Ομιλία του αρχιμ. Ειρηναίου Λαφτσή στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου την Κυριακή της Απόκρεω 10-3-2013
Σεβασμιώτατε,
Σεβαστοί πατέρες,
αγαπητοί αδελφοί,
Η σημερινή μας ομιλία έχει τρία μέρη. Στο πρώτο θα αναφερθούμε στους στίχους 18-21 του τελευταίου κεφαλαίου της Αποκάλυψης, στο δεύτερο θα κάνουμε μία συνοπτική παρουσίαση του νοήματος της Αποκάλυψης και στο τρίτο θα αναπτύξουμε τα δύο κυριότερα μηνύματα που βγαίνουν από την Αποκάλυψη.
Κείμενο
18 Εγώ ο Ιωάννης, διαβεβαιώνω όλους όσοι ακούνε τα προφητικά λόγια αυτού του βιβλίου, πως αν κανείς προσθέσει κάτι σ’ όσα είναι γραμμένα, θα του προσθέσει κι ο Θεός τις συμφορές που είναι γραμμένες σ’ αυτό το βιβλίο.
19 Κι αν κανείς αφαιρέσει κάτι απ’ αυτά τα προφητικά λόγια, που είναι γραμμένα σ’ αυτό το βιβλίο θα αφαιρέσει κι ο Θεός το μερίδιό του από το δένδρο της ζωής κι από την αγία Πόλη.
20 Αυτός που τα επιβεβαιώνει όλα αυτά λέει: «Ναι, έρχομαι σύντομα». «Αμήν· ναι, έλα Κύριε Ιησού».
21 Η χάρη του Κυρίου Ιησού Χριστού να είναι με όλους τους πιστούς. Αμήν.
Οι στίχοι που μόλις αναγνώσαμε και με τους οποίους τελειώνει το ιερό βιβλίο της Αποκαλύψεως, περιλαμβάνουν:
α) Την επίσημη μαρτυρία του συγγραφέα της Αποκάλυψης.
β) Την τελευταία προειδοποίηση για τον ερχομό του Χριστού.
γ) Την θετική απάντηση των πιστών.
δ) Την Αποστολική ευλογία.
Ας τα δούμε αναλυτικότερα.
Στο τέλος, όπως άλλωστε και στην αρχή της Αποκάλυψης, ο Ιωάννης βεβαιώνει ότι είναι ο συγγραφέας του βιβλίου. Τέσσερις φορές μέσα στην Αποκάλυψη μαρτυρεί ο συγγραφέας το όνομά του. Επίσης, ονομάζει τον εαυτό του προφήτη, δούλο Θεού, δούλο Χριστού, αδελφό και συγκοινωνό. Από το β’ μισό του 2ου αιώνα επικρατεί στην Εκκλησία η πεποίθηση ότι συγγραφέας είναι ο Απόστολος Ιωάννης. Αυτό μαρτυρούν ο Ειρηναίος Λουγδούνου, ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός και ο Ιππόλυτος Ρώμης, μεγάλοι Πατέρες και συγγραφείς των πρώτων αιώνων. Κυριότερη μαρτυρία του Αγίου Ιουστίνου, του οποίου η μαρτυρία είναι σημαντική επειδή πριν γίνει χριστιανός, έζησε αρκετό χρόνο στην Έφεσο, όπου έζησε και κοιμήθηκε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.
Στον στίχο 19 ο συγγραφέας αναφέρεται στην αλήθεια των λόγων του περιεχομένου του βιβλίου, δηλαδή, στο πρόβλημα των αιρέσεων και στην σπουδαιότητα της ενότητας της Εκκλησίας, κάτι που θα αναλύσουμε παρακάτω.
Στον στίχο 20 διαβάζουμε το κείμενο «Ναι, έρχομαι ταχύ». Έρχομαι! Έρχομαι γρήγορα, λέει ο Κύριος. Μην αμφιβάλλετε ούτε για μια στιγμή. Έρχομαι, και μάλιστα γρήγορα. Έρχομαι «ταχύ». Κάνετε λάθος όμως, αν μετράτε το «ταχύ» αυτό με τα δικά σας μέτρα. Σύμφωνα με αυτά «ταχύ» σημαίνει. όπου να ‘ναι, πολύ γρήγορα. Τα μέτρα όμως του Θεού είναι αλλιώτικα. Γι’ αυτό μη μετράτε το Θεό με τα δικά σας μέτρα, αλλά μετράτε τον εαυτό σας με τα μέτρα του Θεού. Τότε θα είστε μέσα στην αλήθεια. Και τα μέτρα αυτά είναι η εν πίστει υπομονή και η εν υπομονή πίστη.
Έρχομαι! Μη αποκάμετε! Έρχομαι, αλλά μήπως έφυγα ποτέ από κοντά σας; Δεν σας είπα προτού αναληφθώ στον ουρανό «ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος»; Είμαι πάντα κοντά σας κι ας μη φαίνομαι. Στη θέση μου ως ισοστάσιό μου συνεργό άφησα το Πανάγιο Πνεύμα, που εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Εκκλησία και έγινε η ψυχή της, έγινε ο Παράκλητός της, ο ερμηνευτής του προσώπου μου και της διδασκαλίας μου.
