«Επειδή όμως δεν ήτο τούτο αρκετόν εις την αγαθότητα, το να κινείται μόνον με την σκέψη της, αλλά έπρεπε να διασκορπιστεί το αγαθόν και να εξαπλωθεί, εις τρόπον ώστε να γίνουν περισσότερα τα ευεργετούμενα (διότι αυτό αποτελεί απόδειξιν της απείρου αγαθότητος), κατ’ αρχήν μεν δημιουργεί με την σκέψιν τους αγγέλους και τας ουρανίους δυνάμεις. Και η σκέψις της γίνεται έργον το οποίον συμπληρώνεται από τον Λόγον και ολοκληρώνεται από το Πνεύμα.
Και έτσι εδημιουργήθησαν δεύτεραι λαμπρότητες, υπηρέται της πρώτης λαμπρότητος, τας οποίας πρέπει να θεωρήσομεν είτε νοερά πνεύματα, είτε πυρ κατά κάποιον τρόπον άυλον και ασώματον, είτε ως κάποιαν άλλη φύσιν, η οποία να ταιριάζει όσον το δυνατόν περισσότερον προς τα λεχθέντα.
Θέλω μεν να ειπώ ότι δεν μπορούν να κινηθούν προς το κακόν, και ότι μόνον προς το καλόν μπορούν να βαδίσουν, επειδή ευρίσκονται γύρω από τον Θεόν και φωτίζονται πρώται απ’ αυτόν (διότι ο φωτισμός των επιγείων αποτελεί δεύτερον φωτισμόν). Με αναγκάζει όμως να θεωρήσω και να είπω, ότι δεν είναι ακίνητοι αλλά μόνον δυσκίνητοι, ο Εωσφόρος, ο οποίος ωνομάσθη έτσι εξ αιτίας της λαμπρότητός του και ο οποίος έγινε σκοτάδι εξ αιτίας της υπερηφανείας του, και αι δυνάμεις αι οποίαι απεστάτησαν υπό την αρχηγίαν του, αι οποίαι εδημιούργησαν το κακόν με την απομάκρυνσιν από το καλόν και το επροκάλεσαν και εις ημάς.
Έτσι λοιπόν και δια τον λόγον αυτόν εδημιουργήθη από αυτόν ο νοητός κόσμος, εις τρόπον ώστε να μπορώ εγώ να εξετάζω τα πράγματα αυτά, καταμετρώντας με τον μικρόν λόγον μεγάλα πράγματα. Επειδή δε τα πρώτα ήταν καλά δι’ αυτόν, εννοεί (και δημιουργεί) δεύτερον κόσμον, υλικόν και ορατόν(αυτός ο κόσμος είναι το οργανωμένον σύστημα και σύνολον του ουρανού και της γης και των μεταξύ αυτών ευρισκομένων, αξιέπαινον μεν δια την τελειότητα κάθε πράγματος χωριστά, αλλά ακόμη πιο αξιέπαινον εξ αιτίας του ταιριάσματος και της αρμονίας η οποία δημιουργείται από όλα αυτά, τα οποία ταιριάζουν το ένα με το άλλο και όλα μεταξύ των, δια να συμπληρώσουν ένα αρμονικόν σύνολον), δια να αποδείξει ότι μπορεί να φέρει εις την ύπαρξιν όχι μόνον φύσιν όμοιαν προς αυτόν αλλά και τελείως διαφορετικήν από αυτόν.
Διότι είναι μεν όμοια προ την Θεότητα τα πνευματικά όντα, τα οποία γίνονται αντιληπτά μόνον με τον νουν, αλλά ταυτοχρόνως είναι τελείως διαφορετικά όντα τα οποία γίνονται αντιληπτά με τας αισθήσεις, και ακόμη περισσότερον διαφορετικά από αυτά είναι εκείνα τα οποία είναι τελείως άψυχα και ακίνητα».
(Απόσπασμα από τον Λόγο «Εις τα Θεοφάνεια», έργα αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ΕΠΕ 5)