Χριστός επί γης, Υψωθήτε!
Την εικόνα της Γεννήσεως την βλέπουν εκείνοι που δεν είναι μπασμένοι στο πνεύμα της ορθοδόξου λατρείας φορτωμένη με περιττές λεπτομέρειες. Η σύνθεσή της τους φαίνεται κάπως παιδαριώδης, άταχτη, περισσότερο απλοϊκή παρά σοβαρή.
Εν τούτοις, αυτή η αφέλεια κι αυτή η απλοϊκότητα είναι κάτι πολύ βαθύ, κάτι που μας κάνει να θυμηθούμε τα λόγια του Κυρίου: «Αμήν λέγω υμίν, ος εάν μη δέξηται την βασιλείαν του Θεού ως παιδίον, ου μη εισέλθη εις αυτήν». Η εικόνα της Γεννήσεως, βασιζόμενη πάνω στην Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση, μας αποκαλύπτει το δογματικό περιεχόμενο και την όλη έννοια της Εορτής.
Με τα χρώματα και τον πλούτο των λεπτομερειών κι ακριβώς με την απλοϊκότητά της, είναι η πιο χαρωπή από τις εικόνες των μεγάλων δεσποτικών εορτών.
Η εικονογραφική παράδοση της Ορθοδοξίας φυλάει μ’ ακρίβεια τον καθιερωμένο τύπο της Γεννήσεως, που είναι ο πιο πλούσιος κι ο πιο πλήρης σε περιεχόμενο. Είναι δε ο ακόλουθος: Στην μέση, μπροστά από κάτι βουνά το σπήλαιο όπου είναι αναπεσμένος ο Κύριός μας στην φάτνη, ανάμεσα σε δύο ζώα· πλάϊ, η Παρθένος αναπεσμενη κι αυτή σ’ ένα στρωσίδι· στο πάνω μέρος, οι Άγγελοι κι ο Αστήρ· από τη μια μεριά του σπηλαίου, οι Ποιμένες, από την άλλην oι Μάγοι, που έρχονται να προσκυνήσουν τον Χριστό. Κάτω, στις δύο άκρες, από εδώ δύο γυναίκες πλένουν το Παιδίον και από εκεί ο Ιωσήφ καθισμένος απέναντι σ’ έναν γέροντα όρθιο που κρατάει ένα ραβδί.
Ως προς το περιγραφικό της στοιχείο, η εικόνα αντιστοιχει στο κοντάκιον: «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει. Άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι, Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσιν. Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον ο προ αιώνων Θεός». Η εικόνα προσθέτει και τις δύο σκηνές που παριστάνονται στις κάτω άκρες της και που δεν τις ερμηνεύει το κοντάκιον, αλλά είναι παρμένες από την Παράδοση.
Ως προς το περιεχόμενό της η εικόνα της Γεννήσεως έχει δύο όψεις. Πριν απ’ όλα ξεσκεπάζει την έννοια της Εορτής, το γεγονός της σαρκώσεως του Λόγου· μας θέτει μπροστά σε μια ορατή μαρτυρία του θεμελιώδους δόγματος της πίστεώς μας, υπογραμμίζοντας τόσο την θεότητα όσο και την ανθρωπότητα του Ιησού. Κατά δεύτερο λόγο μας δείχνει την ενέργεια αυτού του γεγονότος πάνω στον φυσικό κόσμο και υπαινίσσεται την προοπτική όλων των σωτηρίων συνεπειών του γεγονότος αυτού. Γιατί, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, η Γέννηση του Κυρίου μας «δεν είναι η εορτή της δημιουργίας, αλλά η εορτή της αναπλάσεως του κόσμου», μια ανανέωση που αγιάζει την κτίση. Η ενανθρώπηση του Θεού δίνει στην κτίση μια καινούργια σημασία, που είναι o σκοπός κι ο λόγος της υπάρξεως της: η μέλλουσα μεταμόρφωσή της. Γι’αυτό όλη η δημιουργία λαβαίνει μέρος στο μυστήριο της γεννήσεως του Λυτρωτή και βλέπουμε γύρω από τον Θεάνθρωπο τους εκπροσώπους όλων των κτισμάτων, που του προσφέρουν την ευγνωμοσύνη τους, κατά το στιχηρόν: «Τι σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ, ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος δι’ ημάς; Έκαστον γαρ των υπό σου γενομένων κτισμάτων την ευχαριστίαν σοι προσάγει. Oι άγγελοι τον ύμνον, οι ουραvoί τον αστέρα,οι μάγοι τα δώρα, oι ποιμένες το θαύμα, η γη το σπήλαιον, η έρημος την φάτνην, ημείς δε μητέρα Παρθένον». Η εικόνα προσθέτει τα ζώα και τα φυτά. Το κέντρο της συνθέσεως αντιστοιχεί στο κεντρικό χρονικό σημείο της Εορτής. Όλες oι λεπτομέρειες συγκλίνουν προς αυτό το σημείο· είναι το Παιδίον εσπαργανωμένον, αναπεσμένο στην φάτνη, στο σκοτεινό βάθος του σπηλαίου όπου γεννήθηκε.
