ΑΘΕΟΣ: …Διάβαζα με απληστία των δικών μας και ξένων τα συγγράμματα, νέων και παλαιών, και ιδία των Γάλλων και των Γερμανών φιλοσόφων, Ρενάν, Στράους, Νίτσε, Σοπενχάουρ, Μάχ Νορτάου, Ρουσσώ, Σπινόζα, Σαίγκερ και άλλων ων ουκ έστι αριθμός. Θαμπωμένος αποκλειστικά στον κύκλο της φιλολογικής μου μελέτης, άρχισα σιγά-σιγά να αδιαφορώ για κάθε ωφέλιμη πνευματική απαίτησι της δόλιας μου ψυχής.
Η μονότονη και μονόπλευρη αυτή μόρφωσίς μου, μόρφωσις αποκλειστική, που περιορίζεται στα στενά όρια της επιστήμης, ήτο ολέθρια δια τας θρησκευτικάς μου πεποιθήσεις.
Στον Χριστιανισμό άρχισα να τα βλέπω όλα στραβά κι’ ανάποδα. Όλοι όσοι ήταν φίλοι μου σε συζητήσεις που κάναμε συχνά σε σχετικά ζητήματα θα θυμούνται ασφαλώς τις φασαρίες και τις λογομαχίες μεταξύ των ομηλίκων οι οποίοι είχαν και αυτοί κάποια έννοια με τα μεγάλα προβλήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα από την εμφάνισί της μέχρις στιγμής επί του πλανήτου μας. Οι νεώτερες κοινωνικές ιδέες έκαμαν πάταγο μεταξύ των φίλων μου. Επίσης η φιλοσοφία του Νίτσε, ο πιθηκάνθρωπος των Δαρβινιστών, η δύναμις και η ύλη του Μπύχνερ, όλ’ αυτά ήσαν καθημερινά θέματα συζητήσεως στο προαύλιο του Γυμνασίου. Ρεύματα σκεπτικισμού, υλισμού, απιστίας, αθεΐας, είχαν μεγάλη έκτασι στους ομηλίκους φίλους μου.
Εγώ που για πρώτη φορά άκουα να συζητούνται όλα αυτά τα ζητήματα με τόση προχειρότητα από τους φίλους μου, τα θεμέλια του οικοδομήματος της πίστεώς μου της Χριστιανικής άρχισαν να σείονται συθέμελα όλο και περισσότερο δυνατά. Επεθύμησα να μελετήσω και μόνος μου. Διάβασα αρκετά βιβλία του Λέοντος Τολστόη, μερικά του Μαρξ, δύο – τρία του Έγκελς, και απειροπληθή των Γάλλων εγκυκλοπαιδιστών και των υλιστών των δύο περασμένων αιώνων. Και η εσωτερική καταστροφή τότε συμπληρώθηκε για καλά….
Δεν ήμουν ακόμη σε θέσι να εκτιμήσω και να κριτικάρω το ψέμα, την αντίφασι, την αντινομία, το σόφισμα, πούναι κοινά χαρακτηριστικά όλων αυτών των καταστρεπτικών βιβλίων. Αχ! πόσο μετάνοιωσα γι’ αυτή μου την πράξι! Ήθελα, βλέπεις να κριτικάρω τον Χριστιανισμό, και διάλεξα για μοναδικά εφόδια την ιδικήν μου δυσπιστία και προκατάληψι και τον αντιεπιστημονικό φανατισμό μερικών αδιαλλάκτων απίστων, γι’ αυτό και ναυάγησα.
Ω! πιστέψτε μου, όταν έχασα την αμώμητο Χριστιανική μου πίστι, την αληθινή και Ορθόδοξο, ένοιωσα μέσα μου να συντρίβεται κάτι και πόνεσα φοβερά. Μα ήμουνα τυφλωμένος από την μυωπυία της απιστίας και ρασιοναλισμού και θετικισμού και δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς είχε συντριβεί στα βάθη του υποστατικού μου είναι, το ιερώτερο παλλάδιο και κειμήλιο της δόλιας μου ψυχής…
Χάνοντας την πίστι μου, αισθάνθηκα γυμνό τον εαυτό μου από κάθε χάρι και ευτυχία που είχα προηγουμένως. Αλλ’ η πώρωσίς μου δεν με άφησε να προσέξω περισσότερο τα τοιαύτα ζωτικά ζητήματα. Συνήθησα στην γύμνια μου, και η πνευματική μου φτώχεια δεν ήτο αισθητή στα μάτια της ψυχής μου. Τα σκέπαζε ο διανοητικός πλούτος που απέκτησα κατά την διάρκειαν της φοιτήσεώς μου στο Γυμνάσιο και η ακατάσχετος φιλομάθεια η οποία με οιστρηλάτει να ερευνήσω δια της μελέτης των βιβλίων τα πάντα και τους πάντας.
