ΜΕΤΑΝΟΙΑ – ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ: Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης μας λέγει ότι πρέπει να εξομολογούμεθα αποφασιστικά.
«Πάρε μπροστά στον πνευματικό μία σταθερή και βεβαία απόφαση, ότι με την βοήθεια της θείας χάριτος προτιμάς χίλιες φορές καλύτερα να αποθάνης, παρά να αμαρτήσης πλέον με την θέλησή σου, διότι όσοι δεν πάρουν τέτοια απόφαση, το ένα πόδι το έχουν στον πνευματικό και το άλλο στην αμαρτία. Εξομολογούνται με το στόμα και με την καρδιά μελετούν πάλι να κάνουν αμαρτία. Μοιάζουν με τον σκύλο, που αφού ξεράση, γυρίζει πάλι στο ίδιο ξέρασμα· και με τον χοίρο, που αφού πλυθή, κυλιέται πάλι στον πρώτο βούρκο, όπως λέγει ο Άγιος Πέτρος».
Ένας Γέροντας έβλεπε τις ψυχές να κατεβαίνουν στον Άδη, όπως κατεβαίνουν οι νιφάδες του χιονιού στην γη το χειμώνα. Και αυτό όχι γιατί δεν εξομολογούνται, αλλά γιατί δεν εξομολογούνται με απόφαση να μη ξαναμαρτήσουν. Γι’ αυτό και ο Μέγας Βασίλειος λέγει ότι δεν ωφελείται από την εξομολόγηση εκείνος, που λέγει μόνον πως αμάρτησε, αλλά επιμένει στην αμαρτία και δεν την μισεί. Απόφαση λοιπόν χρειάζεται και θάρρος στην αγάπη του Θεού.
Ρώτησε ένας στρατιωτικός τον Όσιο Μιώδ.
– Πάτερ μου, δέχεται άραγε ο Θεός την μετάνοια του αμαρτωλού;
Ο Γέροντας, αφού τον συμβούλευσε με πολλά διδακτικά λόγια κάποια στιγμή τον ρώτησε.
– Πες μου, αγαπητέ, εάν σχισθή το στρατιωτικό χιτώνιό σου το πετάς;
– Όχι, απάντησε ο στρατιωτικός το ράβω, και πάλι το χρησιμοποιώ.
Τότε του λέγει ο Όσιος.
– Εάν εσύ λυπάσαι το χιτώνιό σου, ο Θεός δεν θα λυπηθή το πλάσμα του;
Επίσης αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος το εξής διδακτικό γεγονός.
Ένας νέος είχε ερωτευθή μία πόρνη. Αφού τον μάλωσαν πολύ οι συγγενείς του, απεφάσισε να διακόψη μαζί της και να πάη να εξομολογηθή.
Πράγματι έγραψε σε ένα χαρτί τις αμαρτίες του και ξεκίνησε να πάη. Όμως πηγαίνοντας για την εξομολόγηση έτυχε να περάση από έξω από το καταραμένο σπίτι της πόρνης. Δεν άντεξε στον πειρασμό και μπήκε πάλι μέσα και μαζί με τις παλαιές αμαρτίες πρόσθεσε και μια ακόμη.
Καθώς λοιπόν βρισκόταν μέσα στο κακό αυτό σπίτι μπαίνει μέσα κάποιος άλλος συνεραστής και αγαπητικός της αυτής πόρνης, ο οποίος όταν τον είδε εκεί θύμωσε πάρα πολύ και κτυπώντάς τον τον σκότωσε.
Όταν τον πήραν οι άνθρωποι, για να τον ενταφιάσουν βρήκαν και το χαρτί με γραμμένες τις αμαρτίες του, που είχε γράψει, για να εξομολογηθή, αλλά ω ελεεινός θάνατος! ω ελπίδες ψεύτικες! ω λογισμός πεπλανημένος του δυστυχισμένου τούτου νέου!