Τα Ευαγγέλια δεν λέγουν τίποτε για το σπήλαιο· μας πληροφορεί γι’ αυτό η Παράδοση. Η πιο αρχαία γραπτή μαρτυρία σχετικά μ’ αυτό είναι εκείνη του φιλοσόφου και μάρτυρος Ιουστίνου, ο οποίος λέγει: «Μην έχοντας ο Ιωσήφ που να κατοικήσει σ’ εκείνη την πολίχνη, εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά όχι πολύ μακριά από την Βηθλεέμ».
Το Παιδίον που ειναι αναπεσμένο στην φάτνη είναι ο ίδιος o Θεός που φανερώθηκε σ’ εκείνους που κάθονταν «εν σκότει και σκιά θανάτου», για να τους σώσει από την κατάρα του προπατορικού αμαρτήματος, για να μεταμορφώσει την ανθρώπινη φύση και να της ξαναδώσει το αρχαίο κάλλος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης συγκρίνει την γέννηση μέσα στο σπήλαιο με το πνευματικό φως που έλαμψε μέσα στα σκότη του θανάτου που τυλίγανε το ανθρώπινο γένος. Η μαύρη τρύπα του σπηλαίου πάνω στην εικόνα παριστάνει συμβολικά τον υλικό κόσμο, που σκιάζεται από την αμαρτία και όπου ανατέλλει ο «Ηλιος της Δικαιοσύνης».
Το κατά Λουκάν άγιον Ευαγγέλιον μιλάει για την φάτνη και τα σπάργανα: «Και εσπαργάνωσεν (η Παναγία) αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη». Και λίγο παρακάτω η φάτνη και τα σπάργανα είναι τα σημάδια που έδωσε ο άγγελος στους τσομπάνηδες για ν’αναγνωρίσουν τον Σωτήρα: «Και τούτο υμίν το σημείον ευρήσετε βρέφος εσπαργανωμένον, κείμενον εν φάτνη».
Το στιχηρό που ανέφερα προηγουμένως μας λέγει ότι η φάτνη είναι το δώρο που προσφέρει η έρημος στον τεχθέντα. Η έννοια αυτών των λόγων μας αποκαλύπτεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό που λέγει: «Άλογε άνθρωπε, γονάτισε μπροστά στην φάτνη από την οποία θα ταγισθείς τον Λόγο». Αυτός ο έρημος τόπος, που πρόσφερε την φάτνη σαν άσυλο στον Κύριo, προτυπώθηχε στην Παλαιά Διαθήκη· γιατί και τότε στην έρημο δόθηκε στους εβραίους το μάννα, «ο άρτος εξ ουρανού».
Η ενανθρώπηση του Θεού αρχίζει και καταλήγει με την ταπείνωση. Η εικόνα μας δείχνει την κένωση της θεότητας, την ταπείνωση, το ολοκληρωτικό κατέβασμα Εκείνου που στην φάτνη προδιατυπώνει και τον θάνατό του, τον τάφο του, όπως με τα σπάργανα προσημαίνει το σάβανο του.