Πόσες φορές τ’ αστραφτερά εξωτερικά επιχρίσματα κρύβουν από κάτω τους γύμνια, φτώχεια και αρρωστημένη πνευματική απόγνωσι. Η κοσμοθεωρία την οποίαν είχα δημιουργήσει φυσικά έπρεπε να έχη και τους ανθρώπους που είχαν κι’ αυτοί την ίδια μ’ εμέ. Τέτοιους βρίσκει κανείς πολλούς.
Παιδιά οικογενειών καλών, επαρχιώτες οι περισσότεροι, άμυαλα παιδιά, που τα είχε παρασύρει κι’ αυτά η ανόητη αντίληψι πώς για να φανούν τάχα ανώτερα πνεύματα, θάπρεπε πρώτα – πρώτα να κλωτσήσουν κάθε καλή και σεμνή κληρονομιά που τους είχαν κληροδοτήσει οι καϋμένοι γονείς των.
Η περιφρονητική αυτή διάθεσις, καρπός μιας θλιβερής επιπολαιότητος που μας έδερνε όλους τους φίλους μου, μεγάλωνε με τον καιρό και σώριαζε ολοένα μέσα μας συντρίμματα από το ποδοπάτημα κάθε αξίας. Συντρίμματα, που πάνωθέ τους έκρουζε βραχνά, ανατριχιαστικά το νεκροπούλι του σκεπτικισμού και της απιστίας, σ’ ένα σκοτάδι κλονισμένης ψυχής που πνιγόταν μέσα στην αμφιβολία και τη στέρησι της ζωντανής ελπίδας…
Αλήθεια!!! μακρυά από το φως του χριστιανισμού όλα τα πράγματα του φθαρτού τούτου κόσμου, χάνουν τον αληθινό χρωματισμό τους και τα προβλήματα τη λύσι τους. Κι’ όταν στερηθή κανείς το φως αυτό βλέπει παντού εμπρός του σκοτάδι πυκνό. Κι’ αν ζητήση να βρη την αλήθεια μέσα στο σκοτάδι αυτό, δεν θα πετύχη τίποτ’ άλλο, παρά να γκρεμισθή ύστερ’ από πολλές ατελεσφόρητες απόπειρες σε καμμιάς ρεματιάς απόκρυμνης τα βάθη, με τσακισμένα τα φτερά και ματωμένο το κεφάλι…
Μα εγώ δεν μπορούσα ποτέ να το νοιώσω αυτό και γι’ αυτό ήμουν ακόμη δυστυχισμένος και το σκοτάδι που με κύκλωνε ήτο ακόμη πιο πηχτό. Απελπισία μ’ έπιανε. Μουρχόταν να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο δυνατά και να το σπάσω. Μια σκέψι ξαφνική μ’ έπνιξε πάλι σαν βρόγχος στο λαιμό και κάποια στιγμή τα μάτια μου έπεσαν πάνω στο Γραφείο μου. Τολστόηδες, Νίτσε, Μπύχνερ, Δαρβίνοι, Μάρξ, Συρέ, Γκλξενάπ, Καΐριδες, Καζαντζάκιδες, Τανάγραι και άλλοι ων τα ονόματα δεν ενθυμούμαι, ήσαν όλοι αραδιασμένοι ‘κεί πάνω, ανίκανοι να με λυτρώσουν στη δύσκολη αυτή στιγμή που βρέθηκα, μου φάνηκε σαν σε έκστασι ενοραματική πως ζωντάνεψαν οι συγγραφείς των οι άθλιοι που τους περιμένει η αιώνια κόλασις για να τιμωρηθούν δεόντως από την Θεία Δικαιοσύνη εις αιώνας αιώνων…
Αυτοί λέγω ζωντάνεψαν μπροστά μου και με κύτταζαν μέσα από τα μυωπυικά γυαλιά τους με μια περίεργη σατανική ειρωνεία για το κατάντημά μου. Μ’ έπιασαν τα νεύρα μου. Κι’ επάνω στη σαστιμάρα μου άρχισα να φωνάζω. «εσείς με καταστρέψατε, εσείς…» Τ’ άρπαξα στην έξαψί μου και τα πετούσα σαν τρελλός δώθε ‘κείθε, σκίζοντάς τα με μανία και ποδοπατώντας τα μη φειδώμενος τα χρήματα που έδωσα για να αγοράσω τα ψέματά τους και τετραγωνικές βλακείες τους… η απελπισία με έσφιγγε όλο και πιο πολύ, μαύρες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου…
