του Αρχιμ. Δαμασκηνού Mreich, Δρος Θεολογίας
Αγιογράφος : Nemeh Al Mussawir
Η επιγραφή της εικόνας, που χρονολογείται μεταξύ 1694 και 1701, είναι γραμμένη στο κάτω μέρος του καλύμματος της νεκρικής κλίνης της Παναγίας στην αραβική γλώσσα: «O ενδιαφερόμενος για την αγιογράφηση αυτής της τίμιας εικόνας ήταν ο Πατήρ των Πατέρων, Σεβασμιώτατος Άγιος Κύριος Πατριάρχης κυρ Νεόφυτος ο Αντιοχειανός. Την αγιογράφησε με το φθαρτό του χέρι ο αμαρτωλός δούλος Nemeh, υιός του αειμνήστου ιερέα Yοusuf του Αγιογράφου. Έτος…»
Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Νεόφυτος ο εκ Χίου (1672-1682) ανέθεσε στον Nemeh να κάνει αυτή την εικόνα, γεγονός που άνοιξε την προοπτική στον καλλιτέχνη να εικονογραφήσει και άλλες εικόνες στο Μοναστήρι του Μπαλαμάντ, και να αναδειχθεί μέσα από αυτές, όπως είναι η Δευτέρα Παρουσία του 1694, οι δύο βασιλικές εικόνες του Χριστού και της Παναγίας του1699, οι Στυλίτες του 1699 κ.α τις οποίες ήδη μελετήσαμε. Η σκηνή της Κοίμησης της Θεοτόκου αποτελεί ευρεία εικονογραφική σύνθεση.
Η σύνθεση χωρίζεται κατά τον οριζόντιο άξονα σε δύο άνισα τμήματα. Στο ανώτερο μικρότερο τμήμα εικονίζεται η μεταφορά σε νεφέλες των Αποστόλων από τα πέρατα της γης, η ταφή της Παναγίας και η παράδοση της Τιμίας ζώνης της στον Απόστολο Θωμά, και στο κατώτερο και μεγαλύτερο τμήμα το κεντρικό θέμα της σύνθεσης είναι η Κοίμηση της Θεοτόκου, και το επεισόδιο με τον Ιεφωνία. Στον οριζόντιο άξονα της παράστασης τοποθετείται η νεκρική κλίνη, πάνω στην οποία ευρίσκεται το άψυχο σώμα της Παναγίας, με σταυρωμένα τα χέρια της στην οσφύ. Το κεφάλι της είναι γερμένο προς τα δεξιά. Φορεί μελιτζανί χιτώνα και πράσινο μαφόριο. Οι αναδιπλώσεις των ενδυμάτων της είναι γραμμικές και αποδίδονται με σκούρες γραμμές. Η κεφαλή της, στην οποία διακρίνουμε το χρυσό φωτοστέφανο, ακουμπάει σε μαξιλάρι κόκκινο, διακοσμημένο με χρυσογραφίες. Το σώμα της ακουμπάει πάνω σε κόκκινο σεντόνι με λευκές παράλληλες γραμμικές πτυχώσεις. Το οβάλ πρόσωπό της με τον καστανό προπλασμό, έχει κομψά χαρακτηριστικά: λεπτή ευθύγραμμη μύτη, βαθουλωτά αμυγδαλωτά μάτια, που τονίζονται από τα τοξωτά φρύδια, λεπτό πηγούνι, κομψό λαιμό. Η ποδέα της κλίνης αποδίδεται με καστανό χρώμα, και είναι διακοσμημένη με χρυσούς σταυρούς, που περιγράφονται από ρομβικά σχήματα.
