Του Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ
– Τά παιδιά μας έγιναν ανίκανα γιά τήν πίστη εξ αιτίας τών γονέων
– Πώς ή γιατί συμβαίνουν όλα αυτά;
Επειδή οι γυναίκες τής εποχής μας έχασαν τήν υψηλή αυτή συνείδηση, άρχισαν νά γεννούν προπαντός κατά σάρκα. Τά παιδιά μας έγιναν ανίκανα γιά τήν πίστη. Συχνά αδυνατούν νά πιστέψουν ότι είναι εικόνα τού Αιωνίου Θεού. Η μεγαλύτερη αμαρτία στίς ημέρες μας έγκειται στό ότι οι άνθρωποι βυθίστηκαν στήν απόγνωση καί δέν πιστεύουν πιά στήν Ανάσταση.
Ο θάνατος τού ανθρώπου εκλαμβάνεται από αυτούς ως τελειωτικός θάνατος, ως εκμηδένιση, ενώ πρέπει νά θεωρείται ως στιγμή αλλαγής τής μορφής τής υπάρξεώς μας ως ημέρα γεννήσεώς μας στήν ανώτερη ζωή, σέ ολόκληρο πλέον τό πλήρωμα τής ζωής πού ανήκει στό Θεό.
Αλήθεια, τό Ευαγγέλιο λέει: «Ο πιστεύων εις τόν Υιόν έχει ζωήν αιώνιον ο δέ απειθών τώ Υιώ ουκ όψεται ζωήν» (Ιωάν. 3,36). «Αμήν, αμήν λέγω υμίν ότι… ο πιστεύων τώ πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, καί εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ τού θανάτου εις τήν ζωήν» (Ιωάν. 5,24). «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, εάν τις τόν λόγον τόν εμόν τηρήση, θάνατον ου μή θεωρήση εις τόν αιώνα» (Ιωάν. 8,51). Παρόμοιες λοιπόν εκφράσεις μπορούμε νά αναφέρουμε πολλές. Συχνά ακούω από τούς ανθρώπους: Πώς ή γιατί συμβαίνουν όλα αυτά;
Γιατί η πλειονότητα τών ανθρώπων έχασε τήν ικανότητα νά πιστεύει; Δέν είναι άραγε η νέα απιστία συνέπεια τής ευρύτερης μορφώσεως, όταν αυτό πού λέει η Γραφή γίνεται μύθος, απραγματοποίητο όνειρο;
Η πίστη, η ικανότητα γιά τήν πίστη, δέν εξαρτάται πρωτίστως από τόν βαθμό μορφώσεως τού ανθρώπου. Πράγματι παρατηρούμε ότι στήν εποχή μας, κατά τήν οποία διαδίδεται η μόρφωση, η πίστη ελαττώνεται, ενώ θά έπρεπε ουσιαστικά νά συμβαίνει τό αντίθετο όσο δηλαδή πλατύτερες γίνονται οι γνώσεις τού ανθρώπου, τόσο περισσότερες αφορμές έχει γιά νά αναγνωρίζει τή μεγάλη σοφία τής δημιουργίας τού κόσμου. Σέ τί λοιπόν συνίσταται η ρίζα τής απιστίας;
Πρίν απ’ όλα οφείλουμε νά πούμε ότι τό θέμα αυτό είναι πρωτίστως έργο τών γονέων, τών πατέρων καί τών μητέρων. Άν οι γονείς φέρονται πρός τήν πράξη τής γεννήσεως τού νέου άνθρωπου μέ σοβαρότητα, μέ τή συνείδηση ότι τό γεννώμενο βρέφος μπορεί νά είναι αληθινά «υιός ανθρώπου» κατ’ εικόνα τού Υιού τού Ανθρώπου, δηλαδή τού Χριστού, τότε προετοιμάζονται γιά τήν πράξη αυτή όχι όπως συνήθως γίνεται αυτό. Νά ένα υπέροχο παράδειγμα ο Ζαχαρίας καί η Ελισάβετ προσεύχονταν γιά πολύ καιρό νά τούς χαρισθεί τέκνο… Καί τί συνέβη λοιπόν; «Ώφθη δέ αυτώ (τώ Ζαχαρία) άγγελος Κυρίου εστώς εκ δεξιών τού θυσιαστηρίου τού θυμιάματος.