Έρχομαι! Μην κουρασθείτε περιμένοντας. Κι αν περιμένοντας περάσουν τα χρόνια τα ανθρώπινα και το κατάκοπο σώμα μας χρειάζεται ανάπαυση, γείρετε απαλά απαλά και γλυκοκοιμηθείτε. Κοιμηθείτε με απαλό μαξιλάρι την ελπίδα, τη γλυκιά θυγατέρα της πίστεως και τη θελκτική κόρη της ελπίδας, την προσδοκία. Κοιμηθείτε τον ύπνο του δικαίου, για να ξεκουραστούν τα κατάκοπα μέλη σας τα ίσως φθαρμένα από το πέρασμα του φθοροποιού χρόνου ή κάποιας σωματοκτόνας αρρώστιας ή από ό,τι άλλο. Και το αρχαγγελικό σάλπισμα, που θα αντηχήσει δυνατά, πολύ δυνατά, θα λειτουργήσει σαν υπερκόσμιο ξυπνητήρι και θα λέει: «Έγειρε ο καθεύδων», σήκω, εσύ που κοιμάσαι! «Και επιφαύσει σοι ο Χριστός». Θα σε περιλούσει με φως ο Χριστός και θα σε οδηγήσει στην πόλη του φωτός, τη Νέα Ιερουσαλήμ!….
Και να, που, η θαυμάσια, αλλά συγκλονιστική Αποκάλυψη, η εξαίσια, αλλά φοβερή Αποκάλυψη, η ουράνια και άγια αυτή προφητεία, κλείνει με δυο λέξεις: Με μια υπόσχεση αληθινή και με μια λαχτάρα πύρινη ως απάντηση σ’ αυτήν. Τελειώνει με μια υπόσχεση του Ουρανού και με μια απάντηση της γης.
Η υπόσχεση λέει: Ναι, εγώ ο Χριστός, που σας έκανα αυτήν την μαρτυρία, έρχομαι. Εγώ ο Ιησούς έρχομαι ταχύ! Και η Εκκλησία, οι πιστοί απαντούν: «Ναι, έρχου Κύριε Ιησού». Απαντούν όλες, δηλαδή, οι ψυχές που από αιώνες πιστεύουν, αγωνίζονται και προσδοκούν να ενωθούν με τον Κύριο. Οι ψυχές των Δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης και των Αγίων της Καινής Διαθήκης του Κυρίου που μαζί με τον συγγραφέα αναφωνούν: «Έλα, Κύριε Ιησού».
Στον στίχο 21 ο συγγραφέας κλείνει με την αποστολική του ευλογία, που λέει «Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού μετά πάντων των αγίων· Αμήν». Αγίους ο Ιωάννης ονομάζει και είμαστε για την Εκκλησία όλοι εμείς οι αμαρτωλοί χριστιανοί, που αγωνιζόμαστε να ζήσουμε σύμφωνα με το νόμο του Χριστού. Σε όλους αυτούς τους Χριστιανούς ο Απόστολος εύχεται την χάρη του Θεού, διότι αυτή (η χάρις) θεραπεύει τα ασθενή και αναπληρώνει τα ελλείποντα. Κι έτσι μπορούμε να σταθούμε όρθιοι και να διατηρούμε άσβεστη την ελπίδα του Παραδείσου. Στην ουσία ο Ιωάννης ανακεφαλαιώνει όλη τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης, που είναι η ενότητα της Εκκλησίας και η διά της Εκκλησίας σωτηρία των πιστών. Κι έτσι με αυτή την εξήγηση των τεσσάρων στίχων ολοκληρώνεται το βιβλίο της Αποκαλύψεως.
Θα περάσουμε τώρα στο δεύτερο μέρος της ομιλίας μας, έτσι ώστε να ανακεφαλαιώσουμε σύντομα όλα όσα από την α’ Κυριακή του Οκτωβρίου μέχρι τώρα προσπαθήσαμε να αναλύσουμε και να τα μεταφέρουμε προς τους πιστούς. Συνοψίζοντας, λοιπόν, την φετινή κηρυκτική περίοδο και σύμφωνα πάντα με τις ερμηνείες των Πατέρων της Εκκλησίας και ειδικότερα του Ανδρέα Καισαρείας και του Αρέθα Καισαρείας που έζησαν τον 5ο και τον 10ο αιώνα αντίστοιχα, το βιβλίο της Αποκαλύψεως συνοψίζεται σε πέντε κύρια σημεία, τα οποία θα τα θέσουμε ως ερωτήματα για την καλύτερη κατανόηση του βιβλίου.
Πρώτον: Γιατί ο συγγραφέας στέλνει την Αποκάλυψη ως επιστολή στις Επτά Εκκλησίες της Μικράς Ασίας;
Δεύτερον: Σε ποια εποχή αναφέρονται οι οπτασίες;
Τρίτον: Οι Επτά σφραγίδες, σάλπιγγες, φιάλες τι σημαίνουν και τι προαναγγέλουν;
Τέταρτον: Ποιος υπονοείται με τον αριθμό 666;
Πέμπτον: Ποια είναι η έννοια της χιλιετούς Βασιλείας;
Α) Κατ’ αρχήν οι Επτά Εκκλησίες είναι οι εξής: Έφεσος, Σμύρνη, Πέργαμος, Θυάτειρα, Σάρδεις, Φιλαδέλφεια, Λαοδίκεια, και περιλαμβάνουν επαίνους και ελέγχους στις τοπικές Εκκλησίες. Π.χ. επαινεί την Εκκλησία της Φιλαδέλφειας για την σταθερότητα στην πίστη και ελέγχει δριμύτατα την Εκκλησία της Λαοδίκειας για την χαλαρότητα των ηθών και την αστάθεια της πίστης. Συνοπτικά, η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι:
Πρώτον· Ο Ιωάννης γράφει στις Εκκλησίες της Μικράς Ασίας επειδή έζησε εκεί, κήρυξε εκεί και γνωρίζει πολύ καλά τα προβλήματά τους.