Μέσα στο σπήλαιο, δίπλα στον Σωτήρα, βλέπουμε τον βουν και τον όνον. Τα Ευαγγέλια δεν αναφέρουν αυτά τα ζώα· εν τούτοις, σ’ όλες τις εικόνες της Γεννήσεως τα συναντάμε πλάϊ στο Παιδίον. Η θέση που κατέχουν στο ίδιο το κέντρο της εικόνας φανερώνει την σπουδαιότητα που η Εκκλησία αποδίδει σε αυτή την λεπτομέρεια. Η παρουσία των ζώων αυτών εξηγείται, αναμφίβολα, από την πρακτική ανάγκη, οπως την δείχνει η Ακολουθία των Χριστουγέννων: η Παρθένος ταξίδεψε καθισμένη απάνω σ’ ένα γαϊδουρακι· όσο για το βόδι, το’χε οδηγήσει εκεί ο μνήστωρ Ιωσήφ που ήθελε να το πουλήσει για ν’ανταποκριθεί στα έξοδά του ταξιδιού. Αλλ’αυτή η πρακτική ανάγκη δεν είναι αρκετή για να δικαιολογήσει την παρουσία των ζώων τόσο κοντά στον Λυτρωτή. Την εξηγεί η προφητεία του Ησαΐα: «Έγνω βους τον κτησάμενον, και όνος την φάτνην του κυρίου αυτού· Ισραήλ δε με ουκ έγνω και ο λαός με ου συνήκεν». Ο Θεός, κατεβαίνοντας στην γη και έχοντας γίνει άνθρωπος, δεν βρήκε θέση ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί αυτοί δεν τον δεχθηκαν. Το σπήλαιο και η φάτνη ανήκουν στα ζώα. Παριστάνοντας τον βουν και τον όνον, η εικόνα μας θυμίζει την προφητεία του Ησαΐα και μας καλεί στην γνώση και στήν κατανόηση του Μυστηρίου της θείας οικονομίας που εκπληρωθηκε με την Γέννηση.
Ό,τι κάνει εντύπωση πριν απ’ όλα όταν κοιτάμε την εικόνα της Γεννήσεως, είναι η Παρθενος και η θέση που αυτή κατέχει. Η εικόνα υπογραμμίζει την σπουδαιότητα του μέρους που καταλαμβάνει η Θεομήτωρ στην Γέννηση, δηλαδή στην εορτή της αναπλάσεως του κόσμου. Είναι η καινούργια Εύα. Όπως η πρώτη Εύα έγινε μητέρα των προχριστιανικών ανθρώπων, έτσι η νέα Εύα, η Παρθένος Μαρία, έγινε μητέρα της θεωθείσης ανθρωπότητος. Αλλά η παλιά Εύα είχε δώσει προσοχή στα λόγια του όφεως μέσα στον παράδεισο. Η δεύτερη Εύα άκουσε τον αρχαγγελικό ασπασμό. Μετέχει κι αυτή στην σωτηρία μας, όπως η προμήτωρ υπήρξε αιτία της πτώσεώς μας. Η εικόνα της Γεννήσεως εξαίρει την συμμετοχή της Μαρίας στην σωτηρία μας, προβάλλοντας την Παναγία με ιδιαίτερη έμφαση, στο κεντρικό μέρος, κι ακόμα δίνοντάς της διαστάσεις υπέρμετρες. Σε πολλές εικόνες είναι η πιο μεγάλη απ’ όλα τα πρόσωπα. Είναι ξαπλωμένη πολύ κοντά στο θείο της τέκνο πάνω σ’ ένα χράμι, αλλά γενικά έξω από το σπήλαιο.
Η στάση της Παρθένου είναι πάντα πολύ σημαντική και δεμένη με τα δογματικά προβλήματα της εποχής και του τόπου, όπου έγινε η εικόνα. Οι διαφορές που παρουσιάζει κάθε φορά υποδηλώνουν την πρόθεση να εξαρθεί πότε η θεότης και πότε η ανθρωπότης του Κυρίου. Έτσι, σε ορισμένες παραστάσεις της Γεννήσεως, η Παρθένος είναι μισοξαπλωμένη-μισοκαθισμένη, η στάση της δηλαδή είναι ανάλαφρη, για να δειχθεί η απουσία των ωδίνων και συνεπώς η παρθενική γέννηση κι η θεία καταγωγή του Παιδίου (εναντίον της πλάνης των νεστοριανών). Αλλά στην πλειονότητα των παραστάσεων η Παρθένος είναι ξαπλωμένη και εκφράζει με την στάση της μιαν άκρα κόπωση και ατονία. Ο Νικόλαος Μεζαρίτης, περιγράφοντας μια τέτοια παράσταση (ενός ψηφιδωτού των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη), λέγει πως ο υπερβολικός κάματος που εκφράζεται στην απεικόνιση της Παρθένου θυμίζει στους πιστούς πως η ενανθρώπηση του Λυτρωτή δεν ήταν φαινομενική, αλλά πραγματική.