Πίσω από τη νεκρική κλίνη, στο μέσο της παράστασης, και στον κατακόρυφο άξονα της σύνθεσης, εικονίζεται ο Χριστός, μέσα σε αμυγδαλωτή ακτινωτή δόξα, να κρατά, με καλυμμένα τα χέρια, στα δεξιά του, την ψυχή της Θεοτόκου με τη μορφή σπαργανωμένου βρέφους. Η δόξα αποδίδεται με πράσινο χρώμα και αποτελείται από τρία τμήματα, στα οποία το χρώμα διαβαθμίζεται, από σκουρότερο στο εσωτερικό γίνεται ανοικτότερο στην περιφέρεια. Οι κυματιστές χρυσές ακτίνες βγαίνουν από το σώμα του Χριστού. Στο πάνω μέρος της δόξας, εκατέρωθεν, διαβάζουμε την ελληνική συμπιληματική επιγραφή : αριστερά «ΙC» και δεξιά «ΧC». Η µορφή του Χριστού εγγράφεται σε δόξα, σύµφωνα µε την καθιερωµένη τυπολογία του θέµατος από τα µέσα του 12ου αιώνα κι έπειτα. Ο Χριστός αποδίδεται σε μεγαλύτερη κλίμακα από τους Αποστόλους και από τους Αγγέλους. Το ψιλόλιγνο σώμα του είναι ενδεδυμένο με χρυσαφί ενδύματα, των οποίων οι αναδιπλώσεις αποδίδονται με σκούρες κόκκινες γραμμές . Συστρέφει το σώμα του αριστερά και το βλέμμα του κατευθύνεται προς την ψυχή της Μητέρας του. Το πρόσωπό του είναι ωοειδές, με προπλασμό καστανέρυθρο και φέρει λαμπρά φωτίσματα στο μέτωπο, στις παρειές, το πηγούνι και το λαιμό. Τα μακριά καστανοκόκκινα μαλλιά είναι δεμένα και πέφτουν πίσω. Τα γένια Του είναι καστανά και κοντά. Τα χαρακτηριστικά Του είναι λεπτεπίλεπτα: ευθύγραμμη λεπτή μύτη με φωτεινή ράχη, αμυγδαλωτά μάτια, που τονίζονται από τα καμπυλωτά καστανέρυθρα φρύδια, κομψό λαιμό. Το φωτοστέφανό του είναι χρυσό, διακοσμημένο με κυματιστές ακτίνες.
Τον Χριστό πλαισιώνουν, εκατέρωθεν, σε μικρότερη κλίμακα, δώδεκα Άγγελοι σεβίζοντες, ενώ οι δύο πρώτοι κρατούν λαμπάδες αναμμένες. Οι πολυάριθµοι άγγελοι που συνοδεύουν το Χριστό εµφανίζονται σποραδικά από τα τέλη του 12ου έως τα µέσα περίπου του 13ου αιώνα, για να καθιερωθούν ευρύτατα σε έργα της Παλαιολόγειας Αναγέννησης.
Γύρω από την κλίνη είναι συγκεντρωμένοι οι Απόστολοι, χωρισμένοι σε δύο ομάδες, με επικεφαλής τον Πέτρο, που θυμιατίζει αριστερά, στην κεφαλή του κρεβατιού, και τον Παύλο δεξιά, στα πόδια της νεκρής, ο οποίος έχει προτεταμένο το αριστερό του χέρι προς την Παναγία και στο δεξί κρατάει ανοικτό ειλητάριο με επιγραφή στα αραβικά «Χαίρε, η μήτηρ της ζωής, αιτία της σωτηρίας μου. Διότι αν και δεν είδα το Χριστό κατά σάρκα, όταν βλέπω Εσένα, θεωρώ ότι βλέπω Εκείνον». Και οι δύο Απόστολοι φορούν λαδοπράσινους χιτώνες και κόκκινα ιμάτια, μάλιστα ο Πέτρος φέρει χιτώνα με χρυσό clavus στον δεξί του ώμο. Αριστερά, ο όμιλος Μαθητών, πίσω από τον Παύλο, ταυτοποιείται από τις αραβικές επιγραφές που υπάρχουν στα χρυσά φωτοστέφανα του κάθενός. Πίσω από τον Παύλο λοιπόν εικονίζεται ο νεαρός