Δεύτερον· Μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων το 70 μ.Χ., η Μικρά Ασία γίνεται σπουδαίο κέντρο του Χριστιανισμού και του μοναχισμού.
Τρίτον και κυριότερον, που αφορά το πνεύμα όλων των επιστολών της Καινής Διαθήκης, είναι ότι τα αποστολικά κείμενα και οι επιστολές, έστω κι αν αφορούν ένα συγκεκριμένο τόπο (π.χ. Θεσσαλονίκη, Ρώμη) ή ένα συγκεκριμένο πρόσωπο (π.χ. Τιμόθεο, Τίτο), είναι κείμενα που απευθύνονται σε όλες τις Εκκλησίες, σε όλους τους Χριστιανούς, επειδή ο καθένας που διαβάζει αυτά τα κείμενα μπορεί μέσα σ’ αυτά να δει τον εαυτό του, και τέλος χρονικά απευθύνεται στους ανθρώπους όλων των αιώνων μέχρι την συντέλεια των αιώνων. Δηλαδή, τα κείμενα του Ευαγγελίου δεν έχουν περιορισμούς ούτε τοπικούς, ούτε χρονικούς.
Β) Σε ποια εποχή αναφέρονται οι οπτασίες; Η κάθε ιστορική στιγμή για τον Ιωάννη είναι «εσχάτη ώρα»(Α΄ Ιωαν. 2, 18), καθόσον πρόκειται αφ’ ενός μεν για τον εσχατολογικό και συνάμα σωτηριολογικό «καιρό», για το «νυν της σωτηρίας» με την παρουσία του Χριστού, αφετέρου δε διότι κατά την «εσχάτη» αυτή ώρα ο πειρασμός βρίσκεται σε έξαρση και το έργο του Αντιχρίστου αντιπαρατίθεται σκληρά στο έργο του Χριστού.
Ο Αντίχριστος για τον Ιωάννη και την εποχή του αλλά και για κάθε εποχή δεν είναι μια μελλοντική πραγματικότητα. Βέβαια πάντα ακούμε «ότι έρχεται» (Α’ Ιωάν. 2, 18). Αν όμως αυτό το «έρχεται» μετατραπεί σε μια διαρκή μελλοντολογία, είναι δυνατό να οδηγήσει σε πλάνη και αυτό είναι επικίνδυνο γιατί μας εφησυχάζει και είναι δυνατό να μας κρατήσει σε πνευματική αδράνεια. Για την πρώτη Εκκλησία αλλά και για την Εκκλησία του Χριστού δια μέσου των αιώνων ο Αντίχριστος «νυν εν τω κόσμω εστίν ήδη» (Α’ Ιωάν. 4, 3). Ο Αντίχριστος για τον Ιωάννη είναι «ήδη» παρών μέσα στο εκάστοτε νυν του χρόνου, ως μία αναμφισβήτητη ιστορική πραγματικότητα. Προκαλεί και απειλεί. Πρόκειται για την αντίθεο εκείνη ιστορική δαιμονική παρουσία που αντιστρατεύεται το έργο του Χριστού και της Εκκλησίας.
Γ) Οι Επτά σφραγίδες, σάλπιγγες, φιάλες τι σημαίνουν και τι προαναγγέλουν; Ας θυμηθούμε κατ’ αρχήν ότι οι Επτά σφραγίδες, σάλπιγγες, φιάλες αποκαλύπτουν σειρές δεινών. Οι σφραγίδες αποκαλύπτουν σφαγές ανθρώπων, πολέμους, ασθένειες, λιμούς (πείνες), καθώς και τρομακτικά φυσικά φαινόμενα. Οι σάλπιγγες αποκαλύπτουν μεταβολές της φυσικής σταθερότητας της γης και του ουρανού. Δηλ. θάλασσα γεμάτη με αίμα, σβήσιμο των άστρων, φωτιές στον πλανήτη. Και, τέλος, οι φιάλες αποκαλύπτουν ασθένειες, ξηρασίες, καύσωνες. Όλα αυτά τα γεγονότα πραγματοποιούνται με το άνοιγμα των σφραγίδων. Τοπικά δεν αναφέρονται σε συγκεκριμένα γεγονότα, χρονικά όμως δεν μπορούμε να πούμε πότε θα γίνουν και πόσο θα διαρκέσουν. Άλλωστε ως φαινόμενα υπάρχουν από την δημιουργία του κόσμου, ακόμα και πριν την ενανθρώπιση του Χριστού. Όμως, η θεολογική ερμηνεία όλων αυτών των καταστάσεων και των φαινομένων παραπέμπει στην επίσκεψη της αγάπης και της φιλανθρωπίας του Θεού στους ανθρώπους και στη φύση, την οποία οι άνθρωποι διαχειρίζονται. Με τον τρόπο αυτό μας παιδαγωγεί πατρικώς προς το πνευματικό μας συμφέρον, ώστε να γίνουμε μέτοχοι της Αγιότητας του Θεού και της αιωνίου μακαριότητός Του. Είναι αυτό που ο Παύλος στο 12ο κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής του λέει: «Παιδί μου, μην περιφρονείς την διαπαιδαγώγηση του Κυρίου και μην χάνεις το θάρρος σου όταν ελέγχεσαι σκληρά απ’ Αυτόν. Γιατί, όποιον αγαπάει ο Κύριος τον διαπαιδαγωγεί και μαστιγώνει όποιον παραδέχεται για παιδί Του». Όπως άλλωστε κάνει και ο κάθε πατέρας.