Γύρω από τα κεντρικά πρόσωπα του Παιδίου και της Θεοτόκου, βλέπουμε τις λεπτομέρειες που, καθώς είπα ήδη, μαρτυρούν συγχρόνως και το γεγονός της θείας σαρκώσεως και την επίδραση που είχε πάνω στην κτίση.
Oι άγγελοι εκπληρώνουν το διπλό τους λειτούργημα: δοξολογούν, τον Θεό και φέρνουν τα «ευαγγέλια» (= τις καλές αγγελίες) στους ανθρώπους. Η εικόνα εκφράζει αυτό το διπλό λειτούργημα, παριστάνοντας ένα τμήμα των αγγέλων προς τα πάνω, προς τον Θεό, κι ένα άλλο προς τα κάτω, προς τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι αυτοί είναι οι απλοϊκοί ποιμένες, που για την καθαρότητα της καρδιάς τους έχουν το προνόμιο να επικοινωνούν με τον υπερφυσικό κόσμο και αξιώνονται να γίvoυν μάρτυρες ενός θαύματος. Παριστάνονται στην εικόνα ακούοντας τον ύμνο των αγγέλων και συχνά ένας από τους τσομπάνηδες παίζει την φλόγερα του, ανακατώνοντας την μουσική, τέχνη ανθρώπινη, με το αγγελικό άσμα.
Από την άλλη πλευρά του σπηλαίου, βλέπουμε τους Μάγους. Τους οδηγεί ο Αστήρ που μια αχτίνα του κατευθύνεται πάνω στο σπήλαιο. Αυτή η αχτίνα ενώνει επίσης τον Αστέρα με ένα σημείο που ξεπερνά τα όρια της εικόνας και υποδηλώνει συμβολικά τον ουράνιο κόσμο. Η εικόνα υπαινίσσεται έτσι ότι αυτό το άστρο δεν είναι μονάχα ένα κοσμικό φαινόμενο, αλλά και ένας μαντάτορας από το υπερπέραν, που μηνύει ότι στην γη γεννήθηκε Εκείνος που ανήκει στον ουρανό. Αν στους αγράμματους τσομπάνηδες το μυστήριο αποκαλύφθηκε απευθείας από έναν άγγελο oι Μάγοι, άνθρωποι της γνώσεως, πρέπει να κάνουν ένα μακρύ δρόμο που θα τους φέρει από την γνώση του σχετικού στην γνώση του Απόλυτου, μέσον ενός αντικειμένου των μελετών τους. Ο Μέγας Βασίλειος λέγει πως oι Χαλδαίοι αστρολόγοι δέχονταν από γενεά σε γενεά την σχετική με το άστρο προφητεία του Βαλαάμ. Στον Όρθρο των Χριστουγέννων ακούμε: «Του μάντεως πάλαι Βαλαάμ των λόγων μυητάς, σοφούς αστεροσκόπους, χαράς έπλησας». Έτσι, ο Αστήρ ειναι συνάμα η εκπλήρωση της προφητείας και το κοσμικό φαινόμενο, που η παρατήρησή του οδήγησε τους σοφούς «να προσκυνήσουν τον Ήλιο της Δικαιοσύνης». Είναι το φως που, κατά τον Άγιo Λέοντα τον Μέγα, έλαμψε στους εθνικούς και έμεινε κρυμμένο για τους Ιουδαίους. Η Εκκλησία βλέπει στους ποιμένες -στα πρώτα αυτά τέκνα του Ισραήλ που προσκύνησαν το Παιδίον- τις απαρχές της εξ Ιουδαίων Εκκλησίας, και στους μάγους την «απαρχήν των εθνών», την «εξ εθνών Εκκλησίαν». Προσφέροντας στον Χριστό τα δώρα τους, «το καθαρό χρυσάφι προς τον Βασιλέα πάντων των αιώνων, τον λίβανο προς τον Θεό των όλων, και την σμύρνα στον Αθάνατο που επρόκειτο να ταφεί τριήμερος», προσημαίνουν τον θάνατό του και την ανάστασή του. Ας προσθέσω ότι oι μάγοι παριστάνονται γενικά σε διάφορες ηλικίες, για να υπογραμμισθεί ότι η αποκάλυψη δόθηκε στους ανθρώπους ανεξάρτητα από την ηλικία και την κοσμική πείρα τους.
Κάτω, στη μια γωνία της εικόνας, δύο γυναίκες λούζουν το Παιδίον. Αυτή η σκηνή είναι προμηθευμένη από την Παράδοση.
