Τα γνωρίσματα της αληθινής αγάπης προς τον Θεό είναι τα εξής:
Η αληθινή αγάπη προς τον Θεό είναι σταθερή και αταλάντευτη τόσο στην ευτυχία όσο και στη δυστυχία, τόσο στη χαρά όσο και στη θλίψη. «Τι μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού;», λέει ο απόστολος Παύλος. «Μήπως τα παθήματα, οι στενοχώριες, οι διωγμοί, η πείνα, η γύμνια, οι κίνδυνοι ή ο μαρτυρικός θάνατος;… Ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε άλλες ουράνιες δυνάμεις ούτε παρόντα ούτε μέλλοντα ούτε κάτι άλλο, είτε στον ουρανό είτε στον άδη, ούτε κανένα άλλο δημιούργημα θα μπορέσουν ποτέ να μας χωρίσουν από την αγάπη του Θεού» (Ρωμ. 8:35, 38-39). «Γιατί όταν ζούμε, ζούμε για τον Κύριο· και όταν πεθαίνουμε, πεθαίνουμε για χάρη του Κυρίου (Ρωμ. 14:8).
Όποιος αγαπάει αληθινά τον Θεό, δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον κόσμο της αμαρτίας. Κανείς δεν μπορεί να είναι δούλος σε δύο κυρίους,… και στον Θεό και στο μαμωνά (Ματθ. 6:24).
Όποιος αγαπάει αληθινά τον Θεό, αγωνίζεται μ’ όλες του τις δυνάμεις να εκτελεί το θέλημα Εκείνου και να ζει σύμφωνα με τις άγιες εντολές Του.
Όποιος αγαπάει αληθινά τον Θεό, πρόθυμα θυσιάζει γι’ Αυτόν συγγενικούς δεσμούς, επίγεια αγαθά, ακόμα και τη ζωή του. Γιατί, καθώς είπε ο Ίδιος, «όποιος αγαπάει πατέρα ή μητέρα παραπάνω από μένα, δεν είναι άξιος για μαθητής μου. Και όποιος αγαπάει γιο ή θυγατέρα παραπάνω από μένα, δεν είναι άξιος για μαθητής μου. Και όποιος δεν παίρνει το σταυρό του και δεν με ακολουθεί, δεν είναι άξιος για μαθητής μου. Όποιος προσπαθήσει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει· και όποιος χάσει τη ζωή του για μένα, θα τη σώσει» (Ματθ. 10:37-39).
Όποιος αγαπάει αληθινά τον Θεό, παντοτινά Τον έχει στο νου του με άγια χαρά και ιερό πόθο, παντοτινά Τον βλέπει μπροστά του, όπως ο Δαβίδ (Ψαλμ. 15:8), παντοτινά μελετάει το νόμο Του, παντοτινά θέλει να επικοινωνεί μαζί Του με την προσευχή και τα θεία Μυστήρια.
Πώς πρέπει ν’ αγαπάμε τον Θεό;
Την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα τη δίνει ο ίδιος ο Θεός τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη: «Να αγαπήσεις τον Κύριο, τον Θεό σου, μ’ όλη σου την καρδιά και μ’ όλη σου την ψυχή και μ’ όλη σου τη δύναμη» (Δευτ. 6:5· πρβλ. Ματθ. 22;37, Μαρκ. 12:30, Λουκ. 10:27). Αυτό σημαίνει; Να αγαπάς τον Θεό μ’ όλες τις εσωτερικές σου δυνάμεις· να Τον αγαπάς τέλεια και ολοκληρωτικά· να Τον αγαπάς έμπρακτα, τηρώντας τις εντολές Του (βλ. Ιω. 14:15)· να Τον αγαπάς παντοτινά, όχι μόνο όταν σου στέλνει ευλογίες, αλλά και όταν επιτρέπει να σε βρουν συμφορές· να Τον αγαπάς πάνω και περισσότερο απ’ όλους και όλα.
Τι να κάνω για ν’ αγαπήσω τον Θεό πάνω απ’ όλους και όλα;
Ποιον αγαπάς πιο πολύ σ’ αυτόν τον κόσμο; Τη μητέρα σου ή τον πατέρα σου ή τη γυναίκα σου ή τα παιδιά σου ή έναν ευεργέτη σου. Και αυτούς, βέβαια, και όλους τους ανθρώπους πρέπει να τους αγαπάς, σύμφωνα με την εντολή του Ευαγγελίου. Σκέψου, όμως, ποιος σου έδωσε και τη μητέρα και τον πατέρα και τη γυναίκα και τα παιδιά και όλα όσα έχεις; Ο Θεός. Δεν πρέπει, λοιπόν, να Τον αγαπάς περισσότερο από κάθε άνθρωπο; Μην ξεχνάς ότι όλα τα αγαπημένα σου πρόσωπα εΙναι δώρα του Κυρίου. Αν, πάλι, δεν έχεις πατέρα ή μητέρα, αν δεν έχεις γυναίκα και παιδιά, αν είσαι ορφανός και μόνος, είναι ακόμα πιο εύκολο για σένα να αγαπήσεις ολόψυχα τον Θεό, τον αχώριστο και πιστό Σύντροφό σου, τον μοναδικό Προστάτη και Βοηθό σου, και να λες μαζί με τον προφήτη: «Ο πατέρας μου και η μητέρα μου μ’ αφήσανε μονάχο, μα ο Κύριος με πήρε κοντά Του (και με προστατεύει)» (Ψαλμ. 26:10).
Από το βιβλίο: Γέροντος Ευστρατίου (Γκολοβάνσκι), Απαντήσεις σε ερωτήματα χριστιανών. Ιερά Μονή Παρακλήτου, 2012. Ερωτήσεις 87, 193, 194.