Δ) Ποιος υπονοείται με τον αριθμό 666; Συμπερασματικά στην παράγραφο αυτή, δικαιούμαστε να τονίσουμε, ότι ο «Αντίχριστος» κατά την Καινή Διαθήκη δεν αποτελεί οπωσδήποτε συγκεκριμένα και αποκεκαλυμμένο πρόσωπο με ορισμένη υπόσταση, που κατά συνέπεια θα πρέπει αν θεωρήσουμε ως δεδομένη την «έλευσή» του στον κόσμο του και την «ενανθρώπησή» του στην ιστορία, κατά τον τύπο περίπου του Ιησού Χριστού, έστω και στην αρνητική της μορφή της «γέννησης » του από κάποια «πόρνη» γυναίκα, αντί τής εκ Παρθένου γέννησης του Χριστού. Ο συλλογισμός αυτό μας οδηγεί σε μια ριζική αναθεώρηση όλων αυτών των απόψεων, που ακούμε κάθε τόσο από ευσεβείς κληρικούς και λαϊκούς θεολόγους για κάποια δήθεν έλευση του Αντιχρίστου στο άμεσο μέλλον του χρόνου ή στο «επικείμενο τέλος» της ιστορίας, ως εάν ο αντίχριστος υπό τη μορφή και την οντότητα του διαβόλου να μην υπήρχε έως τώρα και να μη δοκιμαζόταν ο άνθρωπος από τις σατανικές προσβολές του.
Δυστυχώς πολλοί διακρίνουν απόλυτα τον διάβολο από τον Αντίχριστο, δίνοντας έτσι μια σημαντικά σημασία στη παρουσία του δεύτερου στην ιστορία και δημιουργούν με αυτοί τον τρόπο ένα είδος αποκαλυπτικής απειλής και θρησκευτικής τρομοκρατίας στους ανθρώπους και κυρίως στους πιστούς. Στην πραγματικότητα αυτή είναι μία λανθασμένη αντίληψη. γιατί όποιος κατέχεται από το πνεύμα του Αντιχρίστου ουσιαστικά είναι και εκφραστής των δαιμονικών δυνάμεων που επηρεάζουν αρνητικά τον άνθρωπο και τον οδηγούν συνεχώς σε αντίθεες και αντίχριστες ενέργειες και καταστάσεις.
Πιστεύουμε, ότι είναι κρίμα να αφήνουμε τον ευσεβή λαό μας σε τέτοιες διδαχές και κηρύγματα μιας άκρατης δαιμονολογίας και ακόρεστης ψυχοπαθολογικής αντιχριστολογίας. Ο λαός έχει ανάγκη από πνευματική αισιοδοξία και χαρισματική ευφορία, από την γαλήνη που δίνει η παρουσία του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές των ανθρώπων, αλλά και από την ελπίδα της εσχατολογικής προσδοκίας στην ένδοξη έλευση του αναστάντος Κυρίου. Όλα τα άλλα προέρχονται εκ του πονηρού, ιδιαίτερα η αναμονή της έλευσης του «Αντιχρίστου». Η χριστιανική και αγία ελπίδα στην εκ νέου έλευση του Χριστού λειτουργεί θεραπευτικά και σωτηριολογικά για τον κάθε άνθρωπο, ενώ η εναγώνια αναμονή του Αντιχρίστου στην κάθε στιγμή της ζωή μας είναι βέβαιο ότι μας οδηγεί σε παθολογικές και σχιζοφρενικές εκδηλώσεις.
Ο Ιωάννης ομιλεί στους στίχους αυτούς όχι μόνο για έναν «Αντίχριστο», για μία δηλαδή και μοναδική προσωποποιημένη «ένσαρκο» πραγματικότητα, όπως υποστηρίζουν πολλοί σήμερα, αλλά για πολλούς Αντιχρίστους «και νυν αντίχριστοι πολλοί γεγόνασιν» (Α’ Ιωάν. 2, 18) που σχετίζονται στα κείμενα με τους αιρετικούς, οι οποίοι μάλιστα προήλθαν από το σώμα της Εκκλησίας, «εξ υμών εξήλθον» (Α’ Ιωάν. 2, 19)
Για τη βιβλική θεολογία ο όρος «Αντίχριστος» είναι συνώνυμος με τους όρους «ψευδόχριστος» και «ψευδοπροφήτης» του Ευαγγελίου του Μάρκου (13, 22), η με τις εκφράσεις «άνθρωπος της ανομίας», «υιός της απωλείας» και «αντικείμενος και υπεραιρόμενος» των Επιστολών του Παύλου (Β’ Θεσ. 2, 1-12), και ασφαλώς με το «βδέλυγμα της ερημώσεως» του προφήτου Δανιήλ (9, 27 και 12, 11). Η λέξη «Αντίχριστος» επομένως, είναι ένας τεχνικός όρος που φανερώνει το καταστροφικό έργο του δαίμονα, ένα φρικτό έργο «ανομίας», «απάτης», «ερημώσεως» και «απωλείας».