Θεέ μου, λυπήσουμε, φώναξα αναπηδώντας. λυπήσου με, Θεέ μου… Καιρό είχε η σαρκίνη γλώσσα μου να προφέρη την λέξη Θεός ως προσευχή. Αμέσως το φίμωτρο που έσφιγγε το στόμα μου τόσο καιρό έσπασε. Στα τρεμάμενα πόδια μου έπεσαν οι βαρειές αλυσίδες της πνευματικής μου σκλαβιάς τόσου καιρού. Ένοιωσα πια τον εαυτό μου ελεύθερο, κάποια καμπάνα σήμανε για μένα την λύτρωση. Η μικρή προσευχούλα που επρόφεραν τα πρώην χείλη της αρνήσεως, επανέφερε πάλι την αρμονία στο είναι μου…
Κι’ άρχισα να θυμάμαι και να νοσταλγώ τα παληά. Γλυκές αναμνήσεις πήδησαν ολοπρόθυμα στην μνήμη μου, πόση δροσιά, πόση αθώα χαρά στα χρόνια εκείνα! πόσα χρυσορόδινα όνειρα έπλαθα για το μέλλον! Κι’ ύστερα; Άρχιζαν οι μαύρες σελίδες, ο κλονισμός και το ξερρίζωμα της αμωμήτου Ορθοδόξου Χριστιανικής Πίστεως, καταραμένες οι στιγμές που κατά συγκυρίαν έμπλεξα με τις παληοπαρέες.
Ας είναι όμως, ο Χριστός, η Μοναδική Αγάπη που υπάρχει στο Σύμπαν, πάλι με αγάπησε και ντροπαλός εγώ τώρα πλέον για όσα έπραξα εις βάρος Του, δεν ημπορώ να τον ατενίσω με θάρρος την γλυκειά Του μορφή, η οποία με θωπεία με αφήνει να εννοήσω μόνος μου το ολίσθημα και να Τον παρακαλέσω «…Ήμαρτον εις τον Ουρανόν και ενώπιόν Σου…» Χριστέ μου συγχώραμε… Συγχώραμε… Ούτε καν θέλω να σκεφτώ που έφθασα… Μόνον Εσύ γνωρίζεις τα μύχια και τα απόρρητα των ανθρωπίνων καρδιών και διαλογισμών… Συγχώραμε και καταξίωσέ με να διέλθω και τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής μου εν δάκρυσι και μετανοία και κάποτε, όταν με καλέσης, η ψυχή μου να πετάξη στην αιωνία Σου αγκάλη…
(Από το περιοδικόν ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ Ηλιουπόλεως Αθηνών, Οκτώβριος 1964, που εξέδιδε ο αείμνηστος Δημ. Παναγόπουλος).
* * *
* Σαν αιτία των αμαρτιών μας να θεωρούμε μόνο τους εαυτούς μας και όχι τους άλλους, για να βρούμε στην εξομολόγηση μεγάλη ανακούφιση.
Ανέκφραστη είναι η ευσπλαγχνία του Θεού προς τον αμαρτωλό άνθρωπο. Τον περιμένει να επιστρέψη κοντά Του με την καθαρή μετάνοια και εξομολόγηση για να τον λύτρωση από το βάρος της αμαρτίας, να τον χαρίση την ειρήνη και χαρά Του, να τον ελεήση και σώση. Η αγάπη του Χριστού τα πάντα συγχωρεί.
* Μας συμφέρει να πιστεύουμε και να αγαπούμε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, ο οποίος μόνο από την πόρτα της μετανοίας μπαίνει στην ψυχή του αμαρτωλού ανθρώπου, και η πόρτα αυτή για να ανοίξη, είναι στο χέρι μας
Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ
Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (1884-1980)
ΤΕΥΧΟΣ 8. ΜΑΪΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2003. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