Κοίμηση της Θεοτόκου: Τι λέει η εκκλησιαστική παράδοση για την Κοίμηση της Παναγίας; Ποιά είναι τα γεγονότα που συνέβησαν;
Σε ποια σημειά διαφέρουν η Ορθόδοξη και η Καθολική πίστη, αναφορικά με την κοίμηση της Θεοτόκου;
Η Θεομητορική εορτή της Χριστιανοσύνης γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 15 Αυγούστου με το Νέο Ημερολόγιο και στις 28 Αυγούστου με το Παλαιό.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία ο εορτασμός της Κοίμησης της Θεοτόκου περιλαμβάνει κατά πρώτο λόγο το θάνατο και την ταφή της Παναγίας και κατά δεύτερο την ανάσταση και τη μετάστασή της στους ουρανούς.
Για την Κοίμηση της Θεοτόκου δεν υπάρχουν πληροφορίες από την Καινή Διαθήκη. Γι’ αυτήν μαθαίνουμε από τις διηγήσεις σημαντικών εκκλησιαστικών ανδρών, όπως των Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, Μόδεστου Ιεροσολύμων, Ανδρέα Κρήτης, Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως, Ιωάννη Δαμασκηνού κ.ά., καθώς και από τα σχετικά τροπάρια της εκκλησιαστικής υμνολογίας. Στα κείμενα αυτά διασώζεται η «αρχαία και αληθεστάτη» παράδοση της Εκκλησίας γι’ αυτό το Θεομητορικό γεγονός.
Έτσι, λοιπόν, κατά την εκκλησιαστική παράδοση, η μητέρα του Ιησού Χριστού, Μαρία (η Θεοτόκος και Παναγία), πληροφορήθηκε τον επικείμενο θάνατό της από έναν άγγελο τρεις ημέρες προτού αυτός συμβεί και άρχισε να προετοιμάζεται κατάλληλα. Προσεύχεται στο όρος των Ελαιών και δίνει τα υπάρχοντά της σε δύο γειτόνισσές της χήρες.
Επειδή κατά την ημέρα της Κοίμησής της δεν ήταν όλοι οι Απόστολοι στα Ιεροσόλυμα, καθώς κήρυτταν «απανταχού γης», μια νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε κοντά της. Μοναδικός απών ο απόστολος Θωμάς.
Η Κοίμηση της Θεοτόκου συνέβη στο σπίτι του Ευαγγελιστή Ιωάννη, στο οποίο διέμενε η μητέρα του Θεανθρώπου. Αφού της έκλεισαν τα μάτια, οι Απόστολοι μετέφεραν το νεκροκρέβατό της στον κήπο της Γεθσημανής, όπου και την έθαψαν.
Κατά τη μεταφορά του λειψάνου της, φανατικοί Ιουδαίοι αποπειράθηκαν να ανατρέψουν το νεκροκρέβατό της, αλλά τυφλώθηκαν. Μόνο ένας από αυτούς κατόρθωσε να το ακουμπήσει, αλλά μια αόρατη ρομφαία του έκοψε τα χέρια.
Μοναδικός απών από την κηδεία της υπήρξε, όπως προαναφέραμε, ο Απόστολος Θωμάς. Όταν μετά από τρεις ημέρες πήγε στον τάφο της, βρήκε μόνο τα εντάφια. Προφανώς, η Παναγία είχε αναστηθεί. Πάνω στον τάφο της χτίστηκε μεγαλοπρεπής ναός, που αποδίδεται στην Αγία Ελένη.
Μετά την καταστροφή του, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μαρκιανός (450-457) με τη δεύτερη σύζυγό του Πουλχερία έχτισαν ένα νέο ναό, που υπάρχει μέχρι σήμερα. Η Κοίμηση της Θεοτόκου εορταζόταν αρχικά στις 13 Αυγούστου και από το 460 στις 15 Αυγούστου.
Μεταξύ της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας υπάρχει δογματική διαφορά σχετικά με την Κοίμηση της Θεοτόκου.
Η Καθολική Εκκλησία πιστεύει στο δόγμα της ενσώματης ανάληψης της Θεοτόκου (Assumptio Beatae Mariae Virginis), που οριστικοποιήθηκε με την αποστολική εγκύκλιο του Πάπα Πίου IB’ «Munificentissimus Deus» (1 Νοεμβρίου 1950).
Αντίθετα, η Ορθόδοξη Εκκλησία κάνει λόγο πρώτα για Κοίμηση της Θεοτόκου, δηλαδή πραγματικό θάνατο (χωρισμό ψυχής και σώματος) και στη συνέχεια για μετάσταση της Θεοτόκου, δηλαδή ανάσταση (ένωση ψυχής και σώματος) και ανάληψή της κοντά στον Υιόν της.
Κατά την εκκλησιαστική παράδοση, της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου προηγείται νηστεία, η οποία καθιερώθηκε τον 7ο αιώνα. Αρχικά ήταν χωρισμένη σε δύο περιόδους: πριν από την εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και πριν από την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Τον 10ο αιώνα, συνενώθηκαν σε μια νηστεία, που περιλαμβάνει 14 ημέρες και ξεκινά την 1η Αυγούστου.
Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης νηστείας, νηστεύεται το λάδι εκτός του Σαββάτου και της Κυριακής, ενώ στη γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα καταλύεται (επιτρέπεται) το ψάρι.
Ανήμερα της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου καταλύονται τα πάντα, εκτός και αν η εορτή πέσει σε Τετάρτη ή Παρασκευή, οπότε καταλύεται μόνο το ψάρι. Τις ημέρες της νηστείας του Δεκαπενταύγουστου ψάλλονται τις απογευματινές ώρες στις εκκλησίες (εκτός Κυριακής), εναλλάξ, ο «Μικρός και ο Μέγας Παρακλητικός Κανών εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον», οι λεγόμενες «Παρακλήσεις».