Και τι ζητάω; τι ζητάω; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να πάω. (Μαχαιρίτσας – Σαββόπουλος)
Η εναγώνια αυτή εκζήτηση του παραπάνω τραγουδιού αποτυπώνει μια βαθύτερη και ουσιωδέστερη νοσταλγία της ψυχής: τη μνήμη της πρώτης, κύριας, χαμένης, αλλά όχι λησμονημένης πατρίδας όλων μας. Ο σύγχρονος άνθρωπος, ο οποίος μετά από την προπατορική αστοχία συνεχίζει από τη μια να ρέπει ακατάπαυστα προς την πτώση κι από την άλλη να θυμάται τις αρχαίες ωραίες εποχές της ουράνιας μακαριότητας, τώρα σε μιαν αδιευκρίνιστη κατάσταση «εντός, εκτός και επί τα αυτά», εκζητά τη διέξοδο της «μιας ευκαιρίας» η οποία όμως εδώ και είκοσι αιώνες τώρα του έχει δοθεί και διαρκεί αέναα για τον έχοντα όμως κατάλληλη όραση προς τούτο.
Πρόκειται για το πολυτιμότερο δώρο του ουρανού προς τα εγκόσμια πράγματα, διότι ακριβώς αυτά τα γήινα και επουσιώδη, τα εφήμερα και δευτερεύοντα τα περικοσμεί με νόημα και ενδιαφέρον ουρανίζοντάς τα. Μιλάμε σαφέστατα για την Ανάσταση του Θεανθρώπου.
Ανερχόμενος Εκείνος από τη χαώδη πραγματικότητα του Άδη στην επιφάνεια της καθημερινότητάς μας (φυτοζωής) συνεγείρει την απωλεσμένη μέχρι πρότινος ανθρώπινη φύση κι από τότε ακριβώς συνανιστά κάθε ταλαίπωρο άνθρωπο, που το ζητά.
Να λοιπόν η ευκαιρία! Μας προσφέρεται ως η τελευταία πια και διασώζουσα περίπτωση χάριτος, ώστε να συμβεί το προσωπικό του καθενός μας πέρασμα (=Πάσχα) από την τραγωδία της εντάφιας αυτοεξορίας στη χαραυγή της Χαράς και της Ελπίδας του κόσμου που ευαγγελίζεται η Ανάσταση του Χριστού. «Διότι», όπως επισημαίνει ο θεοδίδακτος π. Ιουστίνος Πόποβιτς, «χωρίς την ανάστασιν τίποτε πιο παράλογον από τον κόσμο αυτόν. Ούτε μεγαλυτέρα απελπισία από την ζωήν αυτήν, δίχως αθανασίαν». Και αλλού ο ίδιος επισημαίνει: Οι άνθρωποι κατεδίκασαν τον Θεόν εις θάνατον, ο Θεός όμως δια της Αναστάσεώς Του «καταδικάζει» τους ανθρώπους εις αθανασία. (…) Ποτέ δεν έδειξαν οι άνθρωποι τόσον μίσος προς τον Θεόν, όσο όταν Τον εσταύρωσαν και ποτέ δεν έδειξεν ο Θεός τόσην αγάπην προς τους ανθρώπους, όσην όταν ανέστη».
Ό,τι πια ζητάμε, ό,τι όλο νοσταλγία επιθυμούμε, παραχωρείται στο εξής απλόχερα και δωρεάν μέσω μιας και μοναδικής ευκαιρίας της Ανάστασης, κατά την οποίαν σύμπας ο παλαιός κόσμος μεταμορφώνεται σε νέο. Και αυτή η συγκλονιστική όντως νεότητα οιωνίζεται μιαν ερχόμενη Ανάσταση, εκείνην των εσχάτων χρόνων, την οποίαν θαυμάσια οραματίστηκε ο «εν Πάτμω» Ιωάννης: «Ιδού καινά ποιώ τα πάντα» (Απ 21.5) διότι ακριβώς «τα πρώτα απήλθον» (ό.π. 21.4)
Η στυφή γεύση από τη βίωση των αρχαίων και η εμμονή μας (ως μη ώφειλε) στην ανθυγιεινή αυτή κατάσταση της παρακοής προσθέτουν το βαθύ αναστεναγμό της νοσταλγίας, την αγωνία μιας τόσο μακρινής εγγύτητας. Κατά πόσον όμως πειθόμαστε οι «ανόητοι και βραδείς τη καρδία» (Λκ 24, 25) ότι αυτή η ασθένεια της φύσης μας έχει ήδη δεδομένο το γιατρικό; «Φάρμακον αθανασίας» και «αντίδοτον του μη αποθανείν» (κατά τον Αγ. Ιγνάτιο τον Θεοφόρο) προσφέρεται δια της Αναστάσεως το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου Ιησού Χριστού. Εκείνο είναι που εντέλει αρδεύει την άνυδρη και διψασμένη μας ύπαρξη, παρηγορεί τα απαραμύθητα, ισορροπεί τα κλυδωνιζόμενα, τακτοποιεί τα απροσάρμοστα, προσθέτει ζωή απ’ τη ζωή που Εκείνος ΕΙΝΑΙ, δια του Θανάτου του. Στις καθημερινές μας σχέσεις θεωρούμε αθέμιτο (και δίκαια) το να επιβιώνουμε εις βάρος της ζωής κάποιου άλλου. Στη σχέση μας όμως με τον Αναστημένο Ιησού τα πράγματα λειτουργούν αντίστροφα: Ο Θάνατός Του όντως έγινε ζωή μας. Το Αίμα του μπορεί τώρα, να κυκλοφορεί κυριαρχικό και ζωοπάροχο στο αίμα μας. Το Σώμα του μπορεί πια να σπονδυλώνει το δικό μας ατροφικό σαρκίο. Γι’ αυτό και ζούμε ακόμη. Γι’ αυτό ισχύουμε στο εξής, δυνάμενοι να ανασταινόμαστε κάθε φορά που ασφυκτιούμε στους κάθε είδους τάφους, εντός των οποίων έχουμε συνήθως αυτοεγκλωβιστεί.
Αν λοιπόν ακόμα αναμένουμε τη «μια ευκαιρία» που θεωρούμε ότι μας λείπει, ας ενστερνιστούμε τον εύφωνο λόγο του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου:
Χριστός εκ νεκρών, συνεγείρεσθε. Χριστός εις εαυτόν, επανέρχεσθε. Χριστός εκ τάφων, ελευθερώθητε των δεσμών της αμαρτίας. Πύλαι άδου ανοίγονται και θάνατος καταλύεται (…)».