Ε) Στο ερώτημα της χιλιετούς Βασιλείας, υπάρχουν δύο απόψεις τις οποίες παραθέτουμε. Η πρώτη η οποία υποστηρίζεται από τους περισσότερους και τους αρχαιότερους ερμηνευτές όπως ο Άγιοι Πατέρες, Κλήμης Ρώμης, Ιππόλυτος Ρώμης, Μέγας Αθανάσιος, Εφραίμ ο Σύρος και Κύριλλος Ιεροσολύμων, υποστηρίζουν ότι με το όρο χίλια έτη (του στίχ. 3) εννοείται η περίοδος από την ενανθρώπηση του Ιησού Χριστού μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του. Η δεύτερη άποψη την οποία υποστηρίζουν οι Άγιοι Αρέθας και Ανδρέας Καισαρείας, καθώς και οι καθηγητές Τρεμπέλας και Λούβαρης, αναφέρουν ότι με το στίχο χίλια έτη εννοεί το διάστημα από την κατάργηση του Αντιχρίστου μέχρι την Δευτέρα Παρουσία. Με την παράθεση και του τελευταίου ερωτήματος ολοκληρώνουμε το δεύτερο μέρος της σημερινής ομιλίας που αφορούσε την ορθόδοξη θεώρηση της Αποκαλύψεως.
Στο τρίτο μέρος θα αναφερθούμε στα μηνύματα που βγαίνουν από την Αποκάλυψη και είναι κυρίως δύο. Πιστεύουμε πως τα μηνύματα αυτά είναι και η αιτία συγγραφής της. Δηλαδή· Πρώτο μήνυμα είναι η ενότητα της Εκκλησίας, και δεύτερο η σωτηρία των πιστών. Ας αναλύσουμε το καθένα ξεχωριστά.
Στην ανάλυση του αρχικού κειμένου δεν αναλύσαμε τον στίχο 19. Ας τον αναλύσουμε. Ο συγγραφέας γράφει στο στίχο 19: «κι αν κανείς αφαιρέσει κάτι από αυτά τα προφητικά λόγια που είναι γραμμένα σ’ αυτό το βιβλίο, θα αφαιρέσει κι ο Θεός το μερίδιό του από το δένδρο της ζωής κι από την Αγία Πόλη, την Άνω Ιερουσαλήμ». Ο Ιωάννης συνοψίζει το νόημα ολόκληρης της Καινής Διαθήκης κλείνοντας την Αποκάλυψη που είναι η αγωνία των Αποστόλων για την ορθή διδασκαλία. Οι Απόστολοι γράφουν τα Ευαγγέλια και τις Επιστολές για να μείνει απαραχάρακτη η διδασκαλία της Εκκλησίας όπως οι ίδιοι την παρέλαβαν από τον Χριστό και πρέπει να την παραδώσουν, όπως γράφει κι ο Ιάκωβος στην Επιστολή του, γνήσια, ακέραια, αλώβητη, τέλεια και ολοκληρωμένη ώστε να μην υστερεί σε τίποτε. Γι’ αυτό η Εκκλησία και οι Πατέρες υποβλήθηκαν σε σκληρές δοκιμασίες, σε τρομερούς αγώνες και σε σκληρά μαρτύρια διαμέσου των αιώνων. Γι’ αυτό και πάντα η Εκκλησία προβάλλοντας τους Αγίους Ομολογητές και τις Οικουμενικές Συνόδους πολεμά κάθε αίρεση που αποτελεί νοθεία και παραμόρφωση της διδασκαλίας της.
Η διδασκαλία της Εκκλησίας είναι αγάπη, αλλά για να παραμείνει αγάπη πρέπει να κηρυχθεί η αλήθεια και η ορθοδοξία. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος λέει αυτήν την καταπληκτική φράση στους Γαλάτας «και αν υποτεθεί πως εμείς οι Απόστολοι ή και άγγελος από τον ουρανό σας κηρύξει ευαγγέλιο αλλιώτικο από αυτό που σας κηρύξαμε την πρώτη φορά, να είναι αναθεματισμένος. Να αποκοπεί από την Εκκλησία και να μην τον δέχεται η Εκκλησία ως δικό της άνθρωπο» (Γαλ. 1, 8-9). Αναθεματισμένος σημαίνει χωρισμένος από τον Χριστό, δηλαδή αιώνια βασανισμένος. Τόσο αυστηρά κρίνεται η όποια αλλαγή των κειμένων και της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Γι’ αυτό κι ο Ιωάννης κλείνοντας, στην ουσία, την Καινή Διαθήκη, επισημαίνει τον σπουδαιότατο αυτό κίνδυνο.
Ας δούμε όμως ένα παράδειγμα που αντιμετωπίζει ο Απόστολος Ιωάννης στις Εκκλησίες της Μικράς Ασίας στις οποίες και στέλνει την επιστολή. Κατ’ αρχήν στέλνει την επιστολή στον Άγγελο της τοπικής Εκκλησίας, δηλαδή στον Επίσκοπο, ο οποίος ως άγγελος προστατεύει και φυλά κάθε τοπική Εκκλησία. Στην Εκκλησία των Θυατείρων ζούσε κάποια γυναίκα που κυριολεκτικά αναστάτωσε την τοπική Εκκλησία. Ο Ιωάννης την ονομάζει συμβολικά Ιεζάβελ για να θυμίζει την βασίλισσα του Ισραήλ η οποία στην εποχή του προφήτου Ηλία υποστήριζε τους ψευδοπροφήτες και την ειδωλολατρία.