και αγένειος Ονήσιμος, και ακολουθούν ο γέρων Απόστολος Ανδρέας με την οξύληκτη γενειάδα και τα γκρίζα μαλλιά, ο οποίος κρατάει κλειστό ειλητάριο στο δεξί του χέρι, ο Τιμόθεος, με τα καστανέρυθρα κοντά μαλλιά και γένεια, ο οποίος ανυψώνει το δεξί του χέρι στο στήθος, ο Σίμων ο Ζηλωτής, ο Ιάκωβος, ο Ματθαίος, και ο Τίτος. Ο Ιεράρχης με την στρογγυλή μακριά γκρίζα γενειάδα και τα κοντά μαλλιά, ο οποίος φορεί το υπόλευκο ωμοφόριο, διακοσμημένο με σταυρούς και κρατάει ανοικτό κώδικα είναι ο Άγιος Ιερόθεος. Στον κώδικα διαβάζουμε στα αραβικά την μισοσβησμένη-δυσανάγνωστη επιγραφή «Παρθένε, στην οποία κατοίκησε η ζωή των όλων, σε είδα καθαρά με χέρια απλωμένα…γόνατα… Εξίσταμαι Αγνή Παρθένε». Στο δεξιό χορό, πίσω από τον Πέτρο βλέπουμε τον νεαρό και αγένειο Φίλιππο, ακολουθούν, ο Βαρνάβας, ο Μάρκος, ο Λουκάς, ο Ιάκωβος του Αλφαίου, ο Θαδδαίος, ο Βαρθολομαίος, ο οποίος στρέφει το κεφάλι του αριστερά προς το Θαδδαίο. Οι Ιεράρχες που ευρίσκονται στο μέσο της ομάδας είναι: δεξιά με τον ανοικτό κώδικα ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, με την οξύληκτη καστανέρυθρη γενειάδα και τα κοντά μαλλιά. Φοράει χρυσωπό ωμοφόριο με σταυρούς. Στον κώδικα που κρατάει διαβάζουμε στα αραβικά: «Χαίρε σύ που μετέβης από την γη στους ουρανίους οίκους. Χαίρε εσύ που συγκέντρωσες τις χορείες των μαθητών με σύννεφα, σε μία σύναξη. Χαίρε η ελπίδα της σωτηρίας μας». Δίπλα του απεικονίζεται γέρων ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, κρατώντας κλειστό κώδικα. Τέλος ο Ιωάννης ο Θεολόγος, σκύβει και ακουμπά το αριστερό του χέρι πάνω στο κρεβάτι, στο σώμα της Παναγίας, ενώ με το δεξί στηρίζει το κεφάλι του µε τον αγκώνα του επάνω στο κρεβάτι, καλύπτοντας µε την παλάμη το πρόσωπό του.
Τα ενδύματα των Αποστόλων αποδίδονται με λαδοπράσινο και κόκκινο χρώμα. Οι αναδιπλώσεις των ενδυμάτων τους αποδίδονται με φωτεινές γραμμικές πινελιές. Ανθρώπινοι στην έκφραση της θλίψης τους, οι μαθητές του Χριστού διαφοροποιούνται στη στάση τους. Άλλοι, όπως ο Φίλιππος, λυπημένοι και σοβαροί, στέκονται αγέρωχοι και αξιοπρεπείς, άλλοι συγκρατούν με δυσκολία τον πόνο τους, κάποιοι με αυλακωμένες από τη συγκίνηση τις παρειές και συσπώμενα από οδύνη τα φρύδια, έχουν ήδη λυγίσει. Ο περίλυπος Ματθαίος αγγίζει με το χέρι του το πρόσωπο. Η κίνηση του σώματος συντονίζεται με την ψυχική διάθεση των Αποστόλων, η έκδηλη λύπη με συγκρατημένες κινήσεις, ενώ προσδίδεται στις φιγούρες ένα ήρεμο μεγαλείο και μια καρτερικότητα.
Δύο ομάδες τριών γυναικών αριστερά και δεξιά της παράστασης με κόκκινα και λαδοπράσινα μαφόρια, κλίνουν την κεφαλή, σηκώνουν την άκρη του ιματίου τους για να σκουπίσουν τα δάκρυά τους.
