ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: Ό,τι είχε τελειώσει το κήρυγμα του ο παπα Πέτρος και αφού έκανε προσευχή για να ευχαριστήσει των Άγιο Τριαδικό Θεό,που η αγάπη του παραχώρησε για άλλη μία φορά να ακουστεί ο Θείος του Λόγος, παρατήρησε με την άκρη του ματιού του την κυρά Μάρθα,η οποία τον άκουγε καθ’όλη την διάρκεια της ομιλίας του, κρυμμένη πίσω από την εικόνα του αγίου Μηνά,να φεύγει σκυμμένη προσπαθώντας να καλυφθεί συγχρόνως πίσω από της άλλες γυναίκες.
Ο παπα Πέτρος γύρισε και της φώναξε, κυρα Μάρθα μη φεύγεις θέλω να μιλήσουμε. Εκείνη τότε,σταμάτησε και αφού γύρισε με σκυμμένο το κεφάλι άρχισε να βαδίζει αργά προς το μέρος του. Κάθισε σε μία καρέκλα και περίμενε να φύγει ο κόσμος.
Σε λίγο ο παπα Πέτρος ήρθε και καθησε δίπλα της.
Τί έγινε κυρα Μάρθα, που χάθηκες τόσο καιρό ;ξέρεις πόσους έχω ρωτήσει για σένα ;Γιατί δεν έρχεσαι τόσο καιρό στις ομιλίες, εσύ ποτέ δεν έλειπες, τι συμβαίνει,έπαθες κάτι ;
Η κυρα Μάρθα, αφού πήρε μία βαθιά ανάσα, και με το κεφάλι σκυμμένο του είπε:
Ντρέπομαι πάτερ, εγώ μεγάλωσα μέσα στην φτώχεια και σε δύσκολη εποχή. Ήμουν το πρώτο από τα 10 παιδιά της οικογένειας.
Επειδή βοηθούσα την μάνα μου και χρειαζόμουν στο σπίτι, δεν πήγα ούτε μία μέρα σχολείο,κι έτσι δεν έμαθα μήτε να διαβάζω μήτε να γράφω.
Ερχόμουν και σε άκουγα γιατί μιλάς τον λόγο του Θεού.
Και ξέρω ότι μιλάς τον λόγο του Θεού επειδή η καρδιά μου μου το λέει.
Πριν λίγο καιρό όμως έτυχε να καθίσω δίπλα σε μία γυναίκα, δε θα σου πώ ποιά,και άρχισε να μου λέει για την αγία γραφή, που γράφει αυτό που γράφει εκείνο….
Εγώ της είπα,κορίτσι μου γράμματα δε γνωρίζω,αγαπώ τον Θεό και έρχομαι εδώ να ακούσω τον λόγο του.
Αυτή τότε μου είπε πως μόνο με την ακοή δε γίνεται τίποτα, και άλλα πολλά.
Ντράπηκα τότε πάρα πολύ,γιατι αλήθεια παπά μου,το μυαλό μου δεν συγκρατεί ότι ακούει, και μέχρι να τελειώσεις το κύρηγμα μου φάνηκε χρόνος.
Απο τότε σήμερα ξαναήρθα, γιατί η καρδιά μου δέ μπορεί χωρίς Θεό. Γι αυτό καθόμουν πίσω στην γωνία, ντρέπομαι να την αντικρίσω…
Τα μάτια του παπα Πέτρου δάκρυσαν με την ιστορία της γιαγιάς.
Δεν απάντησε όμως τίποτα.
Σηκώθηκε, βγήκε έξω από την εκκλησία, και σε λίγο επέστρεψε κρατώντας ένα ψάθινο καλάθι,που στο εσωτερικό του υπήρχαν κουτσουλιές από τα περιστέρια που κατοικούσαν στα κεραμίδια του ναού.
Αφού της το έδωσε, της ζήτησε να πάει και να το ρίξει μία φορά μέσα στο πηγάδι που υπήρχε έξω από τον ναό,και να του το φέρει πίσω γεμάτο.
Η κυρα Μάρθα χωρίς αντίρρηση, και χωρίς ερωτήσεις -μιας και το καλάθι ήταν ψάθινο- σηκώθηκε και πήγε.
Όταν το έφερε πίσω την ρώτησε ο παπάς, που είναι τι νερό ;
Εκείνη του απάντησε.
Μάζεψε στην αρχή νερό αλλά μετά χάθηκε.
Ξανά πήγαινε τότε, ξαναπήγε…
Αυτό συνεχίστηκε για καμιά δεκαριά φορές.
Την τελευταία φορά που γύρισε της λέει:
– για κοιταξε το καλάθι έχει νερό;
– όχι. Το μόνο που βλέπω είναι ότι καθάρισε από της τόσες φορές που το έριξα στο πηγάδι!
Έτσι είναι και ο λόγος του Θεού κυρα Μάρθα!
Μπορεί να μην τον συγκρατούμε στο μυαλό μας όταν τον ακούμε, αλλά ακούγοντάς τον συχνά καθαρίζει η ψυχή μας από τα πάθη και της αμαρτίες!!