ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ – «Τα μάτια να βλέπουν και να μη βλέπουν. Τ’ αυτιά ν’ ακούν και να μην ακούν. Το στόμα να μη βλασφημεί. Κλειδί στο στόμα. Να μη μεταφέρετε λόγια από τον ένα στον άλλο. Να έχετε για όλους αγάπη. Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός. Πολλάν υπομονήν να κάμετε, πολλάν υπομονήν»!
***
Η λέξη που βρισκόταν συνεχώς στα χείλη της ήταν η λέξη του Προδρόμου στην έρημο: «Μετανοείτε!».
***
Δεν ξεχώριζε πλούσιο από πτωχό. Δεν είχε ανθρωπαρέσκεια. Έδειχνε πλατειά αγάπη σε όλους και τούτο, γιατί αγαπούσε πάνω από όλους τον Χριστό μας, που τον έβλεπε στα πρόσωπα των συνανθρώπων μας, και στον οποίο απευθυνόμενη με διαρκή κατάνυξη έλεγε:
«Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησον τον κόσμον σου και ύστερα εμάς».
***
Παρηγοριά της, η Υπεραγία Θεοτόκος, στης οποίας το Μοναστήρι έζησε κάτω από το μητρικό της φίλτρο και την φοβερά προστασία Της. «Είναι στεναχωρημέντσα η Παναΐα. Η Παναΐα κλαίει κάθνη μέρα» έλεγε στους ανθρώπους, που την πλησίαζαν και τα δάκρυα έτρεχαν σαν βρύση από τα μάτια της.
***
«Γιατί σκουπίζεις κάθε μέρα, γιαγιά Σοφία;» την ρώτησε μία πνευματική της θυγατέρα. «Μα ευλογημένη, θα περάσει η Παναΐα και θα βρει την αυλή της γεμάτη φύλλα». «Παναΐα μ’, γιουρπάν’ τσ’ να ίνουμε» (=Παναγία μου, θυσία να γίνω για σένα)».
***
Είδε πολλά σκάνδαλα από λαϊκούς και μοναχούς και Κληρικούς. Ποτέ Της όμως, κανέναν δεν κατηγόρησε. «Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός» έλεγε.
***
Ιδιαίτερα νοιαζόταν για τα ανύπαντρα κορίτσια, που τύχαινε να παραστρατήσουν. Τα μάζευε κοντά Της και τα νουθετούσε καλύτερα από μάννα. Τους έλεγε να μη ξαναμιλήσουν για την πτώση τους, και φρόντιζε να τα καλοπαντρέψει, δίνοντάς τους και προίκα η ίδια από αυτά που άλλοι της έδιναν. «Η Παναΐα κι θα χαντ’ σας» (= δεν θα σας χάσει η Παναγία), συμπλήρωνε.
***
Αν και κουρελιάρα στην εμφάνιση, η αρετοντυμένη καρδία Της μοίραζε στους φτωχούς όλα όσα η καλοσύνη των ανθρώπων της έδινε. «Παρ’ το να το φοράς, να χαίρεται η ψυχή μου», τους έλεγε, όταν τη ρωτούσαν, γιατί μοιράζει ρούχα, που άλλοι της προσέφεραν από συμπάθεια, αφού η ίδια στερείται.
***
Ποτέ δεν πλήγωσε, ούτε και στενοχώρησε άνθρωπο. Όταν καταλάβαινε, πως κάποιος δυσκολευόταν από τις αμαρτίες που τον τυραννούσαν, περνούσε διακριτικά από δίπλα του. Έλεγε μια-δυο κουβέντες, κάτι σαν σύνθημα, χωρίς να καταλάβουν ή να ακούσουν οι άλλοι και πάλι απομακρυνόταν. Εκείνος καταλάβαινε και την ακολουθούσε. Τότε οι δύο τους καθισμένοι μόνοι απόμερα, ώστε να τους βλέπουν αλλά να μην τους ακούν, χωρίς να φανερώσει την αμαρτία ή το πρόβλημα, πρώτα παρηγορούσε κι ύστερα συμβούλευε με ψυχωφέλιμα στοργικά λόγια του Θεού.
Άλλες φορές η ίδια έλεγε: «αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι».
Από το βιβλίο «Σοφία Χοτοκουρίδου, Μια λαϊκή ασκήτρια, † 6 Μαΐου 1974», των εκδόσεων Μυγδονία.
Επιμέλεια: Στέλιος Κούκος/pemptousia.gr