαάκ εδέξατο παρά του πατρός προσφερόμενον, αλλ’ αντηλλάξατο την θυσίαν, κριόν αντιδούς του λογικού θύματος;». Ο Μ. Αθανάσιος έγραψε: «η ημών αιτία εκείνω γέγονε πρόφασις της καθόδου, και η ημών παράβασις του Λόγου την φιλανθρωπίαν εξεκαλέσατο, ώστε και εις ημάς φθάσαι και φανήναι τον Κύριον εν ανθρώποις». Και «Αυτός γαρ ενηνθρώπησεν ίνα ημείς θεοποιηθώμεν και της εκείνου Ενσωματώσεως ημείς γεγόναμεν υπόθεσις».
Έγινε νομίζω κατανοητό ότι η «Περί Ικανοποιήσεως της Θείας Δικαιοσύνης» δυτική πλάνη, κρινόμενη εξ’ απόψεως ορθοδόξου πίστεως, αποδεικνύεται άκρως αιρετική και βλάσφημη αίρεση, η οποία ανατρέπει εκ βάθρων την περί Θεού και Θείας Οικονομίας διδασκαλία της Εκκλησίας. Παρατηρούμε με έκπληξη ότι, παρά το γεγονός ότι η μεσαιωνική αυτή, αλλόκοτη φραγκικής προελεύσεως, πλάνη έτυχε
σκληρής κριτικής, όχι μόνον από ορθοδόξους θεολόγους, αλλά και από δυτικούς, συνεχίζει να αποτελεί «δόγμα πίστεως» για την παπική «εκκλησία», η οποία ως τώρα δεν διανοήθηκε να το απεμπολήσει. Το Βατικανό την διατηρεί με πείσμα, παρά το γεγονός ότι αυτή έγινε πρόξενος τεράστιας ζημίας στην δυτική χριστιανοσύνη, γενόμενη η κυριότερη αιτία γιγαντώσεως της άρνησης του Θεού στο δυτικό κόσμο και της γενικότερης αποστασίας, κι’ ακόμα φανερώνοντας τον μεσαιωνικό χαρακτήρα του Παπισμού.
Τέλος, μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η φοβερή αυτή παπική αίρεση δεν τέθηκε ποτέ θέμα συζήτησης στους διμερείς θεολογικούς διαλόγους. Διερωτόμαστε: οι ορθόδοξοι συμμετέχοντες σ’ αυτούς δεν θεωρούν απαραίτητο να τεθεί και αυτή η σοβαρή πλάνη στο τραπέζι των συζητήσεων; Είναι δυνατόν ποτέ να δεχτούμε «ένωση» με τους παπικούς, αποδεχόμενοι (και) αυτή την κακοδοξία, η οποία στρεβλώνει, όπως προαναφέραμε, ριζικά την περί Θεού και Θείας Οικονομίας βιβλική και πατερική διδασκαλία;