Δίδασκε αυτή η γυναίκα των Θυατείρων και πλανούσε με τα λόγια της πολλούς πιστούς, παρασύροντάς τους μαζί της στο σκοτάδι της πλάνης και της διαφθοράς. Την άφηνε ελεύθερη την γυναίκα αυτή ο Επίσκοπος εκείνος. «… έχω κατά σου….ότι αφείς την γυναίκα σου Ιεζάβελ», γράφει η Επιστολή (Αποκ. 2, 20). Της επιτρέπεις να ομιλεί και να επιτελεί το φθοροποιό της έργο. Δεν επισημαίνεις σ’ όλο το ποίμνιό σου ότι είναι αιρετική και δεν την αποκηρύσσεις. Αποτέλεσμα της ανοχής σου αυτής είναι να αποθρασύνεται αυτή ακόμη περισσότερο, να σκληρύνεται και μη θέλει να μετανοήσει. «Της έδωκα καιρό να μετανοήσει και δεν θέλει να μετανοήσει», προσθέτει ο Κύριος (Αποκ. 2, 21).
Εδώ ο Ιωάννης αναφέρεται στην αίρεση του Νικολαϊτισμού που ταλαιπώρησε τους πρώτους χρόνους την Εκκλησία. Οι Νικολαΐτες με το πρόσχημα της χριστιανικής ελευθερίας, επιθυμούσαν επιστροφή στον ηθικό έκλυτο βίο των εθνικών και διακήρυτταν πως η λύτρωση για τον άνθρωπο επέρχεται μέσα από ακολασία, βρώση ειδωλοθύτων και γενικά μέσα από τις καταχρήσεις της σάρκας. Αυτή η σεξουαλική συμπεριφορά, έλεγαν οι Νικολαΐτες, είναι ηθικώς αδιάφορη, μάλλον δε, βοηθά σε επίτευξη υψηλότερου πνευματικού βίου.
Και συνεχίζει ο άγγελος προς τον Επίσκοπο των Θυατείρων και λέει πως αυτή η γυναίκα θα τιμωρηθεί όπως της πρέπει. Προσέξτε, λοιπόν, και κρατήστε στέρεα το Ευαγγέλιο που σας παραδόθηκε. Όποιος μείνει πιστός τηρητής των λόγων μου θα απολαύσει το φως και τη χαρά της αιωνίου ζωής (Αποκ. 2, 18-29).
Στην Επιστολή αυτή τονίζονται αφ’ ενός μεν η ευθύνη που έχουν οι ποιμένες της Εκκλησίας να επισημαίνουν και να αποκόπτουν από την Εκκλησία τους ψευδοδιδασκάλους, και αφ’ ετέρου το πόσο σκληραίνει ο άνθρωπος που αφήνεται ελεύθερος να ζει στο σκοτάδι της πλάνης και της αμαρτίας.
Υπάρχουν δε και στις μέρες μας ανάλογες καταστάσεις. Υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι που κινούνται ελεύθερα στο χώρο της Εκκλησίας, παρουσιάζονται ως ορθόδοξοι Χριστιανοί, και όμως κηρύττουν και γράφουν εντελώς αντίθετα προς την Ορθόδοξη Πίστη και ζωή. Προπαγανδίζουν την διαφθορά, περιγελούν την ευσέβεια και αρνούνται και εχθρεύονται την ζωή του σταυρού και της αυταπαρνήσεως. Άνθρωποι με τέτοια πίστη δεν είναι χριστιανοί, αλλά οπαδοί αίρεσης ή σέχτας.
Όταν ο άνθρωπος κινείται και δρα ασύδοτος περιφέροντας την πλάνη του, σκληραίνει και δεν θέλει να μετανοήσει. Νομίζει ότι βρίσκεται στην αλήθεια. Δεν συναισθάνεται την πτώση του και την τραγική του κατάσταση. Και ενώ του δίνει ο Θεός ευκαιρίες, για να δει και να συναισθανθεί το σφάλμα του, δεν θέλει να παραδεχθεί ότι κάνει λάθος και να αλλάξει πορεία. «Αποτελεί πραγματική τρέλα να ακολουθεί κανείς αυτή την τακτική».
Ακόμη και στην νεκρική κλίνη του ο άνθρωπος αυτός δεν μετανοεί. Θυμηθείτε τον Ιουλιανό τον Παραβάτη, που είχε αρνηθεί την Αλήθεια του Χριστού. Την ώρα που ξεψυχούσε, φώναξε αμετανόητος «Νενίκηκάς με Ναζωραίε», και έμεινε δεμένος στα δίκτυα του Σατανά.
Δεν αστειεύεται ο Σατανάς, αδελφοί μου. Αν καταφέρει να εξαπατήσει τον άνθρωπο και να τον κάμει υποχείριό του, είτε με την πλάνη, την οποία παρουσιάζει ως αλήθεια και ως ωραία θεωρία, είτε με την αμαρτία, που την επενδύει με τα χρυσόχαρτα της ηδονής, τότε τα πράγματα γίνονται πολύ δύσκολα. Σκληραίνει η ψυχή και δεν θέλει να μετανοήσει. Το λέει πολύ καθαρά το Πνεύμα του Θεού και πρέπει να το θυμόμαστε πάντοτε: «Να προτρέπετε, δηλαδή, και να τονώνετε καθημερινά ο ένας τον άλλον, εφ’ όσον ζείτε ακόμα στον κόσμο αυτό, για να μην σκληρυνθεί κανείς σας από την απάτη της αμαρτίας» (Εβρ. 3, 13).