Καί εταράχθη Ζαχαρίας ιδών, καί φόβος επέπεσεν επ’ αυτόν. Είπε δέ πρός αυτόν ο άγγελος μή φοβού, Ζαχαρία διότι εισηκούσθη η δέησίς σου, καί η γυνή σου Ελισάβετ γεννήσει υιόν σοι, καί καλέσεις τό όνομα αυτού Ιωάννην καί έσται χαρά σοι καί αγγαλίασις, καί πολλοί επί τή γεννήσει αυτού χαρήσονται. Έσται γάρ μέγας ενώπιόν τού Κυρίου… καί Πνεύματος Αγίου πλησθήσεται έτι εκ κοιλίας μητρός αυτού, καί πολλούς τών υιών Ισραήλ επιστρέψει επί Κύριον τόν Θεόν αυτών» (Λουκ. 1,11-16).
Βλέπουμε μάλιστα στή συνέχεια ότι ο Ιωάννης, ευρισκόμενος ακόμη στήν κοιλιά τής μητέρας του, αναγνώρισε τήν επίσκεψη τής μητέρας τού Χριστού, σκίρτησε από χαρά καί η χαρά του μεταδόθηκε στή μητέρα του. Τότε εκείνη γέμισε μέ προφητικό πνεύμα. Άλλο παράδειγμα είναι η προφήτιδα Άννα.
Έτσι καί τώρα άν οι πατέρες καί οι μητέρες θά γεννούν παιδιά συναισθανόμενοι τήν άκρα σπουδαιότητα τού έργου αυτού, τότε τά παιδιά τους θά γεμίζουν από Πνεύμα Άγιο, ήδη από τήν κοιλιά τής μητέρας καί η πίστη στόν Θεό, τόν Δημιουργό τών απάντων, ως πρός τόν Πατέρα τους, θά γίνει γι’ αυτά φυσική, καί καμία επιστήμη δέν θά μπορέσει νά κλονίσει τήν πίστη αυτή, γιατί «τό γεννώμενον εκ Πνεύματος πνεύμα εστίν». Η ύπαρξη λοιπόν τού Θεού καί η εγγύτητά του σέ μάς είναι γιά μία τέτοια ψυχή οφθαλμοφανές γεγονός.
Καί η απιστία τών πολυμαθών ή τών αμαθών στά μάτια τών τέκνων αυτών τού Θεού θά είναι απλώς απόδειξη ότι οι άνθρωποι εκείνοι δέν γεννήθηκαν ακόμη Άνωθεν, καί ακριβώς εξαιτίας τού γεγονότος αυτού δέν πιστεύουν στόν Θεό, διότι είναι εξολοκλήρου σάρκα, γεννημένοι από σάρκα.
Εκείνο όμως πού αποτελεί πραγματικό πρόβλημα γιά τήν Εκκλησία, τόν προορισμό της, είναι τό πώς νά πείσει τούς ανθρώπους ότι είναι αληθινά τέκνα καί θυγατέρες τού αιωνίου Πατρός πώς νά δείξει στόν κόσμο τή δυνατότητα μιάς άλλης ζωής, όμοιας πρός τή ζωή τού ιδίου τού Χριστού, ή τή ζωή τών προφητών καί τών αγίων.
Η Εκκλησία οφείλει νά φέρει στόν κόσμο όχι μόνο τήν πίστη στήν ανάσταση, αλλά καί τή βεβαιότητα γι’ αυτήν. Τότε περιττεύει η απαίτηση γιά οποιεσδήποτε άλλες ηθικιστικές διδασκαλίες.