Ο μακαριστός άγιος γέροντας π. Ιάκωβος Τσαλίκης ήταν στην εξομολόγηση πολύ επιεικής χωρίς όμως και να παραβαίνη τους Κανόνες. Έλεγε: «Αν σε μια κοπέλλα που έκανε, ας πούμε, έκτρωση και μόλις εξομολογηθεί την αμαρτία της εγώ ως πνευματικός της πω ότι είναι φόνισσα, ότι δολοφόνησε το παιδί της και ότι εφτά χρόνια δε θα κοινωνήση και κατόπιν τη βγάλω από το εξομολογητήριο, τι συνέπειες θα έχουν όλα αυτά για την ψυχή της;
Ενώ αν της μιλήσω με αγάπη και στοργή, λέγοντάς της «Παιδί μου, δεν είναι σωστό αυτό που έκανες, είναι αμαρτία» και δεν της βάλω αμέσως κανόνα, αλλά τη συμβουλέψω και την ξαναδώ σε δεκαπέντε ημέρες η ένα μήνα σιγά – σιγά θα τακτοποιηθή η ψυχή της. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να φεύγη από την Εκκλησία πληγωμένος, αλλά θεραπευμένος. Εγώ, πάτερ μου, δε μισώ τον άνθρωπο αλλά την αμαρτία».
Ήταν επιεικής στους κανόνες που έβαζε. Το πόσο συνέπασχε με τους εξομολογούμενους αδελφούς φαίνεται από τους παρακάτω λόγους του.
«Εγώ, πάτερ μου, συμπάσχω με τον άνθρωπο που εξομολογείται. Πονάω μαζί του. Πονάω και κλαίω για τον εξομολογούμενο. Παρακάλεσα τον Άγιο Δαβίδ μετά την εξομολόγηση να ξεχνάω όσα δε χρειάζονται και να θυμάμαι αυτά που πρέπει, για να προσεύχωμαι. Γιατί κάνω προσευχή για τους εξομολογούμενους. Και ανησυχώ και τους περιμένω να ξανάρθουν».
Έλεγε ο Γέροντας: «Όταν εξομολογώ, πάτερ μου, τους Χριστιανούς και δε βλέπω μετάνοια σε ορισμένους από αυτούς δε διαβάζω συγχωρητική ευχή, γιατί δεν έχω το δικαίωμα εφ’ όσον λείπει η μετάνοια».
Ο Γέροντας, λοιπόν, ενδιαφερόταν για το «έσωθεν του ποτηρίου». Όταν καμιά φορά χωρίς εσωτερική διάθεση υπακοής του λέγαμε ένα τυπικό «Νάναι ευλογημένο», έλεγε ο Γέροντας: «Πάτερ μου, θα κάνης υπακοή η έτσι απλώς λες «νάναι ευλογημένο» χωρίς να το πιστεύης;».
Για την Εκκλησία σχεδόν καθημερινά έλεγε: «Στην Εκκλησία βρίσκουμε την υγεία, την παρηγοριά, την ελπίδα και τη σωτηρία της ψυχής μας».
Τονίζοντας την αξία της ψυχικής μας καθαρότητος κατά τη Θεία Κοινωνία έλεγε:
«Χωρίς την ψυχή μας καθαρή δεν έχουμε κανένα όφελος από τη Θεία Κοινωνία».
Για το μεγάλο δώρο του Θεού, το μεγάλο Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως έλεγε:
«Να μη διστάζετε, να μη ντρέπεστε· ο,τι κι αν κάνατε, την πιο μεγάλη αμαρτία έχει την εξουσία ο πνευματικός απ’ τον ίδιο το Δεσπότη Χριστό και τους Αποστόλους με το πετραχηλάκι του –τι αξία έχουν τα ιερά που φοράμε! – να τη συγχωρήση.
Ο,τι συγχωρεί ο πνευματικός, το συγχωρεί ταυτόχρονα κι ο Θεός στον Ουρανό, ο,τι δε συγχωρήσει μένει ασυγχώρητο».