Μπροστά από την κλίνη εικονίζονται δύο μονόκηρα, μεταξύ των οποίων διαδραματίζεται το απόκρυφο επεισόδιο του βέβηλου Ιεφωνία. Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, με στρατιωτική στολή, κραδαίνει το ξίφος του και κόβει τα χέρια του Ιεφωνία, ο οποίος στην παράστασή μας φαίνεται να γονατίζει και να εκλιπαρεί για την θεραπεία του. Ο Αρχάγγελος φορεί χρυσαφένιο θώρακα με φολίδες και χάλκινη ζώνη στο στήθος, κοντό κόκκινο χιτώνα, με φωτίσματα στις πτυχές, δρομίδες χρυσές, ενώ φέρει χρυσό φωτοστέφανο στην κεφαλή με τα χαρακτηριστικά στυλιζαρισμένα καστανά μαλλιά. Εικονίζεται νέος, στρογγυλοπρόσωπος και αγένειος. Ο Ιεφωνίας φορεί κόκκινο μακρύ χιτώνα με λεπτή ζώνη στη μέση και ιμάτιο σκουρόχρωμο. Ανυψώνει τα κομμένα χέρια του. Στην κεφαλή φέρει πολύ ψηλό καπέλο. Τα χαρακτηριστικά του μελαμψού προσώπου του φανερώνουν έναν άσχημο άνδρα.
Στην πάνω ζώνη της παράστασης βλέπουμε το επεισόδιο της μεταστάσεως της Παναγίας. Ο συνδυασμός της Κοιμήσεως και της Μεταστάσεως είναι δημιούργημα των μεταβυζαντινών χρόνων. Η Παναγία εικονίζεται μέσα σε αμυγδαλωτή ακτινωτή δόξα, που αποδίδεται σε πράσινο χρώμα. Οι ακτίνες της δόξας είναι χρυσές και κυματιστές. Εκατέρωθεν της δόξας διαβάζουμε στα ελληνικά την συμπιληματική επιγραφή: αριστερά «ΜΡ» και δεξιά «ΘΥ». Η Παναγία είναι ενδεδυμένη με χρυσαφί χιτώνα και κόκκινο μαφόριο, στο οποίο διακρίνουμε τα τρία χρυσά αστέρια. Και ενώ το σώμα της το συστρέφει προς τα δεξιά, την κεφαλή της, σε μια αντίρροπη κίνηση, την στρέφει προς τα αριστερά, κλίνοντας το βλέμμα της προς τον Απόστολο Θωμά στον οποίο παραδίδει τη ζώνη της. Την δόξα κρατούν δύο άγγελοι, που ίπτανται. Εικονίζονται ολόσωμοι, με χρυσοποίκιλτα ενδύματα και φτερά, και χρυσά φωτοστέφανα. Λίγο πιο πάνω, σε δύο ομόκεντρα ημικύκλια του βαθυγάλαζου ουρανού, δύο άλλοι άγγελοι με χρυσαφί ενδύματα και φτερά, ανοίγουν τις πύλες του, υποδεχόμενοι την Παναγία. Στην περιφέρεια του εσωτερικού ημικυκλίου βλέπουμε κυματιστές χρυσές ακτίνες, ενώ το εξωτερικό τμήμα του διακοσμείται με χρυσά αστέρια. Εκατέρωθεν του ουράνιου ημικυκλίου εικονίζονται, αριστερά ο ήλιος σε χρώμα κόκκινο και δεξιά η σελήνη σε χρώμα χρυσαφί. Εκατέρωθεν της Παναγίας εικονίζονται οι Απόστολοι στηθαίοι, με στραμμένα τα βλέμματά τους προς την Παναγία, μέσα σε ατομικά μετάλλια από σύννεφα, και χωρισμένοι ανά έξι, σε δυο ημιχόρια με βάση τον κατακόρυφο άξονα της σκηνής, οι οποίοι προσβλέπουν στο κέντρο της παράστασης, που εκτυλίσσεται το κύριο γεγονός της Κοίμησης της Θεοτόκου. Κάθε Απόστολος βρίσκεται μέσα σε σύννεφο για να μεταφερθεί στο χώρο που παρατίθεται το σκήνωμα της Παναγίας. Πρόκειται για εικονογραφική απόδοση της παράδοσης της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία, κατά την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου νεφέλες άρπαξαν θαυματουργικά τους Αποστόλους, οι οποίοι ήταν διασκορπισμένοι σε διάφορα μέρη του κόσμου, για να τους μεταφέρουν στο σπίτι της Παναγίας. Η παράδοση αυτή καταγράφεται στην απόκρυφη αποκάλυψη και διατυπώνεται στα λατρευτικά κείμενα της εορτής και στο αντίστοιχο συναξάριο, σύμφωνα με το οποίο «…γίνεται ἄφνω βροντῆς βιαίας ἦχος, καί πλείστων ἑπιστασία νεφελῶν, ἀπό τοῦ κόσμου περάτων, τούς Χριστοῦ μαθητάς ἀθρόον τῇ οἰκίᾳ τῆς Θεομήτορος φερομένων…».