Eίναι μια σκηνή από την καθημερινή ζωή, που δείχνει καθαρά πως ο Τεχθείς ήταν σαν οποιοδήποτε άλλο νεογέννητο κάτω από τις απαιτήσεις της ανθρώπινης φύσεως. Αλλά, από το άλλο μέρος, κατά την ερμηνεία του Νικολάου Μεζαρίτη, οι δύο γυναίκες είναι συνάμα μάρτυρες της θείας προελεύσεως του Παιδίου. Πράγματι, έχοντας έλθει αργά και μην έχοντας παραστεί κατά την γέννηση, η μια απ’ αυτές, η Σαλώμη, δεν πίστεψε πως μια Παρθένος μποροϋσε να παιδοποιήσει και τιμωρήθηκε για την απιστία της αυτή· το χέρι της, που ειχε τολμήσει να ικανοποιήσει την αμαρτωλή περιέργεια, έμεινε παράλυτο. Αφού μετενόησε κι άγγιξε το Παιδίον, θεραπεύθηκε.
Mια ακόμη λεπτομέρεια δείχνει πως με την Γέννηση «ήττηνται της φύσεως οι όροι». Πρόκειται για τον μνήστορα Ιωσήφ. Δεν έχει θέση στο κεντρικό μέρος της εικόνας, αλλ’ απεναντίας βρίσκεται σαφώς χωρισμένος από το Παιδίον και την Παναγία. Δεν είναι ο πατέρας. Μπροστά του, υπό το φαινόμενο ενος τσομπάνη σκυμμένου από τα χρόνια, στέκεται ο διάβολος που τον πειράζει. Μερικές εικόνες τον παρουσιάζουν άλλοτε με μικρά κέρατα κι άλλοτε με μια σχεδόν αδιόρατη ουρά. Η παρουσία του Αρχεκάκου και το μέρος που παίζει ως πειραστής έχουν μια όλως ιδιαίτερη έμφαση στην εορτή της αναπλάσεως του κόσμου, στα Χριστούγεννα. Η εικόνα, βασιζόμενη στην Παράδοση, μεταδίδει το νόημα ορισμένων λειτουργικών κειμένων (ιδέ Πρώτη και Ενάτη Ώρα), που μιλούν για τις αμφιβολίες του Ιωσήφ και την φοβερή του ψυχική αναστάτωση. Η εικόνα τα εκφράζει όλα αυτά με την περίλυπη στάση του Ιωσήφ, που έχει πίσω του την μαύρη άβυσσο του σπηλαίου. H παράδοση των απόκρυφων μας μεταφέρει τα εξής λόγια του διαβόλου, με τα οποία πειράζει τον μνήστορα της Παρθένου: «Όπως αυτό το ξερό ραβδί δεν μπορεί να πετάξει φύλλα, έτσι και η παρθένος δεν μπορεί να κάνει παιδί».
Αυτό είναι, σε σύντομη έκθεση, το περιεχόμενο της εικονογραφίας της Γεννήσεως στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Κάθε φορά που απομακρύνεται μια εικόνα απ’ αυτό, η σημασία που έχει μικραίνει και φτωχαίνει· έτσι η κατάληξη είναι η απώλεια του ουσιώδους δηλαδή της ιστορικής πραγματικότητας και του δογματικού περιεχομένου που μας παρέχονται απο την Αγία Γραφή. Ένα χτυπητό παράδειγμα συναντάμε στην δυτική θρησκευτική ζωγραφική. Oι πίνακες των ζωγράφων της Δύσεως που παίρνουν ως θέμα την Γέννηση δεν παριστάνουν την ίδια την αλήθεια, όπως κάνει η ορθόδοξη εικόνα αλλά ατομικές ερμηνείες αυτής της αλήθειας. Το ιστορικό και δογματικό περιεχόμενο της εικόνας αντικαταστάθηχε μ’ ένα περιεχόμενο συναισθηματικό και οικείο, και η Γέννηση του Κυρίου μας ανάγεται έτσι σε μια συγκινητική οικογενειακή σκηνή.
