Πολλές φορές χρησιμοποιείτε η λέξη «απάθεια» μέσα στα πατερικά κείμενα και συνήθως παρερμηνεύεται. Έτσι λοιπόν λέμε ότι ο Θεός είναι απαθής και ότι η τελείωση του ανθρώπου είναι να φτάσει στην απάθεια. Τι εννοούμε όμως με αυτόν τον χαρακτηρισμό;
Η λέξη «απάθεια» έχει φτάσει στις μέρες μας να σημαίνει αδιαφορία, αδυναμία συγκίνησης. Όμως το πρωτογενές της νόημα είναι τελείως αντίθετο: σημαίνει απλά ότι δεν υπάρχει τίποτα που να έχει επίπτωση στον Θεό ή σε κάποιον πολύ προχωρημένο πνευματικά.
Όταν λοιπόν λέμε ότι ο Θεός είναι απαθής, δεν εννοούμε ότι είναι αναίσθητος, αλλά ότι ο Θεός δεν προσλαμβάνει ποτέ παθητική στάση, ότι τίποτα δεν μπορεί να τον φέρει μέσα στην χώρα της εμπάθειας, διότι σ’ Εκείνον καθετί είναι απώτατα εναργές. Ο Θεός είναι ζωή θριαμβεύουσα, ζωή νικηφόρα, είναι η πλησμονή της ζωής, είναι εκείνο το μέτρο της ζωής που αποκαλούμε αγάπη, τόσο πλήρες και ολοκληρωμένο που δεν φοβάται ακόμα και την έσχατη κένωση του εαυτού Του, που η Ενσάρκωση συνεπάγεται.
Μπορούμε να δούμε τον Θεό μας μέσα στην ιστορία να γίνεται ευάλωτος και ανυπεράσπιστος όπως η αγάπη, προφανώς καταβεβλημένος και όμως νικηφόρος όπως η αγάπη, η οποία πεθαίνει προκειμένου να ζήσει αιώνια.
Ο Θεός αγάπη εστί και λόγο αυτής της αλήθειας είναι αδύνατον να μην είναι απαθής, γι’ αυτό τον λόγο και το τελευταίο στάδιο τελειώσεως του ανθρώπου είναι η απάθεια, η κατάσταση αυτή κατά την οποία ο άνθρωπος αφθαρτοποιεί την σάρκα του, και εξυψώνει τον νου του επάνω από την ορατή κτίση και υποτάσσει όλες του τις αισθήσεις.
Αυτή λοιπόν η απάθεια, «η τελεία των τελείων ατέλεστος τελειότης», τόσο πολύ αγιάζει τον νου και τον αρπάζει από τα υλικά , ώστε το περισσότερο μέρος της επιγείου ζωής του το ζει σαν να ευρίσκεται στον ουρανό και ανυψώνεται εκστατικός σε ουράνιες θεωρίες.
Υπάρχει λοιπόν ο απαθής άνθρωπος, αλλά υπάρχει και ο απαθέστερος από τον απαθή. Ο πρώτος αποστρέφεται με υπερβολικό μίσος το κακό, ενώ ο δεύτερος είναι άπληστος στον πλούτο των αρετών.
Ο απαθής «ζη μεν ουκέτι αυτός, ζη δε εν αυτώ Χριστός».
Άγιος Ιωάννης ο Σιναϊτης, Κλίμαξ