Σε χωριστά σύννεφα ο χορός των Αποστόλων απαντάται στις Μονές Μεγίστης Λαύρας, Κουτλουμουσίου, Διονυσίου, Δοχειαρίου, στη μονή Βαρλαάμ, στη μονή Ευαγγελίστριας στο Δυτικό Ζαγόρι, στη μονή Πέτρας στα Άγραφα, στην φορητή εικόνα της Παναγίας Μαυριώτισσας στην Καστοριά, στην εικόνα της Πινακοθήκης Tretiakov των αρχών του 13ου αι. στην εικόνα της Μονής Βατοπαιδίου του 15ου αι., ενώ στη συνέχεια γνωρίζει μεγάλη διάδοση.
Εκατέρωθεν των μεταλλίων των Αποστόλων υπάρχουν οι επιγραφές με τα ονόματά τους στα ελληνικά. Αριστερά, από κάτω προς τα πάνω «Ο ΑΓΙΟC ΑΠΟCΤΟΛΟC ΘΩΜΑC», που στρέφεται κατά τρία τέταρτα και παραλαμβάνει τη χρυσή διάλιθη ζώνη από την Παναγία, «Ο ΑΓΙΟC ΑΠΟCΤΟΛΟC ΠΕΤΡΟC», ο οποίος προτάσσει τα χέρια του δείχνοντας την Παναγία, «Ο ΑΓΙΟC ΑΠΟCΤΟΛΟC ΘΑΔΑΙΟC», «Ο ΑΓΙΟC ΑΠΟCΤΟΛΟC ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟ C», «Ο ΑΓΙΟC ΑΠΟΣΤΟΛΟC ΠΕΤΡΟC» , «Ο ΑΓΙ…. Α……..ΟC» αταύτιστος, ο ευρισκόμενος άκρη αριστερά, με τα νεανικά χαρακτηριστικά. Δεξιά από κάτω προς τα πάνω: «Ο ΑΓΙΟC CΙΜΩΝ Ο ΖΗΛΩΤΗC», «Ο ΑΓΙΟC ΑΠΟCΤΟΛΟC ΑΝΔΡΕΟC», ο οποίος προτάσσει το δεξί του χέρι προς τη σκηνή της ταφής της Θεοτόκου, «Ο ΑΓΙΟC ΙΑΚΩΒΟC Ο ΑΔΕΛΦΟΘΕΟC», με την ανάστροφη παλάμη του χεριού, δίπλα του δεξιά «Ο ΑΓΙΟC ΙΑΚΩΒΟC ΖΕΒΕΔΕΟΥ», «Ο ΑΓΙΟC ΙΩ. Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙCΤΗC», με το κλειστό χρυσοποίκιλτο Ευαγγέλιο.