Η αμαρτία είναι απατηλή. Φαίνεται γλυκιά. Φαίνεται ότι οδηγεί στην ξενοιασιά, στην αποδέσμευση, στην ελεύθερη ζωή και στην αίγλη της κοινωνικής δήθεν προβολής. Όταν όμως, άφοβα την διαπράττει ο άνθρωπος και την συνηθίσει, τότε τον πληρώνει αυτή με το βαρύ, το πιο φρικτό και τραγικό τίμημα, με την σκλήρυνση της ψυχής, με το πέτρωμα της καρδιάς. Δεν θέλει πια να μετανοήσει ο άνθρωπος. Είναι απρόθυμος να ακούει καν για μετάνοια.
Υπάρχει άραγε μεγαλύτερη συμφορά από αυτήν; Να ευχαριστιέσαι με το σκοτάδι και να μη θέλεις το φως! Να κάνεις φιλοσοφία σου την απάτη, την πλάνη, την αμαρτία και να χαίρεσαι με την διαστρέβλωση.
Η Εκκλησία όμως για να αποφύγει τις αιρέσεις και να μην ζήσει τις μεγάλες δοκιμασίες που βίωσε από τον 3ο έως τον 9ο αιώνα, προέβαλλε για την ενότητα των Χριστιανών το πρόσωπο του Επισκόπου στη ζωή της Εκκλησία και στη λατρεία της. Ας δούμε πως οι Πατέρες της Εκκλησίας μας το παρουσιάζουν. Το κύριο και κατεξοχήν έργο του Επισκόπου είναι η προεδρία της Θείας Ευχαριστίας. Από αυτήν πηγάζει όλη η εξουσία του Επισκόπου, όχι μόνον η αγιαστική αλλά και η ποιμαντική και η λεγομένη διοικητική. Ευχαριστία χωρίς Επίσκοπο δεν υπάρχει, αλλ’ ούτε και Επίσκοπος χωρίς Ευχαριστία. Τα δύο αυτά είναι αλληλένδετα και συνιστούν τον άξονα αυτού τούτου του Μυστηρίου της Εκκλησίας : «όπου υπάρχει ο Επίσκοπος, εκεί υπάρχει και το ποίμνιο, όπως όπου είναι ο Χριστός εκεί είναι και η Εκκλησία» γράφει ο Ιερομάρτυς Ιγνάτιος ο Θεοφόρος προς την Εκκλησία της Σμύρνης ήδη στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνος. Και συνεχίζει: «Όποιος τιμά τον Επίσκοπο, θα τιμηθεί από το Θεό. Όποιος κρυφά από τον Επίσκοπο κάνει κάτι, λατρεύει τον διάβολο». Σε άλλο δε σημείο τονίζει ότι «Αληθινή Ευχαριστία υπάρχει, όταν γίνεται στο όνομα του Επισκόπου». Καταστρατηγήσεις αυτής της αρχής από όσους τελούν τα Μυστήρια χωρίς την άδεια του τοπικού Επισκόπου θέτουν τον εαυτό τους εκτός Εκκλησίας. Κάτι τέτοιο αποτελεί σοβαρότατη εκτροπή από την Ορθόδοξη Εκκλησία, μέγιστη αίρεση στην πράξη, έστω και αν την καλύπτει ο μανδύας του ζήλου υπέρ της Ορθοδοξίας.
Ο Επίσκοπος συνεπώς όταν διοικεί δεν ασκεί διοίκηση, όπως λέμε, αλλά προεκτείνει σε όλους τους τομείς της ζωής της Εκκλησίας τη χάρη και την ευλογία της Θείας Ευχαριστίας της οποίας προΐσταται.
Όλα λοιπόν και όλοι μέσα στη Θεία Ευχαριστία εικονίζουν κάτι. Ο λαός τον κόσμο ολόκληρο, ο Επίσκοπος τον Χριστό Βασιλέα, οι ιερείς του Αποστόλους, οι διάκονοι τους Αγγέλους, τα λειτουργικά πνεύματα «τα εις διακονίαν αποστελλόμενα» κατά την έκφραση της Γραφής. Η αναπαράσταση της Θείας Λειτουργίας με τον Επίσκοπο ως Χριστό Βασιλέα, τους διακόνους ως Αγγέλους κλπ. είναι εμφανής στη βυζαντινή αγιογραφία των ναών. Όποιος αρνείται τον εικονισμό στην Εκκλησία, αρνείται όλη την ιστορία της Σωτηρίας, ισχυρίζεται ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης.
Ας δούμε και το δεύτερο νόημα της Αποκαλύψεως που είναι η σωτηρία των πιστών. Η Αποκάλυψη δεν έχει μόνο ιστορικό και προφητικό χαρακτήρα, αλλά κυρίως θεολογικό και οντολογικό. Η προφητεία δεν είναι αυτοσκοπός αλλά το μέσο για να φθάσει κανείς στον στόχο που είναι η πίστη και η αγιότητα. Έχει θεολογική αξία που είναι ανυπέρβλητη. Η Αποκάλυψη με συμβολικές εικόνες παρουσιάζει την εσχατολογική διδασκαλία όλης της Καινής Διαθήκης, όπως απλά δύο αιώνες μετά την διακηρύττει η Α’ Οικουμενική Σύνοδος με το 7ο άρθρο της: «Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς». Αλλά και όπως την διδασκαλία αυτή την συμπληρώνει πενήντα χρόνια μετά η Β’ Οικουμενική Σύνοδος για να αντιμετωπίσει τις χιλιαστικές τάσεις που προέκυψαν με το άρθρο «…και της Βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος». Η έλευση του Κυρίου, δηλαδή, η ανάσταση των νεκρών και η αιώνια ζωή αποτελούν βασική διδασκαλία ολόκληρης της Αγίας Γραφής της οποίας κατακλείδα είναι η Αποκάλυψη.