Είναι αυτό που λέγει ο άγιoς Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός: «Εκθέτεις στην όραση ό,τι οδηγεί χαμηλά και περνάς αδιάφορος μπροστά σ’ ό,τι εξυψώνει». Μια τέτοια παράσταση της Γεννήσεως που μας προβάλλει ό,τι είναι χαμηλό και φτηνό δηλαδή ό,τι είναι ανθρώπινο απλώς δεν υψώνει το πνεύμα μας και τις αισθήσεις μας στην γνώση του μυστηρίου της θείας Σαρκώσεως· εξανεμίζει αυτό το μυστήριο μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα γυμνά ανθρώπινη, αφήνοντάς μας, έτσι στην φυσική κατάσταση, μέσα στο σαρκικό περιβάλλον.
Η ορθόδοξη εικόνα δεν αποκλείει το ανθρώπινο στοιχείο· βλέπουμε τις ανθρώπινες γνώσεις στους μάγους την εργασία και την τέχνη στους ποιμένες, το φυσικό ανθρώπινο αίσθημα στον δίκαιο Ιωσήφ. Αλλ’αυτή η φυσική ζωή του κόσμου παριστάνεται σ’επαφή με τον υπερφυσικό κόσμο και χάρη σ’αυτή την επαφή κάθε φαινόμενο της ανθρώπινης ζωής βρίσκει την θέση του και την σημασία του, φωτίζεται από ένα καινούργιο περιεχόμενο. Έτσι η εικόνα υψώνει το πνεύμα μας και τις αισθήσεις μας στην θεωρία και την γνώση του μυστηρίου της θείας Σαρκώσεως και μας κάνει να μετέχουμε στον πνευματικό θρίαμβο της Εορτής.
«Βάδιζε με τον Αστέρα -λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός- φέρε δώρα με τους μάγους… δόξασε με τους ποιμένες, αγάλλου με τους αγγέλους, για να γίνει μια η χαρά των ουρανίων και των επιγείων».
1) Τον παιδικό χαραχτήρα της εικονογραφίας ο Ουσπένσκυ, όπως βλέπουμε, τον είχε διαγνώσει ήδη από το 1951.Είναι σημαντικό, όμως, ότι την αισθητική ερμηνεία αυτού του χαρακτήρα την αποδίδει σ’ εκείνους που «δεν είναι μπασμένοι στο πνεύμα της ορθοδόξου λατρείας». Εξηγώντας την παιδική αυτή αφέλεια της εικόνας λειτουργικά, βάσει των λόγων του Κυρίου, κάνει μια υπέρβαση για να δώσει το βάρος όχι στην αισθητική αυτή “χαρά”, αλλά στο «πολύ βαθύ δογματικό περιεχόμενο της εικόνας», όπως λέει. Αντίθετα νεώτερες μελέτες δίνουν υπερβολική σημασία στην αισθητική αυτή λεπτομέρεια, η οποία εκτρέπεται από τον δρόμο της θεολογίας της εικόνας. Πρβλ. π. Στ. Σκλήρη, Εν Εσόπτρω, εικονολογικά μελετήματα,εκδ. Μ.Γρηγόρη, Αθήνα 1992, σελ. 33 κ.ε. Η εικονογραφική αφέλεια του σχεδίου οδηγεί τον συγγραφέα στην συστηματοποίηση μιας νεοελληνικής αισθητικής μεθόδου, που «απηχεί (…) τα διαχρονικά διδάγματα και τις λύσεις που έδωσε μια πολιτιστική παράδοση υψηλή, όπως αυτή του ελληνισμού, στο πρόβλημα του ανθρώπου και επομένως και της παιδείας του» (στο ίδιο, σελ. 34).
2) Είναι σημαντική η λειτουργική ερμηνεία του Ουσπένσκυ στην πλάγια (προφίλ) παράσταση των προσώπων μέσα στις εικόνες: «Ο Άγιος βρίσκεται παρών, θα πει, μπροστά μας κι όχι κάπου μέσα στο σύμπαν. Όταν προσευχόμαστε σ’ εκείνον βρισκόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του (…) Η κατατομή διακόπτει κατά κάποιο τρόπο την άμεση επαφή· είναι σαν μια αρχή απουσίας. Επομένως, παριστώνται πλαγίως μόνον τα πρόσωπα που δεν έφθασαν στην αγιότητα, όπως για παράδειγμα oι μάγοι και oι βοσκοί στην εικόνα της Γέννησης του Χριστού»
από τον Λεωνίδα Ουσπένσκυ- Μετάφραση Β. Μουστάκη (ανατύπωση)
Λ.Ουσπένσκυ, Η Θεολογία της Εικόνας στην ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1993.