Τα ενδύματά τους αποδίδονται με κόκκινο και σκούρο πράσινο χρώμα. Ιδιαίτερα τα γεγονότα, της Μετάστασης της Θεοτόκου στους ουρανούς, της άφιξης των Αποστόλων σε νεφέλες και της παράδοσης της Τίµιας Ζώνης στο Θωµά, απαντούν σε πληθώρα παραστάσεων, καθ’ όλη τη διάρκεια της παλαιολόγειας και µεταβυζαντινής περιόδου.
Δεξιά εικονίζεται η σκηνή της ταφής της Παναγίας. Είναι ένα από τα δευτερεύοντα επεισόδια που δεν το βλέπουμε τόσο σε φορητές εικόνες. Σπανιότερα δε το συναντάμε σε τοιχογραφίες. Δύο ομάδες Αποστόλων, κλίνοντες τα γόνατα, κατεβάζουν το Θεομητορικό σκήνωμα, τυλιγμένο με τα σουδάρια στο στενόμακρο μνήμα. Αριστερά πρώτο, διακρίνουμε τον Απόστολο Παύλο, ενώ δεξιά προηγείται ο Απόστολος Πέτρος. Πιο πίσω ένα μακρόστενο κτίριο σε χρώμα μελιτζανί, με δίρρικτη στέγη, με κόκκινα κεραμίδια στη σκεπή, με αετωματική μετώπη, και θολωτή είσοδο, συμβολίζει το σπίτι της Παναγίας, όπως μαρτυρεί η αραβική επιγραφή «Ο οίκος της Παναγίας». Λίγο πιο κάτω δύο Απόστολοι, γονυπετείς, σηκώνουν την ταφόπλακα για να την τοποθετήσουν στο μνήμα. Την κυρία σκηνή της παραστάσεως χωρίζει από τις σκηνές της άνω ζώνης ένα, παλαιολόγειου τύπου, τείχος με επάλξεις. Αριστερά τη σκηνή συμπληρώνουν παλαιολόγειου επίσης τύπου κτίρια: ένα μακρόστενο με δίρρικτη στέγη με κεραμοσκεπή και ένα διώροφο με θολωτά παράθυρα, στην κορυφή του οποίου υπάρχει ένας καφετί τρουλίσκος τον οποίο στηρίζουν τέσσερεις λεπτοί κίονες. Το φόντο της εικόνα είναι χρυσό.
Ο Nemeh δημιούργησε μία πραγματικά αριστουργηματική παράσταση στηριζόμενος εν πολλοίς όχι μόνο σε φορητές εικόνες, αλλά κυρίως σε ανάλογα εικονογραφικά θέματα τοιχογραφιών. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουμε λόγω της πληθώρας των δευτερευόντων επεισοδίων που έχει συμπεριλάβει,τις οποίες συνήθως συναντάμε σε τοιχογραφίες με πολυπρόσωπες συνθέσεις. Ανάλογες πολυπρόσωπες συνθέσεις φορητών εικόνων συναντάμε στην δεσποτική εικόνα του 18ου αι. της Μονής Τουρλιανής Μυκόνου, όπου ο αγιογράφος τοποθετεί 109 πρόσωπα να παρευρίσκονται στην Κοίμηση της Θεοτόκου, στην εικόνα του Ιερού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Μαλαματένιας Τήνου του 18ου αι. αλλά και σ αυτήν παρά την πολυπρόσωπη σύνθεσή της απουσιάζει η σκηνή της ταφής της Παναγίας. Από τεχνοτροπική άποψη, στις μικρογραφικές αποδόσεις των προσώπων ο καλλιτέχνης μας αναδεικνύεται ως ειδικός. Τα πρόσωπα δέχονται το φως στις παρειές, τα μέτωπα και τους λαιμούς. Το πλάσιμο αποδίδεται με σκιές και τα χαρακτηριστικά με πινελιές, με ένα τρόπο ομοιογενή και επαναλαμβανόμενο. Φώτα και σκιές, χρώματα σκοτεινά και πιο ζεστά, μεταβάσεις και αντιθέσεις, κινήσεις, διασταυρούμενα βλέμματα, δημιουργούν ένα αίσθημα έργου που πάλλεται. Σε μια συγκινησιακή ατμόσφαιρα που ταιριάζει με το θέμα.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