Σεβασμιώτατε,
Αδελφοί μου,
Ξέρω ότι σας κούρασα, αλλά θα μου επιτρέψετε να μεταφέρω τα μηνύματα της Αποκαλύψεως σε λαϊκή γλώσσα για να τα κατανοήσουμε καλύτερα.
Πρώτον· η Αποκάλυψη δεν ασχολείται με την μελλοντολογία, ούτε ο Απόστολος Ιωάννης είναι μέντιουμ ή μελλοντολόγος, αλλά φωτίζει και δείχνει το δρόμο προς τη μακαρία και αιώνια ζωή.
Δεύτερον· η Αποκάλυψη φωτίζει τη ψυχή, ώστε να κατανοήσει ότι «εν τω κόσμω τούτω θλίψιν έξετε», αλλά εγώ είμαι εδώ και θα σας σώσω από τα πάντα.
Τρίτον· στηρίζει την ψυχή του Χριστιανού, ιδιαίτερα σε καιρούς κρίσιμους, όπως αυτοί που ζούμε, για να βαδίζει σύμφωνα με τα διδάγματα της Εκκλησίας και τη διδασκαλία της. Καλύτερα να ζούμε και να δοκιμαζόμαστε μέσα στην Εκκλησία, παρά να είμαστε νεκροί έξω από αυτήν.
Τέταρτον· η Αποκάλυψη μας λέει μην νοιάζεστε για το μέλλον, αλλά ζήστε και μετανοήστε στο παρόν. Δεν με νοιάζει πότε θα έρθει ο Αντίχριστος και αν θα κυριαρχήσει για χίλια ή δυο χιλιάδες χρόνια, επειδή πρακτικά εγώ θα ζήσω 40-50 ή και παραπάνω χρόνια και γι’ αυτά θα κριθώ.
Πέμπτον· δεν εξυπηρετεί σε τίποτα τον Χριστιανό το να γνωρίζει πότε θα έρθει ο Αντίχριστος. Αντιθέτως πρέπει να τον απασχολεί πως θα ζήσει με τον Χριστό.
Έκτον· δεν με νοιάζει ποιος θα είναι ο Αντίχριστος γιατί ξέρω ότι είναι ο Διάβολος, ο οποίος από τη στιγμή που γεννιέμαι μέχρι την στιγμή που θα πεθάνω θα βαδίζει μαζί μου και στο χέρι μου είναι να τον απορρίψω ή όχι. Με νοιάζει, με ενδιαφέρει και με συμφέρει να γνωρίζω ποιος είναι ο Χριστός.
Τέλος· το διαχρονικό μήνυμα της Αποκάλυψης συνοψίζεται σε εννέα λέξεις. Πίστη, Αγώνας, Μετάνοια, Υπομονή, Αγάπη, Αγνότητα, Ελπίδα, Νίκη, Αγιασμός.
Σεβασμιώτατε,
Ας σταθούμε κι εμείς δίπλα σας απέναντι στο Χριστό και περιμένοντας την Μεγάλη Τεσσαρακοστή κι ας απαντήσουμε, όπως οι πιστοί της Εκκλησίας στο κείμενο του Ιωάννη. «Ναι, έλα Κύριε στη ζωή μας και ελέησέ μας». Αμήν.
Βιβλιογραφία
Η Καινή Διαθήκη, Έκδοση Ε.Β.Ε. για την Ιερά Μητροπόλη Αλεξανδρουπόλεως, Αθήνα 2000.
Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα, «Ο Επίσκοπος ως προεστώς της Ευχαριστίας», ομιλία επί τη «εξηκονταετηρίδι» του Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου, Διακίδειος Σχολή Λαού, 15 Ιανουαρίου 1999.
Γεωργίου Π. Πατρώνου, «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη», Εκδόσεις Αποστολικῆς Διακονίας, Αθήνα 2009.
Νικολάου Π. Βασιλειάδη, «Αποκάλυψις του Ιωάννου», Εκδόσεις Ο ΣΩΤΗΡ, Αθήνα 2011.
Φωτίου Γ. Οικονόμου, «Ο Ιησούς Χριστός κατά την Αποκάλυψιν του Ιωάννου», Αθήνα 2005.
Γεωργίου Β. Μαυρομάτη, «Η Αποκάλυψις του Ιωάννου», Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1994.
Ιερομονάχου Ευσεβίου Βίττη, «Ομιλίες πνευματικής οικοδομής στην Αποκάλυψη του Αγίου Ευαγγελιστού Ιωάννου», Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1997.
Γεωργίου Γ. Ψαλτάκη, «Μηνύματα από το βιβλίον της Αποκαλύψεως», Εκδόσεις Ο ΣΩΤΗΡ, Αθήνα 2006.
Παναγιώτου Ν. Τρεμπέλα, «Αι εισαγωγαί προ εκάστου κεφαλαίου της Αποκαλύψεως και η ερμηνεία του ιερού κειμένου».
Αρχιμ. Ιερεμίου Φούντα, «Η Αποκάλυψη του Ιωάννου», τευχ. 2, Πειραιάς 1996.
Ελληνική Πατρολογία, PG Migne.
Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμος Β’, Αθήνα 1963.
Κωνσταντίνου Σκουτέρη, «Ιστορία Δογμάτων», σελ. 283, τ. Α΄, Αθήνα 1998.
Βλασίου Φειδά, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τ. Α΄, σελ. 168, Διήγηση, Αθήνα 2002.
Ιγνατίου του Θεοφόρου, «Σμυρναίοις VΙΙΙ», 2, PG 5.